ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ «ΜΠΡΙΛ-ΚΡΙΜ!»

Μπορεί στις δεκαετίες μέχρι τις μεταπολιτευτικές να νομίζαμε ότι μάθαμε πολλά, στην ουσία όμως παραμείναμε ελαφρώς ανυποψίαστοι. Με μια πληροφόρηση φιλτραρισμένη μέσα από φακούς που τα εσωτερικά τους κρύσταλλα είχαν σκόπιμα διαταραχτεί από επιδέξιους «οπτικούς», για να βλέπουμε τα γεγονότα και τις καταστάσεις όπως αυτοί τα μαγείρευαν για να σχηματίζουμε τις εικόνες που τους εξυπηρετούσαν.

Από τις εφημερίδες οι προοδευτικότερες σχολίαζαν ακροθιγώς με λέξεις και φράσεις από τις οποίες ο αναγνώστης έπρεπε να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Οι άλλες, οι συντηρητικές και οι συμπορευόμενες, είχαν απλώς μια σκέτη αναφορά, τέτοια που να θυμίζει πολλές φορές ιατρικό ανακοινωθέν ιατρικού συμβουλίου για προαποφασισμένο θάνατο, προσθέτοντας όμως και καθησυχαστικά ότι «η κατάσταση ελέγχεται». Και η πληροφόρησή μας συμπληρωνόταν από ένα και μοναδικό κρατικό ραδιόφωνο, προσέχοντας στις ειδήσεις μήπως ακουστεί ένα «και» λιγότερο ή καμία παύση μεγαλύτερη και μια τέτοια ύποπτη «σιωπή», μεγαλύτερη από όσο χρειάζεται μια φυσιολογική ανάσα, οδηγήσει τον ακροατή σε ανεπιθύμητα υπονοούμενα!
Η ανάγνωση της «Ελευθερίας» του Κόκκα, του «Φιλελεύθερου» και της «Αθηναϊκής» μέσα στα τρόλεϊ και τα λεωφορεία προκαλούσε πολλές φορές τις λοξές ματιές των φανατικών, σε αντίθεση με την «Καθημερινή», την «Ακρόπολη» και το «Εμπρός» που ήταν οι εφημερίδες των «υγιώς σκεπτόμενων Ελλήνων» και μπορούσες να τις διαβάσεις ανοιγμένες διάπλατα στη μέση του δρόμου! Από την άλλη, υπήρχαν και εκείνοι οι ραδιοθάλαμοι του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, που με τόση ρομαντική διάθεση αναφέρονται σήμερα στα επετειακά αφιερώματα και στις αναμνηστικές επιφυλλίδες. Μπορεί το μελίσσι των καλλιτεχνών να έτρεχαν στους διαδρόμους και στα στούντιο για το ψυχαγωγικό τους παρόν, συγχρόνως όμως μπορούσες να πέσεις και σε ένα ολόκληρο σμήνος από ρουφιάνους, χαφιέδες και παρατρεχάμενους της Ασφάλειας και κυβερνητικούς τεμπελχανάριους, έτοιμους να σε καρφώσουν και να σε κόψουν επειδή νόμιζαν ότι τους στραβοκοίταξες ή γιατί τους πέρασε η ιδέα ότι μπήκες εκεί μέσα για να τοποθετήσεις ωρολογιακή βόμβα, σταλμένος απευθείας από τη Μόσχα ή σαν βρικολακιασμένο κατάλοιπο του Άρη Βελουχιώτη. Και πάντα κάτω από την αυστηρή παρακολούθηση του κοντόφθαλμου αστυνομικού άρχοντα Ρακιτζή, αντίστοιχου του Ιαβέρη του Βίκτωρος Ουγκό, εκ των «Αθλίων» ωσαύτως σε μια ατμόσφαιρα αθλιοτάτης Δημοκρατίας, πλην «Βασιλευομένης» όμως για να κάνουμε και τη φιγούρα μας, έχοντας και ένα ολυμπιονίκη ιστιοφόρο διάδοχο, που λόγω του μεγάλου «πάρε-δώσε» που είχε με τη θάλασσα γενικώς, τελικά τα θαλάσσωσε και ησυχάσαμε από δαύτον.
