Μ ια Φορά Και Έναν Καιρό

Υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες, πες καλύτερα δυναστείες, που παράγουν π.χ. μόνον γιατρούς, νομικούς, μεγαλομπακάληδες ή καλλιτέχνες, δηλαδή ανθρώπους με «κλίσεις» που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, χωρίς κανένας να διανοηθεί να κατηγορήσει κάποιον κακοκέφαλο επειδή συνθέτει όπερες ή ρέπει στο κυνήγι του ποδόγυρου και σε άλλες επιπολαιότητες. Το σόι του Θέμη έβγαζε τζογαδόρους. Αλλά το κακό με δαύτους ήτανε πως δεν φτουρούσανε και ήσαν στο «άθλημα» δεύτερης κατηγορίας, να πούμε. Δεν ξημεροβραδιάζονταν στις λέσχες ή στα καζίνα ούτε σπαταλούσαν τα πενιχρά τους εισοδήματα στον βωμό της θεάς Τύχης, που είναι στραβή, θεόστραβη η άτιμη, γιατί αν είχε μάτια κι έβλεπε, θ’ αντιλαμβανόταν πόσο αφοσιωμένοι θεράποντές της ήσαν και θα τους χάριζε αν όχι τη μεγάλη της εύνοια, τουλάχιστον ένα γλυκό μειδίαμα, να γελάσει λιγάκι κι αυτωνώνε το χειλάκι. Τίποτα. Τίποτα η άτιμη, η σακαφιόρα όπως την αποκαλούσε ο Θέμης, που καταβρόχθιζε ο καταπιώνας της τον οβολό τους σαν να τους έλεγε: «Τζάμπα με κυνηγάτε». Και όσο εκείνοι την καταδίωκαν, τόσο τους ξεγλιστρούσε. Ο Θέμης όμως πρέσβευε πως «λέγε, λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει» και πως στο τέλος θα υπέκυπτε αναγκαστικά απ’ τη στενή του πολιορκία. Δυστυχώς η θεωρία του βρήκε εφαρμογή μόνο στην κουμπάρα του την Αντριάνα που εξίσου πολιορκούσε και όχι στην απρόσιτη Τύχη που δεν αποκλείεται να τον σκυλοβαρέθηκε και να ήταν εκείνη που υποκίνησε την Αντριάνα να ενδώσει κι επομένως καθάρισε με ξένα κόλλυβα που λένε, χαρακτηρίζοντάς τον και ταμαχιάρη που δεν χορταίνει με τίποτα.
Σαν όλους τους θιασώτες τυχερών παιχνιδιών ήταν φοβερά προληπτικός και συνεχώς επινοούσε τρόπους για να ξορκίσει την γκίνια από το τραπέζι της χαρτοπαιξίας και κυρίως ν’ αποκλείσει πως κάποιο «κακό μάτι» θα τον οδηγήσει στον όλεθρο. Ταυτόχρονα, ακολουθώντας κατά γράμμα το «συν Αθηνά και χείρα κίνει», δεν επαφίετο στα γούστα της ειμαρμένης, αλλά τη θωράκιζε με επιστημοσύνη. Στα διάφορα επίσημα τυχερά παιχνίδια, όπως στο ΛΟΤΤΟ, Τζόκερ κ.λπ., ενίσχυε την έμπνευση και έπαιζε επιστημονικά, έχοντας συντάξει πίνακες με αριθμούς που απέκλειε να βγουν από τη κληρωτίδα, ώστε να μην τους ποντάρει σαν ηλίθιος. Δικαιωνόταν μερικώς, διότι όσους απέκλεισε να βγουν πράγματι δεν βγήκαν, όπως δεν βγήκαν κι εκείνοι που θα έβγαιναν νομοτελειακά… Εκεί που κυριολεκτικά χρησιμοποιούσε όλη την έμφυτή του ευφυΐα ήταν η προσπάθειά του ν’ αποκωδικοποιήσει τα άλογα που θα κέρδιζαν στις ιπποδρομίες και τους συνδυασμούς που θα σχημάτιζαν το δίδυμο και το σύνθετο. Αγόραζε τα σχετικά βιβλιαράκια με το πρόγραμμα, όπου σε κάθε κούρσα, εκτός του αριθμού που έφερε το άλογο επάνω του, υπήρχε στ’ αριστερά της σελίδας και ένας αριθμός που υποδήλωνε τη θέση του στη σειρά εκκινήσεως. Ο Θέμης πίστευε ακράδαντα πως με το νούμερο αυτό ειδοποιούντο οι «δικοί τους» τι να ποντάρουν για να κερδίσουν, διότι ακράδαντα επίσης πίστευε -όπως και οι λοιποί παίκτες άλλωστε- πως πίσω από κάθε ιπποδρομία υπήρχε μια μεγάλη κομπίνα στην οποία συμμετείχαν η εταιρεία, οι προπονητές, οι αναβάτες, οι ιδιοκτήτες, οι σταβλίτες κι όλοι οι εκλεκτοί του κύκλου τους που θα εκαρπούντο τις αποδόσεις του στοιχήματος. Έκανε προσθαφαιρέσεις, πολλαπλασίαζε ημερομηνίες, διαιρούσε με τον αριθμό που άρχιζε το επώνυμο κάποιου συντελεστού και με μύριους άλλους υπολογισμούς προέβλεπε το σίγουρο γκανιάν. Δυστυχώς όμως οι διοργανωταί