Η Ελλάδα χρειάζεται νέο όνειρο, συγκεκριμένο σχέδιο και νεύρα από σίδηρο
***
Α. Εισαγωγικά σχόλια
Εδώ και επτά εβδομάδες, εργάζομαι και ταξιδεύω στις ΗΠΑ. Διαβάζω αναλύσεις και άρθρα, παρακολουθώ τηλεοπτικά προγράμματα και μιλώ με ειδικούς και εμπειρογνώμονες για τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 80% του πληθυσμού αυτής της χώρας πιστεύει ότι «η κυβέρνησή (της) έχει αποτύχει». Μέσα σε αυτό το κλίμα πρωτοφανών εσωτερικών διχασμών, υποβόσκοντος ρατσισμού, άκρατης απληστίας της Γουόλ Στριτ και αμερικανικού στρατιωτικού επεκτατισμού, στους τίτλους των ειδήσεων έχει πλέον αρχίσει να εμφανίζεται και η Ελλάδα.
Θα ήταν πλάνη να πιστέψουμε ότι τα δημοσιεύματα αυτά είναι καλοπροαίρετα ή δείχνουν κατανόηση προς τη χώρα μας. Αντιθέτως, παρουσιάζουν τους Έλληνες ως σπάταλους, απατεώνες και ανίκανους. Στις περιπτώσεις μάλιστα όπου αναφέρεται και η Ευρώπη, τα σχόλια είναι εξίσου δηκτικά όταν απευθύνονται στη Γερμανία, η οποία, ειδικά σε κάποια έντυπα «στρατηγικής» (στην ουσία, κεκαλυμμένης κατασκοπίας), παροτρύνθηκε, για το δικό της καλό, να ΜΗ βοηθήσει την Ελλάδα. Είναι μεγάλη ειρωνεία να επιδεικνύεται τόσο ενδιαφέρον για το καλό και την εικόνα της Γερμανίας, όταν οι περισσότεροι από τους εν λόγω αρθρογράφους μετά βίας συγκαλύπτουν την καχυποψία τους για αυτήν τη χώρα και, επιπλέον, παρερμηνεύουν τις επιπτώσεις που θα είχε μια ελληνική κατάρρευση σε ορισμένες γερμανικές τράπεζες.
Δεδομένου ότι η κρίση είναι υπαρκτή και πλήττει ολόκληρη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ –οι οποίες, σημειωτέον, για το πρώτο τρίμηνο αυτής της χρονιάς πρέπει να δανειστούν γύρω στα 400 δισ. δολάρια από την Κίνα– τι θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες και πώς θα έπρεπε να αντιδράσουν;
Β. Ποιος φταίει;
1. Φταίει η ίδια η Ελλάδα
Υπάρχουν πολλοί λόγοι γιʼ αυτό. Μεταξύ άλλων, αναφέρω τους εξής:
(α) Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για τη σημερινή κρίση. Και ούτε μπορούμε να την αποδίδουμε τόσο απόλυτα όσο η προηγούμενη κυβέρνηση στην κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου (subprime market), η οποία γονάτισε σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο. Πράγματι, όσο περνάει ο καιρός, μαθαίνουμε ότι προ πολλού γίνονταν υπέρμετρες δαπάνες και υπερβολικοί δανεισμοί, υπονομεύοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας που υπογράψαμε όταν ενταχθήκαμε στη Ζώνη του Ευρώ. Διαπράξαμε, λοιπόν, τα ίδια σφάλματα κατʼ επανάληψη, με αποτέλεσμα σήμερα να χαρακτηριζόμαστε «απατεώνες» από μερικούς. Η βαρύτατη αυτή κατηγορία καθόλου δεν αμβλύνεται από το γεγονός ότι οι ξένοι τραπεζίτες –διαβόητοι για την ικανότητά τους να κατασκευάζουν προϊόντα τα οποία μόνον οι ίδιοι μπορούν να καταλάβουν– μας συμβούλευαν πώς να παραβιάζουμε εντέχνως το Σύμφωνο.
(β) Το ελληνικό κομματικό σύστημα φέρει επίσης μεγάλο μέρος της ευθύνης. Επιπλέον, η προσπάθεια ορισμένων να αναζητήσουν τις ευθύνες στο εντελώς απώτερο παρελθόν υποβαθμίζει την υπαιτιότητα των αμέσως προηγούμενων κυβερνήσεων.