Άλλη ενημέρωση δεν υπήρχε, αφού και στα βιβλιοπωλεία οι εκδόσεις ήταν κοντρολαρισμένες, εκτός αν καταφεύγαμε στα υπαίθρια παλαιοπωλεία της οδού Ασκληπιού για να ξετρυπώσουμε κανένα απαγορευμένο, πάντα όμως με τον κίνδυνο να μας δει με κανένα βιβλίο στο χέρι ο περιφερόμενος «καρφής» για να βγάλει το συνηθισμένο του πόρισμα «διαβάζει; Άρα κουμούνι»! Ενώ εμείς καταφεύγαμε στο καμουφλάρισμα του απαγορευμένου κρατώντας από πάνω τη «Μάσκα» του Μαγκανάρη ή τον «Θησαυρό» με τις γελοιογραφίες της Χοντρής και του Ζαχαρία.
Με το ξεκίνημα όμως της δεκαετίας του ’60, η κατάσταση άρχισε κάπως να αλλάζει. Ήταν και τα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ που άρχισαν να έρχονται, δηλαδή «ταΐστε τους πεινάλες για να τους έχουμε περισσότερο του χεριού μας» και τα πρώτα τετρακόσια εκατομμύρια δολάρια, που κι αυτά έπρεπε να τα μοιραστούμε με την Τουρκία, η οποία ούτε ντουφεκιά για κότσυφα δεν έριξε στον πόλεμο, χωρίς κανένας να μας το εξηγήσει γιατί πήρε και τα περισσότερα. Αλλά αυτό είναι κάτι που κανένας δεν μπήκε στον κόπο να μας το εξηγήσει. Μάλλον θα τους διέφυγε, εκτός αν η αιτία για την οικονομική ενίσχυση στην Τουρκία οφειλόταν στο ότι οι γείτονες βγάζουν καλύτερη παπαρούνα…
Εμείς όμως ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε στα χέρια μας τόσο χρήμα και μάλιστα σαν «βοήθεια» χωρίς κανένας να μας ενημερώσει για τους τόκους και τα πανωτόκια που μέχρι σήμερα τα πληρώνουμε. Χρήμα ζωντανό που να καίει, ενώ μέχρι τότε τη βγάζαμε με σπόρια, με σούπες και κονσέρβες και με τα αποφόρια που μας έστελνε η UNRA για να σκεπάσουμε τη γύμνια μας και να ψευτοχορτάσουμε την πείνα μας. Χωρίς να καταλαβαίνουμε ακόμα ότι οι τόκοι δεν πληρώνονται πάντα με χρήμα, αλλά και με εξαρτήσεις, παραχωρήσεις, ελαστικές συνειδήσεις και με συμπεριφορές Χατζηαβάτη στους καινούργιους πασάδες, που αντί για σαρίκια φορούσαν καουμπόικες καπελαδούρες και στα χέρια κρατούσαν λάσο.
Έτσι, μ’ εκείνα τα θαυματουργά δολάρια του Μάρσαλ του αείφτυστου, μάθαμε τα κόλπα και τους μηχανισμούς ώστε να κλέβουμε τα περισσότερα και να ξοδεύουμε τα λιγότερα για να ξαναφτιάξουμε κανένα δρόμο και γκρεμισμένο γεφύρι και από πρώην κατσικοκλέφτες να γίνουμε λαμόγια του κερατά μέχρι να κλεβόμαστε και μεταξύ μας. Και το χειρότερο, κάνοντας και τα παιδιά μας με τις οδηγίες του Χόλιγουντ, τους δίσκους του τζουγκ μποξ και τις κάθε είδους αμερικανιές να γίνουν «αμερικανάκια» τρίτης κατηγορίας.
Ένα είδος πολύ χρήσιμου φροντιστηρίου ανωτέρων σπουδών εφαρμοσμένης και διαπλεκόμενης λωποδυσίας, που θα το εφαρμόζαμε, περισσότερο οργανωμένα και θεοδικά, όταν θα μπαίναμε κάποια ευλογημένη ώρα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, για να φτάσουμε στο σημείο, σήμερα, οι εκλεκτοί μας εταίροι να μας δείχνουν την πόρτα και η φράου Μέρκελ, αντί να μας στείλει μερικά από τα οφειλόμενα, να μας γυρίζει και την πλάτη με ένα «πριτς που θα σας βοηθήσουμε».
Ήταν τότε που μας είχαν έρθει και τα μεγάλα αφεντικά και οι κηδεμόνες μας, ο στρατηγός Βαν Φλιτ (άλλο το εντομοκτόνο φλιτ, εκείνος ήταν κτόνος χειρότερος), ήταν κι ο πρέσβης ο Πιουριφόι ο πουκαμισάκιας, ήταν και ο Έκτος Αμερικανικός Στόλος και είδαν ζωντανό δολάριο όλη η Τρούμπα και οι πέριξ περιοχές. Κι από τότε μάθαμε να λέμε «γιες μπος», μια και η βρετανική αυτοκρατορία είχε πάρει την κάτω βόλτα και είχαμε σβήσει από τις υποχρεώσεις μας το «γιες σερ». Δυστυχώς η αμερικανική πρεσβεία δεν είχε χτιστεί ακόμα και αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που δεν κάναμε πορείες διαμαρτυρίες, επειδή δεν είχαμε ακόμα καθορισμένο σημείο κατάληξης.
