Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση τραβάει έναν πολύ ολισθηρό δρόμο με την Ελλάδα.
Είναι σαν να ξύπνησαν τα γενετήσια χαρακτηριστικά της, σαν να ξέχασε πως αποφάσισε και διογκώθηκε σε ένα πράγμα με 27 χώρες-μέλη (άρα δεν μπορεί να έχει ούτε πειθαρχία ούτε τάξη στο εσωτερικό της) και επιθυμεί να επιστρέψει στην αρχική της μορφή των έξι γειτονικών (και σε παραγωγή – προϊόντα – ταυτότητα) χωρών της δεκαετίας του ’50 όταν ονομαζόταν ΕΚΑΧ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Κανείς δεν την εμποδίζει να το πράξει παρά μόνο ο εαυτός της και οι επιλογές που έκανε αυτοκαταργούμενη από τον ρόλο της. Αντί να οικοδομήσει μια ενωμένη Ευρώπη αρχών και στόχων, δημιούργησε βιαστικά ένα τέρας χωρίς κοινά σημεία, χωρίς κοινά συμφέροντα, χωρίς κοινούς στόχους. Πιέστηκε από εξωγενείς παράγοντες να προχωρήσει σε μια βιαστική ενοποίηση-διόγκωση, φροντίζοντας να ενσωματώσει «τα ορφανά της ΕΣΣΔ», αν και καμιά από αυτές τις χώρες δεν πληρούσε ούτε στοιχειωδώς τα κριτήρια που απαιτούντο για να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν μια καθαρά εξωγενής επιλογή κατευθυνόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους στενούς συνεργάτες τους στη Γηραιά
Ήπειρο: Βρετανία, Πορτογαλία, Δανία, Ολλανδία πρωτοστάτησαν στη διόγκωση της ΕΕ στερώντας της τη δυνατότητα να προχωρήσει σε βάθος και ποιότητα την Ένωση.
Σήμερα, μία από αυτές τις χώρες μέλη, αρκετά παλιά μάλιστα, η Ελλάδα, αντιμετωπίζει προβλήματα χρέους, ελλειμμάτων, ρευστότητας. Η ΕΕ αποφάσισε να εξαντλήσει την αυστηρότητά της προς ένα μέλος που είναι παλαιός εταίρος, αλλά δεν έγινε ποτέ στην πραγματικότητα αποδεκτός από τους περισσότερους όχι ως ισότιμο μέλος αλλά ούτε ως μέλος μιας δυτικοευρωπαϊκής συνύπαρξης (διότι περί αυτού πρόκειται) με κοινά σημεία αναφοράς. Έτσι, η Ελλάδα τιμωρείται διασυρόμενη και πάνω της ασκούνται πειραματικές μέθοδοι για το μέλλον, όταν στη θέση της θα βρεθεί άλλη χώρα: Με χαρά, προγραμματισμένοι δυτικοί με γκρίζα κοστούμια και τακτοποιημένες ζωές υποδεικνύουν, προσβάλλουν και επιβάλλουν μέτρα και μεθόδους για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Ασφαλώς δεν ενδιαφέρονται για την εξυγίανση της χώρας, αλλά για την «κάθαρση» που θέλουν να επιφέρουν στους κόλπους της ΕΕ, με την Ελλάδα να τους προσφέρει, είναι αλήθεια, μια πολύ καλή αφορμή. Η ισορροπία της χώρας μας εξαρτάται από τα κέφια άχρωμων και ανιαρών τεχνοκρατών που δεν αντιλαμβάνονται την ελληνική χαλαρότητα και την αντίληψή μας για τα πράγματα, όπως κι εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τη μονοτονία της καθημερινότητάς τους. Είναι προφανές ότι καμιά ανεξάρτητη χώρα (γιατί ακόμα είμαστε, παρά τις διαπιστώσεις περί «Τιτανικού» και μειωμένης εθνικής κυριαρχίας) δεν μπορεί να αντέξει τις επαναλαμβανόμενες προσβολές των εταίρων της σε μια συμμαχία, σε μια ένωση. Είναι ζήτημα στοιχειώδους αξιοπρέπειας να μην αποτελέσουμε σάκο προπόνησης πυγμαχίας για κανέναν, όσο κι αν τα προβλήματά μας είναι πραγματικά. Αν τούτο σημαίνει αναθεώρηση των σχέσεών μας τόσο με κάθε χώρα ξεχωριστά, όσο και με την ίδια την Ένωση, ας το κάνουμε. Παρά τις φωνές των όποιων εκσυγχρονιστών, παρά την αγανάκτηση των ευρωλιγούρηδων (όπως επιτυχημένα τους έχει αποκαλέσει ο συχνά υπερβολικός αλλά και επίσης συχνά εύστοχος καθηγητής Κ. Ζουράρις), παρά τις ανησυχίες των «μαζεμένων» σύμφωνα με τις οποίες ας κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε αφού είμαστε μια χαρά βολεμένοι εκεί μέσα. Στην ΕΕ δηλαδή. Πέραν όμως του ότι δεν είμαστε καθόλου καλά βολεμένοι, όπως αποδεικνύεται υπάρχει η αδιαμφισβήτητη αρχή ότι κανένας δεν εκτιμάει αυτόν που κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, που τον φτύνουν και λέει ότι βρέχει. Καλύτερα να θέσουμε σε αμφισβήτηση την ίδια τη δομή της ΕΕ, συγκρουόμενοι με το βρυξελλιώτικο κράτος των λογιστών, παρά να αποτελέσουμε ένα θλιβερό, υβριζόμενο και ταπεινωμένο παρακολούθημα μιας τελματωμένης και ανίκανης συμμαχίας. Επικίνδυνο; Μπορεί. Έχουμε κάνει κι άλλα επικίνδυνα πράγματα τα τελευταία 3.000 χρόνια. Και είμαστε εδώ ακόμα.