Βεβαίως, μερικοί, παρακινούμενοι αρχικά από κομματικές σκοπιμότητες, θέλησαν, το 2004, να επισημάνουν στην Ευρώπη ότι οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις είχαν επιδοθεί σε λογιστικές παραποιήσεις. Γεγονός όμως παραμένει ότι η συγκεκριμένη πρακτική ουδέποτε σταμάτησε. Το λέω δε αυτό διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα πρόσφατα ψευδή στατιστικά στοιχεία προέρχονται από δημόσιους υπαλλήλους που ενεργούν αυθαίρετα, χωρίς υπουργική εξουσιοδότηση.
(γ) Καθώς η κρίση μεγάλωνε και δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί, η αναποφασιστικότητα, οι υπεκφυγές και οι συγκρούσεις μεταξύ των αδημονούντων διαδόχων στους κόλπους της προηγούμενης κυβέρνησης οδήγησαν σε πλήρη αδρανοποίηση ή, τουλάχιστον, σε καθυστέρηση λήψης των μέτρων που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση της κρίσης όσο υπήρχε ακόμη καιρός. Διότι, φυσικά, η νίκη στις ευρωεκλογές και, ακολούθως, στις βουλευτικές εκλογές είχε απόλυτη προτεραιότητα στον νου των κυβερνώντων μας σε σχέση με τη λήψη των δυσάρεστων πλην όμως αναγκαίων μέτρων. Έτσι, όμως, η κρίση επιδεινώθηκε και η εικόνα της χώρας μας έγινε ακόμη πιο μελανή.
(δ) Η προσωπική μου άποψη για το μερίδιο ευθύνης της προηγούμενης κυβέρνησης ελάχιστη σημασία έχει, μια και το εκλογικό σώμα μίλησε γιʼ αυτό το θέμα με τον πιο ηχηρό τρόπο τον περασμένο Οκτώβριο: τρόπο, όχι απλώς ηχηρό, αλλά και απολύτως κατηγορηματικό, εφόσον, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές, ένας πρωτοφανής αριθμός οπαδών της ΝΔ ψήφισε υπέρ της εκλογής νέου κομματικού ηγέτη. Ο κ. Σαμαράς, για πολιτικούς ή, απλώς, ανθρώπινους λόγους, μπορεί να αισθάνεται τώρα την ανάγκη να είναι «επιεικής» με κάποιους από τους πρώην συναδέλφους του. Παρʼ όλα αυτά, η πρώτη του υποχρέωση είναι προς τους οκτακόσιες χιλιάδες οπαδούς της παράταξής του που συνωστίστηκαν επί μία ολόκληρη ημέρα για να του δώσουν νέα εντολή ώστε να κάνει τη Νέα Δημοκρατία πραγματικά «νέα» και να παραμερίσει όλους εκείνους που τη διοικούσαν τα τελευταία δύο χρόνια προξενώντας μεγάλα προβλήματα τόσο στην ίδια την παράταξή τους όσο και στη χώρα ως σύνολο!
2. Εξωτερική παραπληροφόρηση
Ας περάσουμε τώρα στον εξωτερικό παράγοντα που κάνει τη σημερινή κρίση ανεπίδεκτη διαχείρισης και τα αναγκαία μέτρα επώδυνα. Ο παράγοντας αυτός σχετίζεται με τις άπληστες τράπεζες της Γουόλ Στριτ και του Σίτι του Λονδίνου, καθώς και με ορισμένα βρετανικά οικονομικά έντυπα.
Οι περισσότερες από αυτές τις τράπεζες, αν και διασώθηκαν με χρήματα φορολογουμένων και, τα τελευταία χρόνια, πλούτισαν αφάνταστα, επιμένουν να μη χρησιμοποιούν τα νέα κεφάλαια για να βοηθήσουν τις δυσπραγούσες μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις ή και το ίδιο το κράτος. Αυτή η απληστία, το μέγεθος της οποίας ξεπερνά οτιδήποτε έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα ο «άκρατος καπιταλισμός αμερικανικού τύπου», έχει ενισχυθεί από την παραπληροφόρηση. Έτσι, τα δεινά της ελληνικής οικονομίας προσέφεραν μια ιδανική ευκαιρία για να εξαπολυθεί, ουσιαστικά, μια επίθεση κατά του ευρώ – ευκαιρία την οποία χρειαζόταν ο αγγλοσαξονικός κόσμος για να πλήξει θανάσιμα την ΕΕ, από την οποία, όπως έχω ξαναπεί, αποστασιοποιείται κάθε μέρα και περισσότερο.
