Τελικά ο πόλεμος γίνεται για το ευρώ

Στις αρχές Νοεμβρίου, έναν μήνα μετά τη νίκη του
ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση δέχθηκε μια ασυνήθιστη επίσκεψη. Ήταν ο πρόεδρος της Goldman Sachs, ο αξιότιμος κ. Gary Cohn, που έφερνε στις αποσκευές του μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Είναι προφανές ότι για να έρθει ο ίδιος ο πρόεδρος στην Αθήνα, η πρότασή του θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον για την εταιρεία του και πιθανόν και για την ελληνική κυβέρνηση. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν και την Goldman, η πρόταση δεν έγινε δεκτή όπως συνέβη το 2001, σε ανάλογη περίπτωση.
Με απλά λόγια, προτάσεις όπως αυτή του κ. Cohn (ή swaps, όπως ονομάζονται στη γλώσσα των investment bankers) αφορούν συνήθως ανταλλαγή νομισμάτων (cross currency swaps) ή ανταλλαγή επιτοκίων (interest swaps) μεταξύ δύο ενδιαφερομένων μερών σε συμφωνημένες τιμές, που μπορεί να μην είναι και οι τρέχουσες της αγοράς, αναλόγως των προβλέψεων που κάνει η κάθε πλευρά.
Στη συμφωνία swap του 2001 η ελληνική κυβέρνηση αντάλλαξε, με τη βοήθεια της Goldman, ένα σημαντικό ύψος δολαρίων και γιεν σε ευρώ. Ακούγεται για 10 δισ. δολάρια, με ισοτιμία που συνέφερε την ελληνική πλευρά και που βέβαια απέφερε μια πολύ καλή αμοιβή στην Goldman. Η αποπληρωμή της υποχρέωσης συνδέθηκε μακροχρόνια με έσοδα του αεροδρομίου και των κρατικών λαχείων. Ουσιαστικά, με το ντιλ αυτό η κυβέρνηση προεισέπραξε μελλοντικά έσοδα περίπου 1 δισ. ευρώ, εξασφαλίζοντας ρευστότητα αναγκαία για την περίοδο εκείνη. Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι εάν, μετά το τέλος της μακρόχρονης συμφωνίας, αυτή θα αποβεί τελικά συμφέρουσα για τη χώρα.
Η πρακτική αυτή στην εφαρμογή της δεν παρουσιάζει τίποτε το μεμπτό ή παράνομο. Χρήση swaps έχουν κάνει άλλωστε και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία κ.λπ. Το ερώτημα δημιουργείται από τη δυνατότητα που έχει η χώρα να μην εμφανίζει την υποχρέωση αυτή στο δημόσιο χρέος της.
Έτσι, εάν τα οικονομικά της είναι υγιή και απλώς χρειάζεται μια ενίσχυση ρευστότητας, τότε δεν δημιουργείται πρόβλημα. Εάν όμως από την εικόνα των οικονομικών μεγεθών της χώρας κρίνεται η είσοδός της σε οικονομικές ενώσεις (π.χ. ΕΕ), η λήψη σημαντικών δανείων ή η αξιολόγηση των ομολόγων της, τότε η μη εμφάνιση υποχρεώσεων, έστω και με τυπικά ορθές ερμηνείες, μπορεί να είναι καθοριστική, αφού σε αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται προβλήματα όπως αυτά που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Το κατά πόσο ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος, στην προκειμένη περίπτωση η Goldman Sachs, μπορεί να κατηγορηθεί για συμβολή σε παραποίηση στοιχείων είναι θέμα που ήδη ξεκίνησαν να το εξετάζουν από προχθές οι αμερικανικές εποπτικές αρχές. Πάντως είναι βέβαιο ότι επειδή τα swaps και άλλα παρεμφερή εργαλεία αποτελούν καθημερινή πρακτική (και οι εταιρείες που τα σχεδιάζουν παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην παγκόσμια οικονομική σκηνή), είναι τουλάχιστον υποκρισία οι Βρυξέλλες να εμφανίζονται έκπληκτες.
Η συζήτηση άνοιξε όταν ένας ανταγωνιστής της Goldman Sachs «πέρασε» μέσα από τους «New York Times» την είδηση για το swap του 2001 με την Ελλάδα και για το πώς η Goldman βοήθησε τη χώρα να εμφανίσει παραποιημένα στοιχεία. Η συνέχεια ήρθε από το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» και κατέληξε στον Επίτροπο Όλι Ρεν, που τελείως «ανυποψίαστος» κι αυτός, ζήτησε ενημέρωση από την κυβέρνηση.
