Μια φορά και έναν καιρό

Ήταν μια πολύ ζεστή συντροφιά, χωρίς πρωτόκολλα και τσιριμόνιες και όπως λέγαν: «Πού να βγεις και πού να τρέχεις βραδιάτικα; Κι αν βγεις, άντε να δούμε πού θα παρκάρεις». Αλλά και οι νοικοκυρές που τους έπεφτε ο κλήρος να είναι απρογραμμάτιστα… φιλοξενούσες δεν έσκαγαν επειδή δεν κάνανε καμιά προετοιμασία, κι όταν κάποιον «τον έπιανε λόρδα» και ρώταγε «θα φάμε τίποτα;» παραγγέλνανε μια πίτσα, σουβλάκια ή ψητό κοτόπουλο, που το ʼφερνε ο ντελιβεράς ξερό και παγωμένο. Άλλοτε πάλιν, αν δεν είχαν όρεξη για δείπνο, η… πυργοδέσποινα τους φίλευε εκ των ενόντων με λίγο τυράκι, λίγο σαλάμι, έβραζε και κανένα αυγό και τη βγάζαν σπαρτιάτικα. Πίναν και δυο γουλιές μπίρα ή κρασί και βρέχανε το λαρύγγι τους. Εκτός όμως από αυτές τις «επισκέψεις της παντόφλας», όπως τις αποκαλούσαν επειδή κυκλοφορούσαν με τα πρόχειρα ρούχα του σπιτιού, «σαν-φασόν» καταπώς έλεγε η κυρία Αζίζα η Αιγυπτιώτισσα, διοργάνωναν κάθε τόσο και εκδρομές. Και το καλοκαίρι κάποια ζευγάρια τακιμιάζανε και πήγαιναν λίγες μέρες στο Λουτράκι για παραθερισμό. Ήταν άλλωστε συνταξιούχοι οι περισσότεροι και προσπαθούσαν να περάσουν τα χρόνια που τους απόμειναν όσο καλύτερα μπορούσαν. Συγκάτοικος στην πολυκατοικία ήταν ένας γεροπαράξενος, μια γρουσουζόφατσα ο Θεός να σε φυλάει, κι αν τον ανεχόταν η ομήγυρη, το όφειλε στη συμβία του, μια γυναικούλα ευπροσήγορη και γλυκιά, που μόνο καλός λόγος έβγαινε απʼ το στόμα της. Άσε δα τις περιποιήσεις που τους έκανε. Όλα τού φταίγανε του παλιόγερου κι ό,τι κι αν έλεγες σε αποστόμωνε συγκρίνοντάς το με όσα συνέβαιναν στην «εποχή του», εποχή που συνεχώς αναπολούσε για την τελειότητά της. Έτσι κι εκείνο το βράδυ όταν, πριν στρωθούνε στην μπιρίμπα, είδαν στις ειδήσεις την περιγραφή από δυο απανωτές ληστείες που συνέβησαν το ίδιο πρωί, ενώ όλοι στην παρέα έκαναν «τς, τς» κι ανατρίχιαζαν με την ανασφάλεια που μας δέρνει, εκείνος το ʼφερε και πάλιν στα χρόνια τα δικά του και ξεσπάθωσε. «Κύριοι», είπε με στόμφο, «οι κερατάδες αυτοί ξεφτίλισαν και τους κακοποιούς. Διότι εύκολο είναι να πάρεις ένα μπιστόλι στο χέρι χωρίς να χρειάζεται να πεις τι θέλεις, αφού κι ένας ηλίθιος θα το καταλάβει. Αυτό είναι σκέτος μηδενισμός. Στον καιρό μου η κλοπή, η ληστεία, η απάτη ήταν έμπνευση, ήταν δημιουργία, ήταν ποίηση… Δεν χρειαζότανε ούτε χρησιμοποιούσαν όπλα για να εξασφαλίσουν τη λεία τους. Μια ιδέα πρωτότυπη, με μπόλικη φαντασία, που απέπνεε αίσθημα και ρομαντισμό, ήταν αρκετή για να πετύχει με το παραπάνω ο σκοπός τους. Κι ανάλογο, αλλά αντίστροφο δρόμο ακολουθούσε η Αστυνομία για να τους εντοπίσει και να τους τσιμπήσει…». Απόρησαν οι συγκάτοικοί του με τις θεωρίες του κι ο κύριος Γιάγκος του τρίτου, με μια ελαφρά δόση ειρωνείας, τον ερώτησε αν τους κακοποιούς εκείνης της εποχής τούς διέκρινε μια ψυχική υψηλοφροσύνη.