Η τακτική αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι τόσο καταδικαστέα όσο και η προαναφερθείσα απληστία, καθότι, εν προκειμένω, η αλήθεια διαστρεβλώθηκε σκοπίμως ώστε οι «λίγοι» να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι – αυτοί οι ίδιοι «λίγοι» που προσφέρονται να μας βοηθήσουν να βρούμε χρήματα στο εξωτερικό, αποκομίζοντας όμως το μέγιστο δυνατό όφελος για τον εαυτό τους.
Οι «μισές αλήθειες» και οι σκόπιμες παραλείψεις συνέβαλαν στην επέκταση της παραπληροφόρησης με διάφορους τρόπους. Και εξηγούμαι:
(α) Πόσο ξεκάθαρο έχει γίνει στη συνείδηση των Ελλήνων ότι δεν είμαστε η μόνη χώρα με μεγάλο έλλειμμα; Το έλλειμμα του προϋπολογισμού μας ανέρχεται στο 12,5% του ΑΕΠ: είναι δηλαδή μόνον 1% υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ισπανίας (11,5%), 0,5% υψηλότερο από της Ιρλανδίας (12%), και 2% χαμηλότερο από της Αγγλίας! Όσον αφορά δε το δημόσιο χρέος μας –περίπου 125% του ΑΕΠ– είναι μόλις 9% υψηλότερο από του Βελγίου, αλλά και 75% χαμηλότερο από της Ιαπωνίας!
(β) Τα ποσοστά αυτά σαφώς και δεν δικαιολογούν την αντιμετώπιση των Ελλήνων ως των μεγαλύτερων ενόχων. Και ούτε, επίσης, στο χρηματικό τους σύνολο αποτελούν τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κάποιες άλλες χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε εξίσου επικίνδυνη κατάσταση. Παραδείγματος χάριν, η Ευρωζώνη, συνολικά, πρέπει εντός του 2010 να δανειστεί 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, το Βέλγιο 89 δισεκατομμύρια, η Ιταλία 393 δισεκατομμύρια και η Γαλλία 454 δισεκατομμύρια. Η μικρή Ελλάδα χρειάζεται περίπου 53 δισεκατομμύρια δολάρια – ποσό, δηλαδή, μικρότερο από το ποσό που έδωσε το αγγλικό υπουργείο Οικονομικών για να διασώσει δύο αγγλικές τράπεζες, που κατέρρεαν λόγω κακοδιαχείρισης.
(γ) Γιατί δεν τονίζουμε πάλι και πάλι αυτά τα νούμερα, εντός και εκτός της χώρας, μέχρις ότου όλοι τα εμπεδώσουν; Γιατί δεν περνάμε στην αντεπίθεση –όχι, ασφαλώς, σε προσωπικό, αλλά σε διανοητικό επίπεδο– ρωτώντας για ποιον λόγο δέχεται τόσο σφοδρές επιθέσεις η Ελλάδα; Μήπως επειδή η χώρα μας είναι μικρή και, άρα, αποτελεί εύκολο στόχο επιθέσεων και μέσο παραδειγματισμού για όλες τις άλλες; Μήπως επειδή, τα τελευταία χρόνια, η παρουσία και η εικόνα μας διεθνώς έχουν υποβαθμιστεί σε σημείο ανησυχητικό (όπως, εδώ και καιρό, δεν σταματώ να ισχυρίζομαι, παρά τα επικοινωνιακά και δημοσιοσχεσίτικα τεχνάσματα της προηγούμενης υπουργού Εξωτερικών) και τοποθετούμαστε, έτσι, ευκολότερα στο στόχαστρο; Ή μήπως επειδή οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να επιτεθούν στις Βρυξέλλες και ο κ. Μπαρόζο δεν μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις για τις χαμηλές επιδόσεις της Πορτογαλίας, ενώ η Ιρλανδία, με τη σειρά της, «απαλλάσσεται» με το αιτιολογικό ότι «(στο παρελθόν) έχει επιδείξει ικανότητα να χαλιναγωγεί τις δαπάνες της, να εφαρμόζει εξορθολογισμό του προϋπολογισμού της (…) χωρίς απατεωνιές (στις οποίες διαπρέπουν οι Έλληνες)»;
Γ. Και τώρα τι κάνουμε;
Η Ελλάδα χρειάζεται ενότητα στόχου και πνεύματος, ένα νέο όνειρο, ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Κυρίως, όμως, οφείλουμε να παραμερίσουμε, εάν όχι και να εξαλείψουμε πλήρως, τις πολιτικές διενέξεις ανάμεσα και μέσα στις πολιτικές παρατάξεις μέχρις ότου τερματιστεί η κρίση. Χρειαζόμαστε επίσης ταχύτατες και ξεκάθαρες ενέργειες στον οικονομικό τομέα. Πιο συγκεκριμένα:
1) Πρέπει να δεχτούμε και να αναγνωρίσουμε την ξένη πηγή των προβλημάτων μας.
