Τους τα έδωσαν όλα και τώρα απολύουν
Έτοιμοι για καταιγίδα μέτρων είναι και οι εκδότες. Η κατάστασή τους είναι μια μικρογραφία της κατάστασης της χώρας.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια ενισχύθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό με χρήματα και ισχύ. Το «Π» σήμερα χαρτογραφεί όσα παραχώρησαν οι κυβερνήσεις των προηγούμενων ετών στους επιχειρηματίες των media, που τώρα ετοιμάζονται να στραφούν εναντίον των εργαζομένων τους σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν τις εταιρείες τους.
Το μεγαλύτερο «δώρο» που έλαβαν οι επιχειρηματίες των Μέσων
ήταν επί κυβέρνησης Σημίτη, η οποία τους άνοιξε την είσοδο για το Χρηματιστήριο. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ συγκέντρωσαν περισσότερα από 620 εκατ. ευρώ και σήμερα έχουν καταφέρει να έχουν υποχρεώσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ! Για το πού κατευθύνθηκαν τα τεράστια αυτά κεφάλαια δεν υπήρξε ουσιαστικός έλεγχος, αφού οι εκδοτικές εταιρείες ήταν στο απυρόβλητο. Η καλλιέργεια προσδοκιών για το διαδίκτυο αλλά και η αγορά ακόμη ιδίων μετοχών, χωρίς απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, με τα χρήματα των επενδυτών ουδέποτε έτυχαν κάποιου σοβαρού ελέγχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Υπήρξαν επιχειρήσεις που θέλησαν να «πνίξουν» τους αντιπάλους τους αγοράζοντας σχεδόν τα πάντα, ήταν όμως αυτός ο συνδυασμός των επιλογών που ζημίωσε τις ίδιες τις εταιρείες και πλούτισε τα στελέχη τους.
Τόσο η κυβέρνηση Σημίτη όσο και η κυβέρνηση Καραμανλή επέτρεψαν με τη στάση τους να εδραιωθεί και να γιγαντωθεί η διαπλοκή των συμφερόντων, με τη θέσπιση στο Σύνταγμα και τους δύο εκτελεστικούς νόμους του «βασικού μετόχου». Επί της ουσίας, οι επιχειρηματίες διατηρούν ζημιογόνα ΜΜΕ για να εξασφαλίζουν κερδοφόρες συμβάσεις από το Δημόσιο.
Επί κυβέρνησης Καραμανλή οι επιχειρηματίες με τον νόμο Ρουσόπουλου εξασφάλισαν τη δυνατότητα να ελέγχουν απευθείας έναν γενικής και έναν ειδικής στόχευσης τηλεοπτικό σταθμό και να διαθέτουν μέχρι και την έκδοση των ραδιοφωνικών αδειών απευθείας μέχρι πέντε μουσικούς σταθμούς και έναν ενημερωτικό. Ακόμη, μεσούσης της μετάβασης στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση, οι προσωρινώς λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας -σε αντίθεση με τους άλλους, περιφερειακούς και τοπικούς- μπορούν να εκπέμψουν απευθείας, αποκτώντας και μια ψηφιακή θέση παράλληλα με τις αναλογικές τους συχνότητες. Η Digea, η κοινή εταιρεία των επτά σταθμών
εθνικής εμβέλειας, είναι εκείνη που επιλέγει σε ποιο σημείο θα γίνει η αλλαγή του σήματος και με ποιο σύστημα κωδικοποίησης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε την περίπτωση του ειδικού φόρου τηλεόρασης: Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κατήργησαν τον φόρο τηλεόρασης (30%). Από αυτήν τη σταδιακή κατάργηση μόνο για το 2007 μπήκαν στα ταμεία των καναλιών, και όχι του Δημοσίου, περίπου 70-80 εκατ. ευρώ.
Στο μέτωπο του Τύπου μέχρι και σήμερα οι εκδότες, έχοντας και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορούν να διανέμουν μουσική σε CD (σε πρώτη κυκλοφορία) και ταινίες -ακόμη και πρώτης προβολής- σε DVD με ΦΠΑ 4,5% αντί για 19% με το οποίο επιβαρύνονται οι ιδιοκτήτες των DVD club και των δισκοπωλείων. Ακόμη, οι εκδοτικές επιχειρήσεις διαφημίζουν τις προσφορές των κυριακάτικων εφημερίδων στα δελτία ειδήσεων των σταθμών που ελέγχουν ή ακόμη και σε άλλους. Για το θέμα αυτό, με καθυστέρηση, το ΕΣΡ τιμώρησε με πρόστιμα το Alter και τη ΝΕΤ.
Έως και σήμερα δεν υπάρχει πιστοποιημένο σύστημα διανομής των κρατικών διαφημίσεων. Στην περίπτωση των δωρεάν εφημερίδων διανέμονται χρήματα της κρατικής διαφήμισης χωρίς να υπάρχει πιστοποιημένη κυκλοφορία, όπως ζητάει ο νόμος. Ακόμη, η κατανομή των τηλεοπτικών διαφημίσεων αλλά και η ανάδειξη των προσώπων που βγαίνουν στην τηλεόραση γίνονται χωρίς να υπάρχει φορέας πιστοποίησης για τις μετρήσεις θεαματικότητας.
Οι πολίτες ορθώς πληρώνουν το
ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ αλλά και δημοτικά τέλη για τη λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών. Τόσο η ΕΡΤ όσο και οι δημοτικοί σταθμοί
όμως δεν δίνουν πλήρη στοιχεία για τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων που πληρώνουν απευθείας οι πολίτες.
Στον αντίποδα, καταργήθηκε η διάταξη που έδινε τη δυνατότητα στους
ιδιοκτήτες ΜΜΕ να διαθέτουν χωρίς παραστατικά χρήματα έως και το 2% του τζίρου τους σε στελέχη και άλλους ενδιαφερομένους.