Γενικά από τότε «αμερικανιστήκαμε» και η ρεκλάμα που δεν έλειπε από καμία εφημερίδα ήταν το σκίτσο ενός που έτρεχε αλλόφρων, ενώ δύο που τον έβλεπαν ρωτούσε ο ένας τον άλλον:
– «Γιατί τρέχει;»
– «Ξέχασε να βάλει Μπριλ – Κριμ!»
Αφού είχαμε τραβήξει τα μαλλιά μας από τα όσα είδαμε κι από τα όσα πάθαμε, βρεθήκαμε ξαφνικά στην εποχή της αμερικανικής μπριγιαντίνης για να τα ξαναχτενίσουμε.
Αυτά τα ολίγα για σήμερα περί της νεοελληνικής ιστορίας για να μαθαίνουν οι νεότεροι, γιατί από το σχολείο δεν το βλέπω να μαθαίνουν περισσότερα και για να τα θυμούνται οι παλιότεροι, πριν εμφανιστεί καμία άλλη κυρία Δραγώνα και εκτός από τουρκόσπορους μας βγάλει πως είμαστε και ό,τι άλλο χειρότερο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

ΦΟΡΤΣΑ… ΒΟΥΤΣΑΛΙΑ!

Πριν από λίγες ημέρες σε ένα από τα «πρωινάδικα» της τηλεόρασης, έβλεπα τον Κώστα Βουτσά να μιλάει για τις θεατρικές και τις κινηματογραφικές του υποχρεώσεις. Όχι μόνο για τις τρέχουσες, αλλά και για τις μελλοντικές του. Για τη συνεργασία του με τη Μιμή Ντενίση στο «Άνθος του κακού» που τελειώνει την Κυριακή των Βαΐων. Για μια νέα ταινία που γυρίζει και μάλιστα σε ένα ρόλο εντελώς διαφορετικό από αυτούς που μας έχει συνηθίσει.
Ετοιμάζεται για αριστοφανικές εμφανίσεις στην Επίδαυρο το ερχόμενο καλοκαίρι και χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει για τις δουλειές που τον περιμένουν τον επόμενο χειμώνα. Και όπως τον έβλεπα, έτσι πρωινό πρωινό και κεφάτο όπως τον ήξερα πάντα, με το μάτι του να παίζει βλέποντας τη νόστιμη παρουσιάστρια, έτοιμος να της πει «έχουμε και κότερο», κομψός και καλοβαλμένος με τα πλεονάζοντα κιλά του και το άβαφτο άσπρο μαλλί του, στοιχείο γοητείας κι αυτό, και έκανα το λογαριασμό ρίχνοντας και μια ματιά στο ρολόι. Ήταν 10 το πρωί. Δηλαδή τι ώρα σηκώθηκε ο αθεόφοβος για να είναι εγκαίρως στο στούντιο που τον περίμεναν; Αδύνατον να σηκώθηκε αργότερα από τις 7 το πρωί.
Και άντε να κάνει το μπάνιο του, άντε και να ξυριστεί, άντε να πιει και έναν καφέ στα όρθια, άντε να ντυθεί και άντε να φτάσει εγκαίρως στην εκπομπή μέσα στο απίθανο κυκλοφοριακό της Αθήνας. Και όλα αυτά με ύπνο όχι μεγαλύτερο από τις 5 ώρες, αν λογαριάσουμε και ένα φαΐ σε κάποια ταβέρνα μετά την παράσταση σύμφωνα με τη θεατρική μεταμεσονύχτια συνήθεια, της οποίας φανατικός οπαδός ήταν πάντα στο απαραίτητο καλλιτεχνικό χαζοξενύχτι, κάποτε στη Φωκίωνος Νέγρη, τώρα οπουδήποτε αλλού.