2) Πρέπει να συμπαραταχθούμε με εκείνα τα κράτη της Ευρώπης με τα οποία διατηρούμε ουσιαστικές σχέσεις, να ξεχάσουμε τις διαφωνίες μας μαζί τους και να τα πείσουμε πως, όσο και αν θαυμάζουμε πολλά στοιχεία του αγγλοσαξονικού κόσμου, η πορεία μας τέμνεται με την πορεία των δύο σημαντικότερων χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης: της Γαλλίας (και, ενδεχομένως, της Γερμανίας, έστω και αν η τελευταία παίζει αυτόν τον καιρό «σκληρό» παιχνίδι πιστεύοντας, ίσως, ότι έτσι, αν μας φέρει στο χείλος της αβύσσου, θα μπορέσει να αποκτήσει μερικές από τις καλύτερες εταιρείες μας).
β Γενικότερα, πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι θα αναζητήσουμε τη σωτηρία μας στο πλαίσιο της ΕΕ και δεν θα δεχτούμε τις κακοπροαίρετες παραινέσεις κάποιων να στραφούμε στο ΔΝΤ, να υποταχθούμε στους (κατά γενικήν ομολογία) σκληρότερους όρους του και να κινδυνεύσουμε να αποξενωθούμε από την Ευρώπη. Αυτό είναι το πρώτο βήμα που μας προτείνουν οι αγγλοσάξονες φίλοι μας, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσουν έτσι τη γενικότερη παρακμή του ευρώ.
4) Στο ίδιο πνεύμα, πρέπει να καταλάβουμε ότι, εάν οι τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ είναι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν να βρούμε κεφάλαια με μια διαφορά απόδοσης (spread) που εξυπηρετεί μεν τους ίδιους αλλά όχι και εμάς, τότε εμείς, απλούστατα, θα τους κάνουμε πέρα και θα ζητήσουμε τη στήριξη όχι μόνο της Γαλλίας (και της Γερμανίας), αλλά και της Κίνας, η οποία, αυτήν την εποχή, χρηματοδοτεί τις ΗΠΑ, ουσιαστικά ολόκληρη την Αφρική και έχει, επίσης, διαρκώς πιο ενεργό παρουσία στη Νότια Αμερική. Και ας μην ξεχνάμε ότι διαθέτουμε πράγματα τα οποία θέλουν οι Κινέζοι, οπότε μπορούμε και να τους τα προσφέρουμε ανταλλάγματα έναντι οικονομικής βοήθειας.
5) Πρέπει όλοι να σεβαστούμε την εντολή που έδωσε ο ελληνικός λαός σε αυτήν την κυβέρνηση, προκειμένου να διοικήσει τη χώρα και να προβεί μεθοδικά στη (i) διαρθρωτική μεταρρύθμιση της οικονομίας, (ii) στην αδίστακτη εξάλειψη της σπατάλης (η οποία συνεχίζεται κανονικά παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου),(iii) στην ενθάρρυνση του εγχώριου και του ξένου ιδιωτικού τομέα, (iv) στην εγκαινίαση μιας νέας σειράς ιδιωτικοποιήσεων και, κυρίως, στην (v) εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων με ταυτόχρονη αλλά και σαφή προστασία των πολιτών των κατώτερων και των μεσαίων στρωμάτων, ώστε να μη δυσκολέψει ακόμη περισσότερο το κυβερνητικό έργο λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων ή βίαιων διαδηλώσεων στους δρόμους.
6) Πρέπει να διευκολύνουμε την όλη διαδικασία πείθοντας τους ανθρώπους από τους οποίους περιμένουμε να κάνουν θυσίες ότι οι ανώτεροι πολιτικοί μας –αρχής γενομένης από τους βουλευτές– θα δεχτούν να μειωθούν και οι δικές τους αμοιβές, οι οποίες, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, παραμένουν επιδεικτικά ανέγγιχτες!