«Μάλιστα, κύριε Γιάγκο μας», απάντησε νευριασμένος. «Οι κακοποιοί δεν ήταν όπως σήμερα τσουτσέκια. Ήταν καλλιτέχνες που κυριολεκτικά σμίλευαν τη φτιάξη τους». Και επειδή διέκρινε να πλανάται στα πρόσωπα της παρέας μια λανθάνουσα ιλαρότης, άρχισε να διηγείται μια υπόθεση που δεν θα μπορούσε να ξεδιαλύνει ούτε ο Ηρακλής Πουαρό. «Τα χρόνια εκείνα», συνέχισε, «συνήθιζαν οι νοικοκυρές το πρωί νʼ απλώνουν και νʼ “αερίζουν” σεντόνια και κουβέρτες στα μπαλκόνια τους. Αν έμεναν σε διώροφο, λόγω ύψους, είχανε το κεφάλι τους ήσυχο από τους “μπουγαδοκλέφτες”, μια ευρύτατα διαδεδομένη ειδικότητα στο σινάφι, που ίσως κάποιοι νεώτεροι να μην ξέρουν πως κάποτε βούταγαν όπου βρίσκαν ρούχα, εσώρουχα, μέχρι κλινοσκεπάσματα. Έτσι, ξαφνικά, μια ωραία και ηλιόλουστη ημέρα έκαναν φτερά από ένα μπαλκόνι τα απλωμένα για να λιαστούν στρωσίδια και σε λίγες μέρες χάθηκαν άλλα απʼ αλλού και ξανά μανά να εξαφανίζονται από ψηλά παράθυρα και βεράντες μυστηριωδώς τα σκεπάσματα. Έξυνε η Ασφάλεια στην προκειμένη περίπτωση το κεφάλι της να βρει πώς γίνεται η αρπαγή, διότι δεν υπήρχε τρόπος να σκαρφαλώσει για να τα βουτήξει κάποιος χωρίς νʼ αφήνει το παραμικρό ίχνος στο διάβα του. Άρχισαν να παρακολουθούν τους σεσημασμένους, αλλά τίποτα, μέχρι που ένα πρωί πιάστηκε στα πράσα ο μάγκας. Μέσα σε ένα καλάθι έσερνε μαζί του μια… γάτα. Όταν εντόπιζε τον στόχο του, πέταγε τη γάτα στην κουβέρτα που κρεμόταν. Το τρομαγμένο ζώο πιανόταν με τα νύχια του πάνω της και, στην προσπάθειά του να ισορροπήσει, του κατέβαζε το… θήραμα στην αγκαλιά. Έφευγε τρεχάλα η γάτα, έβαζε ο λεβέντης τη συγκομιδή στο καλάθι και μην τον είδατε…».
Ο χαμογελαστός κύριος Γιάγκος συμπλήρωσε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ίσχυε το ρητόν «ούτε γάτα ούτε ζημιά» και η κυρία Αζίζα, που το βρήκε εξαιρετικά αστείο, άρχισε να χαχανίζει όπως συνήθως, γεγονός που εξενεύρισε το γρουσουζόμουτρο: «Είσαστε ζεβζέκηδες όλοι σας που, αντί να θαυμάσετε την εφευρετικότητα ενός φτωχοδιάβολου, ανταλλάσσετε ειρωνικές ματιές. Εμ, καλά κάνουνε και σας μπιστολάνε οι σημερινοί…».
