ΠΩΣ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΤΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ, ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΓΩ ΤΟ ΕΛΥΣΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΤΟ ΞΕΡΟΥΝΕ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΤΕΣ
Πήγα σέ μία καφετζού
μαζί μ’ ένα φλιτζάνι,
καί μόλις ήπια τόν καφέ
μού δείχνει τό ντιβάνι.
Ήταν τό μάτι της θολό
–ένδειξη μυστηρίου–
καί άρχισε τό ξόρκισμα
στό όνομα Κυρίου.
Αφού καλά μέ ξόρκισε
μού λέει «Τώρα γδύσου»
υπάκουσα καί γδύθηκα
κι αρχίζει η καλή σου:
«Πές μου πηδήχτηκες ποτέ
εκ τού Κοινοβουλίου;
ο δέ πρωκτός σου είν’ πλατύς
ως δίσκος βινυλίου;»
Όχι, μαντάμ απάντησα
δέν θέλω τήν πορνεία,
εμέ πηδά καθημερνώς
ο φόβος κι η πενία.
Μέ ράπισε η μάγισσα:
«Νά σού κοπεί η γλώσσα,
πρόσεξε πώς μού απαντάς
τεμπέλαρε καί κλώσα».
«Αφού ποτέ δέν πήδηξες
τώρα θά σέ πηδήξουν,
είναι ο νόμος τής ζωής.
Άκου, θά στόν σφυρίξουν».
Ρίγος μέ πιάνει καί ριγώ
σκέφτομαι τήν ξευτίλα:
Εγώ νά γίνω «αδελφή»
βουστροφηδόν πιπίλα;
Ξαναρωτώ τήν μάγισσα:
«Νά πιω κι άλλο φλιτζάνι
μπάς καί αλλάξει η τύχη μου,
κρύος ιδρώς μέ πιάνει;»
Σκέφτεται η κωλόγρια,
σκύβει καί δέν μιλάει.
Στό τέλος δέν βαστήχτηκε
καί μού τήν αμολάει:
«Υπάρχει λύση νά σωθείς
όμως θά σού στοιχίσει.
Τί λές φορολογούμενε
τήν δέχεσαι τήν λύση;»
Τί νά δεχτώ Αρχόντισσα
πές μου νά τό γνωρίσω.
Τήν μιά τό πάς από μπροστά
τήν άλλη από πίσω.
Στέκεται η μπαμπόγρια
μπρός στά κονίσματά της
ως μιά τρελή πού λύθηκε
απ’ τά βαριά δεσμά της.
Πετά τά ρούχα και γυμνή
κι ως άλλη μιά Πυθία
στρέφει τό βλέμμα στόν θεό
καί λέει η ηλιθία:
«ΤΟ ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, παίδαρε
μπορεί νά τό γλιτώσεις.
Μού δίνεις τό παλούκι σου
χωρίς νά μέ προδώσεις;»
Τής απαντώ: Ποιά είσαι ΣΥ;
Μού απαντά: «Η ΜΟΙΡΑ.
Ή μέ πηδάς λεβέντη μου
ή πέφτεις σέ πλημμύρα».
«Εγώ τήν Χώρα διοικώ
κι όλα τά αγοράζω,
έχω χιλιάδες πρόσωπα
καί σάς εξουσιάζω:
Γάμα λοιπόν τήν Μοίρα σου
–ή τρέξε στά Ταμεία–
εκεί τό αίμα θά σού πιούν
σκληρά κι εν συντομία».
………………..
………………..
Εννόησα βαθιά ποιά
είναι η Μοίρα τού Έλληνα.
Τί νά κάνω. Τήν ευχαρίστησα
όπως επιθυμούσε,
κι εκείνη μού έδωσε
τόν «ύστερο» χρησμό της:
«Είπατε τώ Λαώ,
χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά,
ουκέτι Έλλην έχει καλύβην,
ού μαντίδα δάφνην,
ού παγάν λαλαίουσαν,
απέσβετο και λάλον ύδωρ».
[Άν καί ο χρησμός είναι κάλπικος, γραφείς από τον χριστιανό Γ. Κεδρηνό,εδώ μάς κάνει.]