7) Η κυβέρνηση πρέπει να ανακοινώσει μια και καλή τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει, και όχι απλώς να τα αφήνει να διαρρέουν με το σταγονόμετρο. Η κίνηση αυτή θα δώσει στον λαό την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται ώστε να οργανώσει το μέλλον του –όσο δύσκολο και αν διαγράφεται αυτό– διότι θα ξέρει ακριβώς πόσα χρήματα θα διαθέτει και πόσα θα χρειαστεί να πληρώσει σε φόρους. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο, θα διαλυόταν και η αίσθηση αβεβαιότητας, που πάντοτε αναστατώνει τις αγορές.
8) Αυτούς που ενδιαφέρονται για τους ασθενείς αλλά και τους ωθούν προς τις απεργίες πρέπει να τους θέσουμε με απόλυτη σαφήνεια προ των ευθυνών τους και να το κάνουμε μιλώντας κατευθείαν στον θιγόμενο λαό, τονίζοντας ότι με απεργίες και διαδηλώσεις η κρίση θα μεγαλώσει.
9) Τέλος, με ενθαρρυντική πειθώ και καλή προαίρεση, πρέπει να υπενθυμίσουμε στους ξένους φίλους μας –εν ανάγκη, διορίζοντας έναν υπουργό Δημοσίων Σχέσεων (συνεργαζόμενο άμεσα με το πρωθυπουργικό γραφείο και επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή μιας εντατικής εκστρατείας δημοσίων σχέσεων στο εξωτερικό)– ότι είναι και προς δικό τους συμφέρον να μας βοηθήσουν και να σταματήσουν να μας υποτιμούν, διότι, διαφορετικά, ενισχύουν απλώς εκείνους που επιδιώκουν τον θάνατο του ευρώ. Όσο αποτελεσματικός και αν είναι ο πρωθυπουργός, αυτή η συνεχής εκστρατεία δημοσίων σχέσεων δεν μπορεί να διεξαχθεί μόνον από τον ίδιο ή από κάποιον που δεν γνωρίζει όπως γνωρίζει ο πρωθυπουργός πώς να αντιμετωπίζει τους ξένους.
Το λέω αυτό μια και, όπως είπα στην αρχή του παρόντος άρθρου, βρίσκομαι στις ΗΠΑ εδώ και επτά εβδομάδες και έχω δει από πρώτο χέρι την ατμόσφαιρα που επικρατεί σʼ αυτήν τη χώρα και το πώς την αντιμετωπίζουμε (ή όχι) στις διάφορες χώρες.
Με λίγα λόγια, παροτρύνω τους συμπατριώτες μου να κάνουν φιλόδοξα όνειρα, να σκεφτούν ανεξάρτητα και πρωτότυπα, και να δράσουν όσο ακόμη υπάρχει καιρός. Διότι ο δρόμος μπροστά μας είναι δύσκολος και αναμένεται να χειροτερέψει στις αρχές του καλοκαιριού.
Πολλοί παράγοντες συντείνουν στην πειστικότητα αυτής της απαισιόδοξης πρόβλεψης. Και ο χειρότερος είναι το πολιτικό παιχνίδι: η κομματική πολιτική που αποσκοπεί στο κομματικό ή στο προσωπικό όφελος. Αυτό όμως είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα μας σήμερα. Ασχέτως εάν προέρχεται από την ένοχη και απογοητευμένη Δεξιά, από το διαπληκτιζόμενο και αμφιταλαντευόμενο Κέντρο ή από τη δογματική και παρωχημένη Αριστερά, η κακόβουλη αυτή ενθάρρυνση των συγκρούσεων πρέπει να σταματήσει.
Επί ένα μικρό διάστημα, τουλάχιστον, η διοίκηση της χώρας μας πρέπει να ξεφύγει από την κηδεμονία των κομματικών κριτηρίων και να ακολουθήσει μόνο τις υπαγορεύσεις της λογικής και του κοινού νου.
Εάν το κάνει, θα μπορέσουμε, ίσως, να σωθούμε. Γιατί οι Έλληνες, όσο απερίσκεπτα και αν έχουν φερθεί κατά το μέγιστο μέρος της ιστορίας τους, πάντοτε στάθηκαν στο ύψος των μεγάλων ιστορικών προκλήσεων όταν είχαν την καθοδήγηση μιας τίμιας, ενωμένης και ανιδιοτελούς ηγεσίας.