Γύρισαν στο… σπίτι τους 5 βυζαντινές αγιογραφίες!

Πρόκειται για μια εξαιρετική επιτυχία της χώρας μας στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής της κληρονομιάς, αλλά και για ένα σοβαρότατο πλήγμα ενάντια στη διεθνή αρχαιοκαπηλία και το ξεπούλημα των αρχαιολογικών μας θησαυρών στο εξωτερικό.

Οι κλεμμένες αγιογραφίες είναι εξαιρετικά σπάνιες από άποψη βυζαντινής τεχνοτροπίας και με αυτές είχαν ασχοληθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70 διαπρεπείς βυζαντινολόγοι απ’ όλον τον κόσμο.

Η φήμη που απέκτησαν έκτοτε φαίνεται πως… άνοιξε την όρεξη των αρχαιοκαπήλων ανά την υφήλιο και έτσι καταστρώθηκε και συντελέστηκε το σχέδιο της αρπαγής τους πριν από 32 χρόνια από την Εύβοια, σε ναό της οποίας υπήρχαν.

Με την πάροδο των ετών οι ελληνικές αρχές είχαν πιστέψει πως ο θησαυρός αυτός θα ήταν οριστικά απολεσθείς για τη χώρα μας. Ωστόσο η επιμονή, οι διασυνδέσεις και η οξυδέρκεια ορισμένων στελεχών της Αστυνομίας βοήθησαν να εντοπιστεί πριν από δύο χρόνια στην Ελβετία και έκτοτε ήταν θέμα χρόνου να επιστρέψει στη χώρα μας. Οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες είχαν κλαπεί τον Αύγουστο του 1978 από τον βυζαντινό Ιερό Ναό Παλαιοπαναγίας Στενής Ευβοίας από έλληνες αρχαιοκαπήλους και στη συνέχεια, με μυθιστορηματικό τρόπο, βρέθηκαν στο εξωτερικό. Το 2006 εντοπίστηκαν από τις ελληνικές αρχές (Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής) στην κατοχή γνωστού ιταλού εμπόρου αρχαιοτήτων, σε γκαλερί που διατηρούσε από κοινού με τη γερμανίδα σύζυγό του στη Βασιλεία της Ελβετίας.

Έτσι, 32 ολόκληρα χρόνια μετά την κλοπή των σημαντικών αυτών μνημείων και συγκεκριμένα την Τετάρτη 17/2/2010, οι πέντε τοιχογραφίες παραδόθηκαν από την Εισαγγελία Βασιλείας στο ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να επιστρέψουν ξανά στη χώρα και στον τόπο όπου ανήκουν. Τις τοιχογραφίες παρέλαβε ο δικηγόρος Αθηνών και Ελβετίας Ηλίας Σ. Μπίσιας που εκπροσώπησε το ελληνικό Δημόσιο και χειρίστηκε τη συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον των ελβετικών δικαστικών αρχών.

Οι τοιχογραφίες απεικονίζουν τον Άγιο Ερμόλαο, τον Άγιο Νικήτα, τον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο και τον Άγιο Νέστορα και αποτελούν μοναδικά άριστα δείγματα γραφής μιας συγκεκριμένης ζωγραφικής σχολής που ευδοκιμούσε κατά τον 13ο και τον 16ο αιώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Υπάρχει ακόμα μία που έχει αλλοιωθεί και δεν διακρίνεται το πρόσωπο που απεικονίζει. Οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες αποτελούν σημείο αναφοράς σε διεθνείς και ελληνικές μελέτες, με σημαντικότερη εκείνη που συνέγραψε το 1971 ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, ο οποίος στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών έργο του «Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας» περιέγραψε αναλυτικότατα τα εν λόγω βυζαντινά μνημεία. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω μονογραφία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου συνέβαλε καθοριστικά στην ταυτοποίηση των τοιχογραφιών και την τεκμηρίωση ενώπιον των ελβετικών αρχών, προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες προέρχονται από τον ελλαδικό χώρο και αποτελούν προστατευόμενα ελληνικά πολιτιστικά αγαθά.

Η δικαστική διαδικασία επαναπατρισμού των πέντε αυτών σημαντικών βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Οι ελληνικές δικαστικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη κατά του ιταλού εμπόρου αρχαιοτήτων καθώς και κατά παντός άλλου υπευθύνου και ζήτησαν από τις ελβετικές αρχές με αίτημα δικαστικής συνδρομής την κατάσχεση των πέντε τοιχογραφιών για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενες απόφαση του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία είχαν καταδικαστεί αμετάκλητα οι δράστες της κλοπής και κλεπταποδοχής των εν λόγω μνημείων.

Η υπόθεση ολοκληρώθηκε επιτυχώς για το ελληνικό Δημόσιο με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από την Εισαγγελία της Βασιλείας τον Δεκέμβριο του 2009, με την οποία διατάχθηκε η άνευ όρων οριστική επιστροφή των τοιχογραφιών στην Ελλάδα.

Τα ιερά κειμήλια θα μεταφερθούν και πάλι στον ναό από τον οποίον κλάπηκαν και ελπίζουμε αυτήν τη φορά να φυλάσσονται περισσότερο. Υπάρχει βέβαια και η σκέψη να μεταφερθούν σε ειδικά φυλασσόμενο χώρο, στη Μητρόπολη Χαλκίδας.

Ό,τι και να γίνει, το ζητούμενο είναι να υπάρχει επαρκής και σοβαρή φύλαξη. Γιατί τέτοιους θησαυρούς δεν είναι δυνατόν να τους εμπιστευόμαστε σε έναν ή δύο ιερωμένους ορεινών επαρχιακών κωμοπόλεων. Γιατί οι άνθρωποι, όχι πως δεν θέλουν να φυλάξουν αυτές τις εικόνες, αλλά αντικειμενικά δεν έχουν τις δυνατότητες και τα μέσα.


Σχολιάστε εδώ