Μια φορά και έναν καιρό

Προβλήματα που για τους σύγχρονους δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα, καθώς τα αγνοούν και αδιαφορούν εάν συνέβησαν ποτέ. Υπήρχαν και μερικά άλλα εντόνως «λαϊκίστικα», κατά τη σύγχρονη ορολογία, που μας ακολουθούν διαχρονικά κατά πόδας με ακατάβλητο νεανικό σφρίγος. Όπως π.χ. ο… αειθαλής νόμος περί του «πόθεν έσχες». Έτσι, αντιπολιτευόμενη την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων εφημερίς, που μακροημερεύουσα εκδίδεται μέχρι σήμερα, ειρωνεύεται με κύριο άρθρο της την πρόθεση του νομοθέτη «να επέλθει οριστικός ηθικός καθαρμός και κανείς πλέον πολιτικός να χρηματίζεται… Δηλαδή ουδείς υπουργός εισελθών εις το υπουργείον απένταρος, θα δύναται μετά τρίμηνον υπουργίαν ν’ αγοράζει ένα σπίτι στην οδό Σταδίου και εκατόν μετοχάς της Εθνικής και ένα υπερωκεάνιον και πάντα ταύτα να γράφει, να καταθέτει και αποδεικνυομένου ότι αι τριάκοντα εξ χιλιάδας δεν ηδύναντο να επαρκέσουν εις τόσας αγοράς, θα λειτουργεί αμέσως ο νόμος του κ. Μαρή και το σπίτι, αι μετοχαί και το υπερωκεάνιον θα δημεύονται…». Προτείνει δε, οι πολίτες «αφού αναπνεύσουν» να στήσουν στις πλατείες αγάλματα των εκλεκτών Φιλελευθέρων αφού «από μεθαύριον ουδείς πολιτικός θα κλέπτει…». Προφανώς για κάποιο σκανδαλάκι υπουργού θα συζητούσαν οργίλως οι πολιτικολογούντες Αθηναίοι πίνοντας τον «ερατεινόν» τους στο πατάρι του Ζαχαράτου και η κυβέρνηση, για να τους κλείσει τα στόματα για βενιζελικές ατασθαλίες και για να κατευνάσει τα πνεύματα, ανέσυρε και επανέφερε στη Βουλή τον νόμο «περί πόθεν έσχες» που ζει και βασιλεύει μεταλλασσόμενος κατά περίπτωση συχνότερα και από τις μεταλλάξεις του ιού της γρίπης.
Στην πρώτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας υπάρχει και ο χαρμόσυνος σχολιασμός μιας ειδήσεως που σήμερα περισσότερο από ποτέ θα προκαλέσει άκρως μελαγχολικές σκέψεις, αφού, σύμφωνα με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες, «Η Ελληνική Κυβέρνησις αποφάσισε να πληρώσει το τριάντα τοις εκατόν των εξωτερικών χρεών, απόφαση που εγέννησε αρίστη εντύπωση και σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα κουβεντιάζουν για την εντιμότητά μας και την καλή μας πίστη…». Συνέβη στα ζοφερά εκείνα χρόνια που όλοι εύχονται να μην έρθουν ποτέ ξανά. Τότε που ο τόπος μας συνήθιζε να πληρώνει τα χρέη του… Λίγα χρόνια νωρίτερα, συγκεκριμένα το 1919, ο χρονογράφος καθημερινής εφημερίδας στο εκδοτικό της ντεμπούτο ολοφύρεται για τις επερχόμενες γενιές γράφοντας κατά λέξη: «Κάποτε συλλογίζομαι τα νέα παιδιά. Τι θα γίνουν αυτά τα πλάσματα, που δεν περιμένουν να θαυμάσουν τίποτα πλέον στον κόσμον αυτόν…». Διότι, όπως επεξηγεί, δεν θα υπάρχει πια τίποτα το καινούργιο για να τα εκπλήξει αφού η επιστήμη έχει ανακαλύψει τα πάντα και τίποτα πια δεν απομένει για ν’ ανακαλυφθεί στο μέλλον. Με δύο λόγια, η επιστήμη κατέβασε τα ρολά, έβαλε χοντρό λουκέτο και αναφώνησε: «Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή…». Άφατη θλίψη πρέπει να κυρίευσε τους αναγνώστας του με τη σκέψη πως οι απόγονοί τους θα στερηθούν τη χαρά ν’ απολαύσουν μερικές ανακαλύψεις, μόνο και μόνο επειδή η επιστήμη στέρεψε κι έπιασε πάτο. Ίσως μάλιστα μερικοί συντηρητικοί να σκέφθηκαν να διακόψουν την εγκυμοσύνη των συζύγων τους, γιατί πώς θα ζήσει το παιδί τους σ’ έναν κόσμο που δεν θα ελπίζει να εφευρεθεί πια τίποτα. Ούτε τουλάχιστον η τηλεόρασις. Και αναλύει με μαύρη καρδιά ο χρονογράφος: «Τι μπορεί να προσδοκά το νεογέννητο που αντικρίζει τον κόσμο με μια λάμπα 100 βατ να του φωτίζει την κούνια, να πετούν αεροπλάνα μπροστά από το μπιμπερό του, ενώ υποβρύχια οργώνουν τας θαλάσσας…» και πιθανόν κατερχόμενα στις 20 χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα να συναντούσαν τον «πλοίαρχο Νέμο» έχοντας ξεφτιλίσει όλα τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, με πρώτη τη φαντασία του Ιούλιου Βερν. Έχοντας δει τα πάντα και μερικά άλλα ακόμη, με μπουχτισμένα μάτια από τις ανακαλύψεις που προσφέρονταν απλόχερα έως τότε, ο συγγραφέας νιώθει σαν «ο τελευταίος Μοϊκανός» και καθώς η αυλαία των εφευρέσεων πέφτει πάνω στη Γη, τίποτα δεν ημπορεί να δώσει πια τη χαρά της έκπληξης. «Είδε άμαξες να κινούνται χωρίς άλογα, είδε δίποδα να πετούν και να κάνουν τούμπες στους αιθέρες, είδε ανθρώπους να πίνουν καφέ στο Βερολίνο και σε λίγο οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι να ρίχνουν βόμβες και να σκοτώνουν άλλους στο Παρίσι, είδε όπλα φοβερά στον ”μυριοκτόνο πόλεμο” είδε, είδε, είδε… Και καταλήγει κορεσμένος από εκπλήξεις: «Η δική μας γενεά ελευκάνθη γουρλώνουσα τους οφθαλμούς ανά παν εικοσιτετράωρον».
