Μέτρα-ομολογία κοινωνικής αδικίας

Κατά τρόπο επιτακτικό, Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποδεικνύουν στην κυβέρνηση να περικόψει τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων. Αρχικά ετέθη το θέμα της καταργήσεως του 14ου μισθού προκειμένου να μειωθεί φέτος το έλλειμμα κατά τέσσερις μονάδες. Η κυβέρνηση έκρινε ότι ήταν καλύτερα να στραφεί στην αναζήτηση του αναγκαιούντος ποσού μέσω περικοπής των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων. Όμως για να συμβεί αυτό θα έπρεπε τα επιδόματα να μειωθούν κατά 15%, ώστε να επιτευχθεί το ζητούμενο από τις Βρυξέλλες, δηλαδή πραγματική μείωση των αποδοχών κατά 7%, ενώ η κυβερνητική θέση έδινε μείωση σχεδόν στο μισό της ζητουμένης. Το υπόλοιπο θα αναζητηθεί πιθανότατα με αύξηση του ΦΠΑ.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε την περασμένη εβδομάδα η συζήτηση Βρυξελλών – κυβερνήσεως. Και ετέθη αυτό ακριβώς το πλαίσιο γιατί οι Βρυξέλλες θεωρούν αναξιόπιστο το Πρόγραμμα Σταθερότητος που υπέβαλε η κυβέρνηση, ειδικότερα κατά το σκέλος της συλλήψεως μέρους της φοροδιαφυγής. Αλλά και η κυβέρνηση, όσο συζητεί, προβληματίζεται και δρα στο πλαίσιο αυτό, ομολογεί εμπράκτως ότι όσα λέγει περί «πατάξεως της φοροδιαφυγής» είναι λόγια κενά περιεχομένου.
Μπορεί πριν από τις εκλογές ο κ. Γ. Παπανδρέου να διαβεβαίωνε ότι «υπάρχουν χρήματα», υποδεικνύοντας την τεράστια φοροδιαφυγή. Θυμίζουμε ότι… εντελώς συμπτωματικά ακριβώς αυτό έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου τις παραμονές του θριάμβου του τον Οκτώβριο του 1981. Η φοροδιαφυγή όμως δεν μειώθηκε. Αντίθετα, θέριεψε η παραοικονομία. Αυτό δυστυχώς δεν είναι παρελθόν, αλλά η καρδιά του προβληματικού παρόντος μας, που έχει δεσμεύσει το μέλλον των εγγονών μας πλέον και όχι μόνο των παιδιών μας. Γιατί, αν πλήρωναν όλοι τον φόρο που τους αναλογεί, το έλλειμμα δεν θα βρισκόταν εκεί που πήγε με τη διεθνή κρίση και τη συνακόλουθη κερδοσκοπία, διεθνή και ημεδαπή. Αλλά όταν μια κυβέρνηση, όπως η σημερινή, ομολογεί τη διαχρονική παθογένεια της οικονομίας μας -και της κοινωνίας μας- ομολογεί στην ουσία ότι δεν μπορεί να συλλάβει μέρος έστω της μέσω παραοικονομίας διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης, γιατί δεν διαθέτει και δεν μπορεί να συγκροτήσει αξιόπιστο ελεγκτικό μηχανισμό.
Συνηθίζουμε να λέμε γενικώς και αορίστως ότι ο έλληνας φορολογούμενος «δεν έχει φορολογική συνείδηση», εξαιρουμένων πάντοτε των μισθωτών και των συνταξιούχων. Πώς αποκτήθηκε η φορολογική συνείδηση στους εταίρους μας στην ΟΝΕ και εκτός αυτής; Εκεί κανείς δεν διανοείται να κρύψει εισοδήματα και να μην καταβάλει τον φόρο του. Εκεί δεν «προκηρύσσονται» σε «εσωτερικό» πλειοδοτικό διαγωνισμό «χρυσοφόρες» εφορίες και τελωνεία. Εκεί δεν υπάρχουν «ταρίφες» γνωστές σε όλους για την «τακτοποίηση» υποθέσεων, αλλά κάθε φορολογούμενος τελεί υπό αυστηρότατο έλεγχο, με εξουθενωτικές συνέπειες για κάθε παραβάτη, χωρίς καμία υπόνοια δυνατότητος άνομης συναλλαγής. Και αν τυχόν συμβεί αυτό, οι συνέπειες είναι ακόμη δραστικότερες και γίνονται παράδειγμα προς αποφυγήν.
