Η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης
α. Ανιχνεύοντας τα αίτια της οδυνηρά βιούμενης μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας δεν θα περιοριστώ στην καταστατική βάση του πολιτικού μας συστήματος, όπως αυτή δημιουργήθηκε το 1975 απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και όπως τροποποιήθηκε απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1986.
Εκτιμώντας πως άλλες παράμετροι προσδιόρισαν ίσως και καθοριστικότερα την πολιτική μας ζωή προδιαγράφοντας την αρνητική έκβαση της Μεταπολίτευσης, θα αποπειραθώ να καταθέσω μια γενικότερη πολιτική ερμηνεία αυτής της έκβασης, που προφανώς και είναι πάνω από όλα αποτέλεσμα των κρίσιμων ελλειμμάτων ποιότητας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.
Η ερμηνευτική αφετηρία μου βρίσκεται στις ιδρυτικές ρυθμίσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είναι και ιδρυτικές της Γʼ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που τις διαπερνά, ως πολιτική φιλοσοφία και κανονιστική επιλογή, η λογική του «ελέγχου» της ελληνικής κοινωνίας με δημοκρατικά μέσα.
Με την πολύ ιδιαίτερη δομή και ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας, με θεσμικά αντίβαρα κορυφής, όπως οι «προνομίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, και όχι με ενίσχυση του ρόλου του Κοινοβουλίου και της ίδιας της κοινωνίας, θεμελιώνεται η περιοριστική, ελέγχουσα και ελεγχόμενη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης με προδιαγραφόμενη τη δυναμική της κομματοκρατικής και δικομματικής λειτουργίας της.
Η λογική δηλαδή του «ελέγχου» δεν συνδυάστηκε με δημοκρατικές εξισορροπήσεις ούτε διαμέσου του Κοινοβουλίου, που δεν του επιφυλάχτηκε ο πραγματικά υπέρτατος ρόλος του ως «ναού» της δημοκρατίας, ούτε διαμέσου της κοινωνίας, που περίπου της επιφυλάχτηκε, για να προσφύγω στην ορολογία του Γιώργου Κοντογιώργη, ρόλος συλλογικού ιδιώτη και όχι συλλογικού εντολέα.
Γι’ αυτό και μετέπεσε σε λογική ιδιοποίησης του κράτους απ’ τα δυο μεταπολιτευτικά κόμματα εξουσίας, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας την ελληνική κοινωνία σε ομηρία στο δικομματικό και κρατικό πλέγμα εξουσίας, όπου και η βαθύτερη ρίζα της μεταπολιτευτικής κακοδαιμονίας.
β. Η προϊούσα έκπτωσή της επιταχύνθηκε με την «πρωθυπουργο-κεντρική» τομή στο σύστημα εξουσίας Καραμανλή απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1986. Κι αυτό όχι με σχέση αιτίου-αποτελέσματος, αλλά σε συνδυασμό με τον εκφυλισμό της ίδιας της πολιτικής σε διαδικασία νομής της εξουσίας.
Αντί για μετάβαση στη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας μας ή, έστω, αντί για μια δημοκρατικότερη εξισορρόπηση στο σύστημα εξουσίας Καραμανλή με μετάθεση του κέντρου βάρους του στο Κοινοβούλιο και στην κοινωνία, οδηγηθήκαμε σε μια πολύ πιο συγκεντρωτική πολιτειακή συγκρότηση της εξουσίας, όπου όλα υποτάχθηκαν στον «ηγεμονικό» πρωθυπουργικό ρόλο.
Έτσι, καθώς και η Αριστερά… ήταν εκτός «παιδιάς», υποβοηθήθηκε η πλήρης μετεξέλιξη του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος σε σύστημα εξουσίας επί της κοινωνίας με αντιστροφή στη λογική λειτουργίας του (όχι το «σύστημα» για την κοινωνία αλλά η κοινωνία για το «σύστημα»). Για να καταστεί τελικά «εργαλείο» στη δικομματική διαχείριση και νομή της εξουσίας, χωρίς ουσιαστικά θεσμικά κλειδιά δημοκρατικών εξισορροπήσεων, λογοδοσίας και ελέγχου.
Με αυτή του όμως τη μετεξέλιξη άρχισε σταδιακά να κατέχει τους κατόχους του, υποτάσσοντάς τους δίκην αναγκαιότητας στη λογική λειτουργίας του ως όρου της διαχειριστικής τους εξουσίας. Όπως όλο και περισσότερο, που είναι και το μείζον, άρχισε να μετατοπίζεται εκτός του θεσμισμένου πολιτικού συστήματος το πραγματικό κέντρο εξουσίας της πολιτικής ζωής, προς την «υπερεξουσία» δηλαδή των ΜΜΕ και των άλλων διαπλεκομένων. Έτσι που τελικά αυτή η εξωθεσμική «υπερεξουσία» να κατέχει τους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα διαμέσου των κομμάτων εξουσίας να κατέχει το κράτος, όπου και οι απίθανες μεταξύ τους συμφύσεις. Κόμματα εξουσίας και κράτος να κατέχουν την κοινωνία, με αμοιβαίως διαβρωτικούς όρους ομηρίας (αμφίδρομα: απ’ την πολιτική της ενοχής στην κοινωνία της συνενοχής).
Τα σκάνδαλα, «πράσινα» και «γαλάζια», καθώς η διαφθορά έγινε το καύσιμο λειτουργίας του «συστήματος», φώτισαν το βάθος αυτής της μακάβριας πραγματικότητας, χωρίς όμως αφυπνιστική αντιμετώπισή της, οπότε μοιραία τα αδιέξοδά μας προσέλαβαν τις σημερινές εφιαλτικές τους διαστάσεις.
