Προς γενική απαξίωση με την Εξεταστική Επιτροπή

Συνιστά ολέθριο σφάλμα η απόφαση της κυβερνήσεως να συστήσει Εξεταστική Επιτροπή για την οικονομία. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της «ευρωπαϊκής κρίσης», γεγονός για το οποίο φέρουν πολύ συγκεκριμένες ευθύνες και τα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο μετά την πτώση της δικτατορίας. Και μόνο γιατί κυβέρνησαν, πέραν του ότι είναι παγκοίνως γνωστό πώς κυβέρνησαν.
Η έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής υποτίθεται ότι θα έχει επίκεντρο τις ευθύνες για τα κατασκευασμένα στοιχεία που δίδονταν στην Κομισιόν. Βεβαιότατα και φέρουν ευθύνη οι δύο κυβερνήσεις Καραμανλή για το γεγονός αυτό. Για έναν λόγο περισσότερο που η πρώτη εξ αυτών είχε προβληθεί ως η καθαρτήριος και εξυγιαντική δύναμη εν προκειμένω. Όταν τότε, το 2004-2005, η ελληνική κυβέρνηση απεκάλυψε το όργιο της «δημιουργικής λογιστικής» των κυβερνήσεων Σημίτη, το Συμβούλιο Υπουργών (Ecofin) εξέδωσε αυστηρότατη ανακοίνωση-εντολή προς την Κομισιόν να μην επαναληφθεί ποτέ το φαινόμενο. Και το φαινόμενο επανελήφθη, με πρωτοβουλία κυβερνήσεως του αυτού κόμματος, με τον ίδιο πρωθυπουργό και τους ίδιους υπουργούς.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για τη σημερινή κυβέρνηση ως διάδοχο, με την ίδια νοοτροπία και στελέχωση, των κυβερνήσεων που σε διάστημα μικρότερο των 15 ετών έκαναν δύο υποτιμήσεις της δραχμής, χωρίς να παρέμβουν στις δομές της οικονομίας και της παραγωγικής διαδικασίας για να βελτιωθεί η πραγματική οικονομία. Αντίθετα, τεράστια ποσά δανεισμού και πλουσιοπάροχης κοινοτικής βοήθειας διοχετεύθηκαν κατευθείαν στην κατανάλωση, διογκώνοντας σε απίστευτο σημείο την παραοικονομία και στρεβλώνοντας τη νοοτροπία του πολίτη. Το επιστέγασμα αυτής της πλασματικής ευημερίας ήρθε με την ένταξη στην ΟΝΕ, που -είτε αρέσει είτε
όχι- πολύ περισσότερο με λογιστικές αυθαιρεσίες και κατασκευές επετεύχθη και πολύ λιγότερο «με το σπαθί μας».
Τρία δείγματα -πέραν της «φούσκας» του Χρηματιστηρίου- της «δημιουργικής λογιστικής» της περιόδου εκείνης είναι αρκετά: Το πρώτο αναφέρεται στην ισοτιμία των 340,75 δρχ. προς ευρώ στην οποία «κλείδωσε» η δραχμή. Την επομένη της εντάξεως της χώρας στην ΟΝΕ, το ευρώ στις λαϊκές αγορές και σε όλες τις συναλλαγές μας δεν ισούτο φυσικά με 340,75 δρχ., αλλά τουλάχιστον με 500 δρχ. Αυτή η διαφορά μπορεί να ληφθεί ως μέτρο μεταξύ πραγματικότητας και συμβατικής απεικονίσεώς της.
Το δεύτερο -εξωφρενικό- παράδειγμα «δημιουργικής λογιστικής» το είχε αποκαλύψει το 2005 ο λίαν αρμόδιος προς τούτο κ. Ν. Χριστοδουλάκης σε συνέντευξή του στο «Βήμα». Για τη μεταχρονολογημένη εγγραφή των αμυντικών δαπανών για προμήθειες οπλικών συστημάτων -ώστε να μην επιβαρύνουν αμέσως το έλλειμμα- είχε εφευρεθεί η διαδικασία της «λειτουργικής παραλαβής». Κατ’ αυτήν η εγγραφή της δαπάνης προμήθειας οπλικού συστήματος γινόταν όταν το οπλικό σύστημα ήταν «λειτουργικά εκμεταλλεύσιμο» για τις Ένοπλες Δυνάμεις και όχι κατά τον χρόνο παραδόσεως – παραλαβής. Η σχετική απόφαση είχε ληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και φυσικά είχε και επιπτώσεις στην αμυντική ικανότητα της χώρας.