Από την πολυσήμαντη συνέντευξη του κ. Βγενόπουλου στον κ. Νίκο Χατζηνικολάου οι πάντες συγκράτησαν δύο τουλάχιστον αποστροφές: Πρώτον, ότι και οι έχοντες πρέπει να πληρώσουν, κατά την πραγματική τους δυνατότητα. Και, δεύτερον, ότι για να φτάσουμε -κάποτε- στη διαφάνεια πρέπει να ακολουθήσουμε «την πορεία του χρήματος», με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και πραγματικό «πόθεν έσχες». Η σχετική αναφορά έγινε κατά πρώτο και κύριο λόγο για τους πολιτικούς, αλλά είναι προφανές ότι μπορεί και πρέπει να έχει γενικότερη εφαρμογή.
Βέβαια -για να ξαναγυρίσουμε στο γιατί οι Βρυξέλλες ζητούν και υποδεικνύουν την κατάργηση του 14ου μισθού ή περικοπή επιδομάτων και γιατί η κυβέρνηση το συζήτησε- η είσπραξη πρέπει να είναι άμεση, όσο άμεση πρέπει να είναι και η μείωση του ελλείμματος εφέτος. Και να μπορούσε να συγκροτήσει αξιόπιστο ελεγκτικό μηχανισμό η κυβέρνηση, η είσπραξη πρόσθετων φορολογικών εσόδων μετατίθεται για τα επόμενα χρόνια. Επομένως, η κυβέρνηση στρέφεται στην εύκολη λύση της περικοπής των πραγματικών αποδοχών των μισθωτών και των συνταξιούχων. Κι έτσι, πρώτον, βυθίζει αυτούς στην απόγνωση και την οικονομία σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και, δεύτερον, επιβραβεύει ακόμη μία φορά τους συστηματικά φοροδιαφεύγοντες.
Ας ανατρέξουμε στο παρελθόν για παραδείγματα κυβερνητικής δράσης: Πρώτον, για να αντιμετωπίσει τη δεινή οικονομική κατάσταση που άφησε καταρρέοντας η δικτατορία (κανείς δεν θυμάται, ο πληθωρισμός τον Ιούλιο του 1974 είχε φτάσει στο 35%) η υπό τον Κων. Καραμανλή κυβέρνηση επέβαλε τη γνωστή «εφʼ άπαξ εισφορά». Δεύτερον, στις προγραμματικές δηλώσεις του ο καθηγητής Ζολώτας, πρωθυπουργός της Οικουμενικής το 1990 – παρότι η χώρα και τότε δανειζόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις- είχε υπογραμμίσει την ανάγκη να μη μειωθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αλλά αντίθετα, στο μέτρο του δυνατού, να τονωθεί, για να τονωθεί αντιστοίχως η ζήτηση και να κινηθεί η παραγωγική διαδικασία.
Ας μελετήσει η σημερινή κυβέρνηση αυτά τα προηγούμενα. Και ας εγκαταλείψει τα σχέδια για περαιτέρω επιβάρυνση των μισθωτών και των συνταξιούχων, τα οποία, επιπροσθέτως, είναι εξ αντικειμένου αδύνατον να αποτελέσουν τη βάση για την εξυγίανση των δημοσιονομικών μας. Γιατί είναι βέβαιο ότι για να μειωθεί περαιτέρω το έλλειμμα τα προσεχή χρόνια θα χρειασθούν και άλλα μέτρα. Θα μειωθούν κι άλλο οι πραγματικοί μισθοί; Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να προσπαθήσει να βρει την ψυχραιμία της και να μην υιοθετεί υπό το κράτος του πανικού ό,τι από «άτεγκτους τεχνοκράτες» τής υποδεικνύεται. Πρέπει να στραφεί με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα στη σύλληψη της φοροδιαφυγής αλλά και στον πραγματικό εκσυγχρονισμό του κράτους. Αν δεν τα κάνει αυτά, διακινδυνεύει να ξεσηκώσει κοινωνική θύελλα καταφεύγοντας σε ιδιότυπες «έκτακτες εισφορές». Οι οποίες και μόνιμο έχουν χαρακτήρα για τους μισθωτούς – συνταξιούχους αλλά και επιβάλλονται στην ασθενέστερη εισοδηματικά και συνεπέστερη φορολογικά κατηγορία πολιτών, εξωθώντας στο έπακρο την κοινωνική αδικία.


Σχολιάστε εδώ