Άγνωστον ποιος ήταν ο υπό ψευδώνυμον χρονογράφος και πόσα χρόνια έζησε έκτοτε για να εκπλήσσεται καθημερινά από τη στέρφα επιστήμη, που σε πείσμα του δεν σταμάτησε ποτέ τη δουλειά της χώνοντας παντού τη μύτη της. Και αν ζούσε, εκείνον τον Ιούλιον του 1969, τότε που όλοι ξαγρυπνήσαμε μπροστά στις τηλεοράσεις μας, ίσως να έγραφε στη στήλη του πως «συλλογίζεται τα νεογέννητα που θα στερηθούν τη χαρά να δούνε τον άνθρωπο να περπατάει στο φεγγάρι…».
Εκτός όμως της επιστήμης που έσπευδε, έστω βραδέως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και το ημερολόγιο έτρεξε κι έκανε το μεγάλο άλμα και από τα μεσάνυχτα της 15ης Φεβρουαρίου 1923, βρέθηκε ξαφνικά 13 ολόκληρες μέρες μπροστά ως «1η Μαρτίου» αχρηστεύοντας ισάριθμα χαρτάκια από τους ημεροδείκτες με τα ερωτικά ποιηματάκια και τις συνταγές μαγειρικής, καθιερώνοντας τον όρο «παλαιοημερολογίτης». Δεν μπορούμε φυσικά να ξέρουμε τα συναισθήματα που προκλήθηκαν στους ανθρώπους όταν εκείνο το βράδυ του κουτσοφλέβαρου, σβήσαν τη γκαζόλαμπα ή το σπαρματσέτο και με «τον στόμαχον ελαφρόν» έπεσαν να κοιμηθούν, λίγες δε ώρες αργότερα, λαλούντος του αλέκτορος εξύπνησαν κατά δεκατρείς ολόκληρες ημέρες γεροντότεροι διαγράφοντας από τη ζωή τους μέρες που χρεώθηκαν χωρίς να ζήσουν. Και οι έρμες οι μαμάδες προβληματίζονταν εάν έπρεπε να πλέξουν τα «μαρτιάτικα» με τις δύο ή τρεις κλωστές βραχιολάκια που θα βάλουνε στο αριστερό τους χέρι οι κοπελούδες, πριν ροδίσει η αυγή και προβάλουνε οι ακτίνες του ήλιου μαυρίζοντας το δερματάκι τους και κάνοντάς το… μαυροτσούκαλο. Κι άντε μετά να τυλίξει γαμπρό που θέλει τη νύφη σώνει και καλά να ‘ναι «λευκή και πάλλευκος ως γάλα των προβάτων / λευκή ως άνθος το ανθούν εντός αγρών αβάτων / λευκή να είναι ως χιών, λευκή κι ακτινοβόλος…» και με όποια άλλη περί «λευκού» συνέχεια. Μέχρι
εκείνη την 1η Μαρτίου στα έγγραφα, στα κείμενα, στις επιστολές, ίσως και στις πράξεις του… ληξιαρχείου, γράφανε δύο ημερομηνίες, την ελλαδική την παλιά και την άλλη που χρησιμοποιούσαν οι μπουνταλάδες οι κουτόφραγκοι. Αλλιώς
έπρεπε να κάθεσαι να υπολογίζεις τη διαφορά μετρώντας με τα δάχτυλα, αφού δεν είχανε
ακόμη ανακαλυφθεί τα κομπιουτεράκια, που και τη ζωή μας θα έκαναν ευκολότερη και θα προξενούσαν κατάπληξη στον προλεχθέντα χρονογράφο, που θ’ απορούσε πώς δεν ξόφλησε η επιστήμη.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση δίπλωσα τις εφημερίδες και με απόλυτο σεβασμό στα χρόνια που ζωντάνευαν, με σωστή ιεροτελεστία, τις τοποθέτησα σ’ ένα συρτάρι, ασφαλισμένες από βέβηλα μάτια που θα τις δουν σαν άχρηστο χαρτί και άπληστα χέρια που θα τις κατασπαράξουν…


Σχολιάστε εδώ