Στη φάση αυτή η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο μέτωπα. Το ένα είναι οι Βρυξέλλες που, πέρα από το swap, δικαιολογημένα ζητούν τη λήψη μέτρων για αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και αξιοπιστίας μας. Όμως, τις τελευταίες ημέρες έχει αρχίσει να συζητείται η ανάγκη επιβολής ακόμη πιο σκληρών οικονομικών μέτρων. Τη γραμμή εκπροσωπούν η Σουηδία, οι χώρες της Βαλτικής, η Ουγγαρία και η Γερμανία. Με αυτά τα δεδομένα, ίσως δεν είναι τελείως αβάσιμες οι εκτιμήσεις ότι με τα προτεινόμενα υπερβολικά μέτρα κάποιοι θα ήθελαν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης. Σε διάφορα γκάλοπ της κοινής γνώμης στην Ολλανδία και τη Γερμανία, που γίνεται αμέσως αντιληπτό τι εξυπηρετούν, πάνω από το 70% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επιθυμούν την Ελλάδα έξω από την
Ένωση. Το άλλο, πιο ξεκάθαρο μέτωπο είναι η επίθεση μεγάλων και γνωστών πλέον χρηματοοικονομικών οίκων στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή στόχος είναι το ευρώ. Η Ελλάδα και, δευτερευόντως, η Ισπανία είναι οι αδύναμοι κρίκοι και χρησιμοποιούνται ως μέσα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Wall Street Journal», η υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ κατηγόρησε ευθέως έξι γνωστούς χρηματοοικονομικούς οίκους που έχουν την έδρα τους στη Βρετανία και στις ΗΠΑ ότι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την κερδοσκοπία εναντίον της Ελλάδας και της Ισπανίας, και σε τελευταία ανάλυση εναντίον του ευρώ, που είναι και ο στόχος.
Μπροστά στον διαγραφόμενο κίνδυνο οι εθνικές κυβερνήσεις άρχισαν να διερευνούν ποιοι κρύβονται τελικά πίσω από τις επιθέσεις και ποια τα πραγματικά τους κίνητρα.
Έτσι, σύμφωνα με δημοσίευμα της ισπανικής «El Pais», ο πρωθυπουργός Χοσέ Λουίς Θαπατέρο ανέθεσε στην υπηρεσία αντικατασκοπίας CNI να ερευνήσει κατά πόσο πίσω από τις επιθέσεις επενδυτικών εταιρειών, hedge funds κλπ., αλλά και αγγλοσαξονικών Μέσων Ενημέρωσης βρίσκονται μόνο δυνάμεις της αγοράς.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της Παρασκευής, στην προσπάθεια έρευνας του χώρου έχει μπει και η ΕΥΠ, σε συνεργασία με άλλες αντίστοιχες
υπηρεσίες, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Τα πρώτα αποτελέσματα αναφέρουν τέσσερα συγκεκριμένα ονόματα, αλλά είναι νωρίς ακόμα για να βγει κάποιο τελικό συμπέρασμα. Θα είναι λάθος μετά τα παραπάνω να καταλήξει κάποιος ότι η Ελλάδα βρίσκεται άδικα στο μάτι του κυκλώνα. Αντίθετα, η χώρα, με ευθύνη πολιτικών και όχι μόνο, έζησε τα τελευταία 30 χρόνια πάνω από το επίπεδο που μπορούσε με δανεικά, και όπως ήταν βέβαιο και αναμενόμενο, θα ερχόταν κάποτε η ώρα του λογαριασμού, που δικαιολογημένα μας ζητούν τώρα οι δανειστές μας. Κατά συνέπεια, και θυσίες πρέπει να γίνουν απ’ όλους και σκληρά μέτρα πρέπει να παρθούν. Όμως υπάρχει ένα ερώτημα: Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 1,5-2% του κοινοτικού ΑΕΠ. Είναι δυνατόν να κινδυνεύει η ευρωπαϊκή οικονομία και το ευρώ, να επηρεάζονται ο DAX, ο CAC, ακόμη και ο Dow Jones, από μια τόσο μικρή σε σχέση με τους άλλους οικονομία; Γιατί αυτό μας λένε καθημερινά.


Σχολιάστε εδώ