ΑΚΟΥ ΠΩΣ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΝΗΞΕΡΑ ΦΤΩΧΑ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ ΑΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑ ΓΙΑΤΙ ΕΡΗΜΩΝΟΥΝΕ ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΑ

Όταν θηλάζει τό μωρό
στά μητρικά τά στήθια
είναι μικρό καί δέν μπορεί
νά ξέρει τήν αλήθεια.

Μπορεί ν’ ακούει οιμωγές
κλάψες μαζί καί σμπάρα,
όμως δέν κλαίει γιά αυτά
αυτή είν’ η κατάρα.

Τό γάλα τής μητρός αρκεί
γιά νά τό ησυχάσει
τά άλλα είναι άγνωστα
κι ο νους δέν θά τά πιάσει.

Μέσα στήν αθωότητα
τό αίμα δέν μετράει,
τό αίμα είναι κόκκινο
ρυάκι πού κυλάει.

Καί μεγαλώνει τό παιδί
μέσα στήν αγνωσία
περιστεράκι τ’ ουρανού
έτοιμο γιά θυσία.

Τόν κόσμο τόν ατσούμπαλο
σάν λούνα πάρκ τόν βλέπει
καί δέν μαθαίνει τό σωστό
ούτε αυτό πού πρέπει.

Άοπλο, ανυποψίαστο
τρέχει στήν κοινωνία
αξελερέ σάν τόν Σαρλό
σέ κωμική ταινία.

Επιταχύνει τά βραδύ
κι είναι ο τσαρλατάνος
μές σέ σχολεία κλινικές
αμήχανο καί χάνος.

Έρχεται όμως ο καιρός
πού πρέπει νά δουλέψει
κι εδώ μπαίνει τό πρόβλημα
καί η απούσα σκέψη.

Η κούνια πάει, πέταξε
τό γάλα έχει τελειώσει
οι πάνες πεταχτήκανε
ή έχουνε παλιώσει.

Μπροστά του αρματαγωγά
καί πίσω του γρανάζια
φύγανε, πάνε οι εποχές
οι κλάψες καί τά νάζια.

Ο τοίχος πού ορθώνεται
σκληρός απέναντί του
τού αφαιρεί όση έμεινε
από τήν δύναμή του.

Τά BAR, τά καταγώγια
γίνονται τότε στέκια
κι όλο τρυγάει τό παιδί
μπόρες κι αστροπελέκια.

Καί τότε φτάνει ΧΟΡΗΓΟΣ
τό κράτος τής ρεμούλας
καί τό ενδύει μέ στολή
– μιά πράξη αναγούλας.

Περιπολεί τό έρημο
μ’ ένα σαχλό πιστόλι
καί νιώθει τήν υδρόγειο
δικιά του νά ‘ναι όλη.

Οι άλλοι, οι καουμπόηδες
πετούν απ’ τήν χαρά τους
πού παίζουν τώρα τά τσικό
μέσα στά γήπεδά τους.

Έτσι μέ τά Καλάσνικοφ
τά στέλνουνε ταξίδι
καί καταπίνει η μάνα τους
πίκρα μαζί καί ξίδι.

Τό κράτος ως αναίσθητο
δέν δίνει σημασία
μαζεύει ψήφους στά εδώ
καί στήν Αχερουσία.
……………..
Υπουργέ τής Ασφάλειας,
δέξου μιά συμβουλή:
Υπάρχουν άνεργα παιδιά
καί όχι μαθητούδια,
πού μπορούν νά φέρουν
σέ ικανό πέρας
τήν αποστολή τους.
Αυτά είναι οι Λοκατζήδες,
οι Κομάντος, οι τεχνίτες τής μάχης. Αυτοί δέν «μασάνε».
Προσλάβετε 500 ή 1.000
από αυτούς καί τότε
θά δείτε πώς θά σιγήσουν
τά Καλάσνικοφ.


Σχολιάστε εδώ