ήσαν τόσο σατανικοί, που όσ’ ακλόνητα προγνωστικά κι αν έβγαζε, αυτοί ξεγλίστραγαν μέσα από τα χέρια του. Ίσως να τον κατασκόπευαν και φυλάγονταν. Έπαιζε και ποκίτσα με τις συνηθισμένες του παρέες, ένα ψιλό καθώς έλεγε για να περνά η ώρα, πότε σπίτι του και πότε στα σπίτια φιλικών του προσώπων. Εκεί κάπως τα κατάφερνε, αλλά και πάλι στον τελικό απολογισμό, στα συν και στα πλην, πάντα ήταν στο πλην… Ποτέ λεφτά στα χέρια του δεν στέριωσαν, είτε γιατί κάποιος χαμένος ζήταγε δανεικά και την άλλη μέρα τα πάτσιζε είτε γιατί υπήρχε ένας απλήρωτος λογαριασμός και τα καχεκτικά κέρδη του όδευαν κατευθείαν στο ταμείο κάποιου οργανισμού κοινής ωφελείας… Μερικοί στα σπίτια τους βγάζαν «πιατάκι» όπως κομψά αποκαλούσαν την γκανιότα. Αφαιρούσανε λεφτά από το «ποτ» για τα έξοδα της χαρτοπαιξίας, δηλαδή για το νεροζούμι τον καφέ που σερβίριζε μουρμουρίζοντας η σπιτονοικοκυρά, ξενυχτώντας μέσα σε ντουμάνι από τσιγάρα. Ο Θέμης ουδέποτε καταδέχτηκε να κάνει σπίτι του κάτι ανάλογο. «Τέτοιες αναξιοπρέπειες», εδήλωνε, «εγώ δεν τις κάνω». Μόνον όταν υπήρχαν χοντρά χτυπήματα και σχηματιζόταν μεγάλο κόλπο, έπαιρνε ένα ποσόν από μέσα πριν τελειώσει ο… αλληλοσπαραγμός και φώναζε τον διάδοχό του: «Έλα Αντώνη. Πάρε αυτά να πας σινεμά», και τον χαρτζιλίκωνε… Εάν το παιχνίδι συνεχιζόταν στον ίδιο ρυθμό, μια δεύτερη αφαίμαξη γινόταν για τη γυναικούλα του. Βέβαια οι συμπαίκτες του δυσανασχετούσαν και γρύλιζαν, αλλά δεν λέγανε τίποτα για να μην προσβάλουν το φιλόξενο σπίτι.
Καθώς η ώρα περνούσε όμως και ο Θέμης τάπωνε, ανακαλούσε από την… εφεδρεία τον υιόν του, με μια προσφώνηση που έσταζε σκέτο σορόπι: «Αντώνη…».
Επειδή ετύγχανε ολίγον βαρήκοος σ’ αυτές τις περατώσεις ο Αντώνης και δεν άκουγε την πρόσκληση, έσπευδε η μητέρα του να βοηθήσει: «Πήγαινε Αντώνη, σε φωνάζει ο μπαμπάς…». Και τότε, σαν από μια μεταφυσική διαίσθηση, έβαζε τα κλάματα ο μικρός: «Όχι ρε μπαμπά, δεν στα δίνω. Είπες να πάω στον σινεμά». Τελικά προσήρχετο κλαψουρίζοντας, ο πατήρ έκανε ανθράκευση καινούργιας κάβας και συνέχιζε να… ταπώνει, οπότε ερχόταν η σειρά της συζύγου να καταθέσει τα τραπεζογραμμάτια που δεν πρόλαβαν να ζεσταθούν στον κόρφο της.
Κάποτε αποφάσισε η Τύχη να κάνει την πλάκα της μαζί του. Βρισκόταν στο καζίνο και έπαιζε τα φαβορί του νούμερα, αλλά τζίφος. Από το κεφάλαιό του απέμεναν μόνον δυo-τρία ερυθρά εκατοντάδραχμα απαραίτητα για να επιστρέψει οίκαδε. Περίλυπος και απογοητευμένος σταμάτησε να παίζει και, λόγω ανωτέρας και πιεστικής βίας, επισκέφθηκε πριν φύγει την τουαλέτα του ιδρύματος. Αίφνης, του ήρθε η έμπνευση να ποντάρει έναν αριθμό, και για να μη χάσει την μπίλια, διέκοψε τον ρου των… γεγονότων και με «νοτισμένα» χέρια, αφού δεν προλάβαινε να τα πλύνει, έτρεξε και τοποθέτησε το κατοστάρικό του. Και το θαύμα έγινε. Ο αριθμός βγήκε. Τα λεφτά τα άφησε για ρεπετισιόν και έγινε η επανάληψη. Ύστερα έπαιξε τα διπλανά και πάλι κέρδισε. Σε λίγη ώρα ρεφάρισε και κέρδιζε από πάνω. Ήτανε φως φανάρι. Τα άπλυτά του χέρια αποτελούσαν το ακατανίκητό του γούρι. Νωρίς νωρίς την άλλη μέρα τράβηξε για το καζίνο. Πήγε στο χθεσινό τραπέζι, πήρε μάρκες και πριν την πρώτη μπίλια, τράβηξε στην τουαλέτα «προς νερού του» που άφησε να ρέει άφθονο στις… παλάμες του. Τις στέγνωσε φυσώντας τες και γεμάτος αυτοπεποίθηση τράβηξε για τη δόξα…
Η βραδιά έκλεισε με δύο απορίες. Του κρουπιέρη: «Τι διάτανο έχουνε αυτές οι υγρούτσικες μάρκες που κολλάνε και βρωμάνε…». Και του Θέμη: «Τι έφταιξε κι έχασα απόψε;».


Σχολιάστε εδώ