Ο κύριος Λουκάς του ισογείου έσπευσε να παρέμβει για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και επιβεβαίωσε ότι την ιστορία αυτή την είχε κι ο ίδιος ακουστά, και πρέπει να συνέβη προπολεμικά σε κάποια από τις αστικές και αναπτυσσόμενες τότε συνοικίες, στο Παγκράτι ή ίσως στην Κυψέλη, προσθέτοντας πως πράγματι πριν από μερικά χρόνια, που δεν είναι τόσο παλιά, οι κάθε μορφής κακοποιοί δούλευαν πρώτα με το μυαλό και οι επινοήσεις τους ήσαν πράγματι άξιες θαυμασμού. Θα σας διηγηθώ επί τροχάδην μια ληστεία που συνέβη τα χρόνια εκείνα: Σʼ ένα κατάστημα με εκκλησιαστικά είδη παρά τη Μητρόπολη μπήκε ένας άψογα ντυμένος κύριος. Συστήθηκε στον μαγαζάτορα σαν ο κύριος Τάδες, πρόξενος στην Ουρουγουάη, και του έδωσε το επισκεπτήριό του γραμμένο ισπανικά με μπόλικους τίτλους. Κατόπιν εξήγησε πως τον άλλο μήνα ο αδελφός του θα χειροτονηθεί επίσκοπος Κεντρώας Αμερικής, και μια που βρίσκεται για υπηρεσιακούς λόγους εκείνος στην Αθήνα, ανέλαβε να φροντίσει την αρχιερατική του αμφίεση. Ζήτησε και είδε όλα τα σχετικά ιερά άμφια, τις μίτρες, τις ποιμαντορικές ράβδους και τέλος τα δακτυλίδια, και μάλιστα τα αξίας, με τʼ αληθινά διαμάντια, γιατί θα είναι το δώρο του προς τον άξιο αδελφό…
Μυρίστηκε παραδάκι τʼ αφεντικό κι άρχισε νʼ αραδιάζει τα σχετικά, που ήσαν όλα τόσο εντυπωσιακά, που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το καλύτερο. Και ξαφνικά βρήκε τη λύση. Θα πλήρωνε τώρα με μετρητά ό,τι αγόραζε, είπε, κι έπιασε το πορτοφόλι του. Θα τα συσκεύαζε το μαγαζί και θα τα έστελνε στο ξενοδοχείο του, αύριο όμως, επειδή μεθαύριο έφευγε με το υπερωκεάνιο «Ελλάς». Ζήτησε μόνον μια ασήμαντη χάρη από τον καταστηματάρχη. Καθώς έχει το ίδιο ανάστημα με τον μέλλοντα επίσκοπο, ας φορέσει τα άμφια για νʼ αποφασίσει τελικά ποιο από τα δύο θα διαλέξει. Έβγαλε ο μαγαζάτορας το σακάκι του, φόρεσε όλα τα σχετικά, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, έβαλε τη μίτρα στο κεφάλι, κράτησε την ποιμαντορική ράβδο και πήρε το ανάλογο ύφος. Και τότε με αστραπιαία κίνηση του αρπάζει το πορτοφόλι απʼ το σακάκι και το βαλιτσάκι με τα δαχτυλίδια απʼ τον πάγκο και το βάζει στα πόδια…
Και βλέπει ο κόσμος στην οδό Φιλοθέης έναν… ιεράρχη, με τη χρυσοποίκιλτή του αμφίεση και τη μίτρα, να κραδαίνει την «πατερίτσα του» και να κυνηγάει κάποιον φωνάζοντας:
«Πιάστε τον… Πιάστε τον… Κλέφτης…».


Σχολιάστε εδώ