«Μπράβο, βρε Κώστα και χαρά στο κουράγιο σου, ίδιος όπως σε θυμάμαι, πριν… άντε και να μην πω πόσα χρόνια». Και θυμήθηκα δύο (από τα πολλά) χαρακτηριστικά που τον αφορούν, και χωρίς να ξαναθυμίσω ότι η πρώτη μας γνωριμία έγινε όταν μου τον έφερε ο Άλκης Στέας, τον καιρό που έκανα τη θητεία μου στο Γ’ Σώμα Στρατού και έγραφα, κάθε εβδομάδα, από μια κωμωδία της μίας ώρας για τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης. Από τότε φίλοι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 κατέβηκε στην Αθήνα για να πάρει την άδεια άσκησης επαγγέλματος ηθοποιού και προσπάθησα με τις κάποιες γνωριμίες που είχα να τον βοηθήσω, θυμάμαι τον Κώστα Μουσούρη, που ήταν και πρόεδρος της Επιτροπής, που μου είπε: «Εντάξει, τον περάσαμε το νεαρό, αλλά πες του να βρει καμία άλλη δουλειά γιατί σαν ηθοποιός δεν τον βλέπω να κάνει τίποτα. Και το χειρότερο, βρε παιδί μου, δεν μιλάει καθαρά».
Ήταν η εποχή που η ορθοφωνία αποτελούσε το πιο μεγάλο προσόν για έναν ηθοποιό, αντίθετα με σήμερα που οι περισσότεροι δεν μπορούν να πουν καθαρά ούτε την «καλημέρα» και να ‘ναι καλά η άδεια που καταργήθηκε και οι πόρτες άνοιξαν.
Και το δεύτερο που ξαναθυμήθηκα και ελαφρώς μακάβριο, όταν έγραφα την κωμωδία «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» για να το ανεβάσουν στο θέατρο με τον Κώστα, τη Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο που ήταν συγχρόνως και ο θεατρικός επιχειρηματίας. Τότε ο Βουτσάς είχε μια περιπέτεια με την υγεία του, συγκεκριμένα με το αναπνευστικό του και ο Ρίζος, πάντα προνοητικός, με πιάνει και μου λέει «μην τον παραφορτώνεις τον Κώστα, μαλακά γράφ’ του το ρόλο, μη μας μείνει στη μέση του χειμώνα». Με τις ίδιες ανησυχίες ήταν και ο Κώστας ο Καραγιάννης, που το έκανε μετά και ταινία, όταν το έγραφα και σενάριο «τελείωνέ το γρήγορα και τα εξωτερικά όχι της πολύ ταλαιπωρίας, μη μας μείνει ο Βουτσάς στα μισά του γυρίσματος». Και για περισσότερη σιγουριά, από ό,τι θυμάμαι, τα πρώτα που γύρισε ήταν η αρχή του έργου και το… φινάλε, έτσι ώστε στην περίπτωση που συνέβαινε το ανεπιθύμητο, ο σεναριογράφος θα είχε την υποχρέωση να καλύψει τα κενά… κουβεντιαστά!
Ευτυχώς έχουν περάσει κοντά 40 χρόνια από τότε και ενώ οι τρεις «προφήτες» (Μουσούρης, Καραγιάννης και Ρίζος) είναι από καιρό μακαρίτες, ο «επικίνδυνος» έκανε στο μεταξύ τρεις γάμους (επισήμους) και αδύνατον να θυμηθώ και πόσες ταινίες. Και κάθε φορά που τους θυμόμαστε λέμε και οι δύο μας «Θεός σχωρέσ’ τους, αλλά από προβλέψεις καλύτερα να μην είχαν μιλήσει».
Και κάτι ακόμα σχετικό, μια και το έφερε η κουβέντα, παίζεται στην τηλεόραση ένα παιχνίδι, το «Φάτους όλους», όπου μπαίνει κάθε φορά μια ερώτηση που πρέπει να απαντήσουν 101 προσκεκλημένοι και όποιος δεν ξέρει την απάντηση βγαίνει από το παιχνίδι. Προ ημερών η ερώτηση ήταν «σε ποια ελληνική ταινία ο Κώστας Βουτσάς λεγόταν Ελευθερουδάκης» και δεν βρέθηκε ούτε ένας που να μην το ξέρει. Και οι 101 απάντησαν «στο «Δάσκαλο που ήταν λεβεντιά» και αν αυτό δεν λέγεται «απόλυτη αυτοδυναμία», πώς αλλιώς να την πούμε;
Τέτοια αποδοχή δεν την είχε το 1974 ούτε ο Καραμανλής, για τον μπάρμπα λέω…
«Φόρτσα Ιτάλια» λέει ο Μπερλουσκόνι στα δικά του χωράφια. Γιατί με τη σειρά μας να μη λέμε κι εμείς… «Φόρτσα Βουτσάλια»;
Και να ‘σαι πάντα καλά «δασκαλάκο μου, λεβεντιά μου»…
Γ. Λ.


Σχολιάστε εδώ