Το τρίτο παράδειγμα είναι αυτό του δομημένου ομολόγου των 3 δισ. ευρώ (που τώρα γίνονται 9,7) επί τελευταίας κυβερνήσεως Σημίτη.
Τι απ’ όλα θα πρωτοεξετάσει η Εξεταστική Επιτροπή; Ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν σημαντικό μέλος των κυβερνήσεων των οποίων αποφάσεις και πρακτικές στρέβλωσαν την οικονομία και ανέπτυξαν τη «δημιουργική λογιστική». Είναι δυνατόν να πιστεύει ο πρωθυπουργός ότι θα βγει από τις εργασίες της Εξεταστικής -αν τελικώς συσταθεί και λειτουργήσει- χωρίς σκιά πολιτικής ευθύνης; Λέγεται ότι ο πρωθυπουργός προωθεί τη σύσταση της Εξεταστικής με τρεις στόχους: Πρώτον, να απεκδυθεί κάθε ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση έναντι της «Ευρώπης», να στερεώσει, δεύτερον, την κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό έναντι της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και να διαλύσει, τρίτον, κάθε εστία
εσωκομματικής αντιθέσεως.
Για το τελευταίο, ο κ. Παπανδρέου δεν έχει παρά να αφήσει να αντιδρούν οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, ακριβώς για να αποδυναμωθούν πλήρως στην κοινή γνώμη. Όσον αφορά το δεύτερο, κατ’ αντικειμενική κρίση, πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να μπορέσει η Νέα Δημοκρατία να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό με λόγο και προοπτική εξουσίας.
Απομένει βέβαια ο πρώτος αναφερόμενος στόχος του εγχειρήματος. Να καταγραφεί και να καταλογισθεί, για τα ευρωπαϊκά όργανα, η ευθύνη για τα πλαστά στοιχεία που έδιδε η χώρα μας. Αλλά είναι ποτέ δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι θα καταγραφεί ως «αναξιόπιστη» και «αφερέγγυα» μόνον η τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή; Η αναξιόπιστη και η αφερέγγυα -ακόμη και αν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από το 1981 μέχρι τώρα δεν είχαν καμία ευθύνη- δεν είναι η «κυβέρνηση» μιας χώρας, αλλά η ίδια η χώρα. Και όταν μια χώρα κρίνεται αφερέγγυα και αναξιόπιστη σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα όσο είναι η οικονομική της επιβίωση, λογικά είναι πολύ δύσκολο να διεκδικήσει αξιοπιστία και φερεγγυότητα και σε άλλους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είναι η εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα.
Σε τι ακριβώς επίπεδο θα υποβιβάσει την πολιτική ηγεσία και τη χώρα η λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής για την οικονομία; Όχι μόνο στα μάτια των εταίρων -φίλων πραγματικών και επίβουλων- αλλά και στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Στην παρούσα κρίση αυτό που επιβάλλεται είναι σύμπνοια και συσπείρωση. Που, φυσικά, δεν επιτυγχάνονται μέσα σε συνθήκες οξύτατης κομματικής αντιπαράθεσης. Αν υπάρχει μια μορφή συσπείρωσης υπό τέτοιες συνθήκες, αυτή αναφέρεται στη γενικευμένη εντύπωση της κοινής γνώμης για το σύνολο του πολιτικού κόσμου.
Με αυτήν τη νοοτροπία και αυτές τις επιλογές πηγαίνουμε προς γενική απαξίωση του πολιτικού συστήματος, την οποία είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να την αντέξει. Σε μια τέτοια βεβαία προοπτική δεν αντιτάσσεται καμιά αξιόλογη αντίθεση. Ούτε από τους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος ούτε όμως και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να αφήσουν μόνη της την κυβέρνηση στην πορεία της απόλυτης περιθωριοποίησης της χώρας μέσω
Εξεταστικής Επιτροπής.


Σχολιάστε εδώ