γ. Μια πληρέστερη ερμηνεία αυτής της πραγματικότητας θα απαιτούσε συνεξέταση πολλών συνάλληλων παραγόντων, όπως, για παράδειγμα, η πολιτιστική μετάλλαξη της ελληνικής μεταπολιτευτικής κοινωνίας, που είναι συνυφασμένη με την απότομη μετάβασή της στο καταναλωτικό μοντέλο και που αποτελεί το υπόστρωμα όλων των μορφών της γενικευμένης κρίσης της, μη εξαιρούμενης της οικονομικής.
Κάτι τέτοιο όμως θα υπερέβαινε τα όρια τούτης της θεώρησης. Γι’ αυτό, επανερχόμενος στο ερμηνευτικό πεδίο του πολιτικού συστήματος, θα αναφερθώ επιλεκτικά και κατ’ εξαίρεση στην πιο κρίσιμη ίσως διάσταση της κομματοκρατικής του λειτουργίας, εννοώ τη δικομματική του λειτουργία, της οποίας σκοπίμως κατά τη γνώμη μου αποσιωπάται ο στρατηγικός χαρακτήρας και η οποία κατά κύριο λόγο προδιέγραψε με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της τη χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης.
Γιατί ο «δικομματισμός» δεν είναι μια αθώα τεχνική εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία ως αποτέλεσμα μιας επίσης αθώας πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής, αλλά μια στρατηγικού χαρακτήρα λειτουργία, όπως έγκαιρα και στοχαστικά την ανέλυσε ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας λίγους μόνο μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας απ’ το ΠΑΣΟΚ.
Πρόκειται για τη σύγχρονη στρατηγική του αστισμού που, έστω και καθυστερημένα, εισάγεται και στην Ελλάδα για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στη βάση μιας κοινά αποδεκτής στρατηγικής νομιμότητας απ’ τα δυο εναλλασσόμενα κόμματα εξουσίας.
Όχι όμως μόνο εξαιτίας των οριακών της δυνατοτήτων ως διαχειριστικής, καθώς η διαχείριση της κρίσης συνεπάγεται την κρίση της διαχείρισης και τον φαύλο κύκλο των οξύνσεών της, αλλά και εξαιτίας της συγκεκριμένης εφαρμογής της, αν όχι κυρίως εξ αυτής, καθότι είχαμε εναλλαγή όλο και πιο άγριων νομέων της εξουσίας, η ελληνική εκδοχή της δικομματικής στρατηγικής απέβη τελικά μέγγενη της πολιτικής μας ζωής. Κάτι σαν «Σκύλλα» και «Χάρυβδη», όπου η «Σκύλλα»… λογοδοτεί στη «Χάρυβδη» και τανάπαλιν.
δ. Τούτων δοθέντων, είναι αυτονόητο γιατί ο Σημίτης δεν απετόλμησε τον υπεσχημένο εκσυγχρονισμό του, μεταθέτοντας τα διαχειριστικά φορτία στον επόμενο, όπως παρομοίως είναι αυτονόητο γιατί ο επίγονος Καραμανλής επίσης δεν απετόλμησε τη σύγκρουση με τους «νταβατζήδες» και την «υπερεξουσία» τους, μεταθέτοντας τα ακόμα μεγαλύτερα διαχειριστικά φορτία στον έτερο επίγονο, τον Παπανδρέου, που είναι καταδικασμένος να διαχειριστεί υπό ταπεινωτική «ευρωπαϊκή» κηδεμονία τον εφιαλτικό κίνδυνο της οικονομικής μας χρεοκοπίας, για τον οποίο έχει και αυτός, ως μόνιμος και υψηλός πολιτικός αξιωματούχος της Μεταπολίτευσης, το δικό του μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Μη έχοντας περιθώριο να κρίνω την ως τώρα διακυβέρνησή του και προσπερνώντας τόσο τον σκεπτικισμό μου για τα μετέωρα βήματά του στην αντιμετώπιση της πνιγηρής οικονομικής κρίσης όσο και τα ερωτήματά μου για το τι μέλλει γενέσθαι στα εθνικά μας θέματα αλλά και στην εθνική μας παιδεία, θα σημειώσω πολύ ενδεικτικά πως, με εξαντλημένη πια τη Μεταπολίτευση, απαιτείται ριζική αναθεμελίωση του πολιτικού συστήματος με κύρια στόχευση:
1ον την «απελευθέρωση» της κοινωνίας απ’ το κράτος και του κράτους απ’ τα κόμματα εξουσίας
2ον την αποκατάσταση της λογικής λειτουργίας του (κόμματα και κράτος δηλαδή να υπηρετούν την κοινωνία) και τη θεσμική εξισορρόπηση στη σχέση εκτελεστικής εξουσίας – Κοινοβουλίου – κοινωνίας, με μετάθεση του κέντρου βάρους στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία και 3ον την «απελευθέρωση» του ίδιου του πολιτικού συστήματος αλλά και της ελληνικής κοινωνίας απ’ την επικυρίαρχη εξωθεσμική «υπερεξουσία» των ΜΜΕ και των άλλων διαπλεκομένων.
…Που σημαίνει πως απαιτείται συναγερμός για να αλλάξουμε εθνική ρότα και να ξαναχτίσουμε απ’ την αρχή και το πολιτικό μας σύστημα στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Έστω κοντά στα διακόσια χρόνια απ’ την εθνική μας απελευθέρωση… να αποφασίσουμε να γίνουμε σοβαρή Πολιτεία και σοβαρή κοινωνία.