H εργολαβία της λάσπης

Και υπάρχει, πράγματι, ουσιώδης αντιδιαστολή μεταξύ πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που η τελευταία δεν μπορεί να αποδοθεί σε άγνοια, σφάλμα, ανεπαρκή διερεύνηση κ.λπ., αλλά προδήλως σε μεθοδευμένη παραγωγή «λάσπης» για την εξυπηρέτηση σκοπών που, βεβαίως, δεν αφορούν τον γράφοντα, πλην τον εμπλέκουν και τον «χρησιμοποιούν».

Στο πλαίσιο αυτό, όπως τουλάχιστον θεωρώ ότι συμβαίνει, συναφής με την ΟΠΑΠ ΑΕ αρθρογραφία της παρελθούσης Κυριακής με εμφανίζει ως αυθαιρετούντα και προδήλως ως εκ δόλου ζημιώσαντα της εταιρείας, κατά τον χρόνο ενάσκησης των καθηκόντων μου. Κοινώς ως «λαμόγιο», κατά τη νεοελληνική, όπως αβίαστα θα συμπεράνει ο αναγνώστης του σχετικού δημοσιεύματος.

Αλλά, επ’ αυτού του δημοσιεύματος, θα κρίνει η ελληνική δικαιοσύνη, στην οποία και προσφεύγω με την κατάθεση σχετικής αγωγής, έσχατο «καταφύγιο» (πλην της συνείδησης ενός εκάστου) όσων βάναυσα και συκοφαντικά δυσφημούνται, με πρόδηλη την προσβολή της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπιστίας και της εν γένει προσωπικότητάς τους, όπως ειδικότερα ο νόμος ορίζει. Ωστόσο και επειδή ουδέποτε απέφυγα να αναλαμβάνω τις καλώς νοούμενες ευθύνες που μου ανήκαν, κατά τις περιστάσεις, δεν παραπέμπω -γενικά και αόριστα- στο μέλλον ούτε και «κρύβομαι» πίσω από την κατάθεση της αγωγής. Από την πρώτη στιγμή, άλλωστε, τις ανέλαβα δημόσια και ενυπόγραφα, έως και πρόσφατα. Ιδού λοιπόν τα… «πειστήρια» καθώς και τα… «κίνητρα» της υπογραφής της σύμβασης, η οποία και χαρακτηρίζεται ως «σκανδαλώδης» με την ανάδοχο εταιρεία.

Ορθά και κοφτά επιλέγεται η πρόταξη των στοιχείων που ακολουθούν και έπεται ο επί της ουσίας σχολιασμός, με μόνη την υπόμνηση ότι η ΟΠΑΠ ΑΕ, χωρίς δική της υπαιτιότητα, υποχρεώθηκε προς τούτο, όπως από διετίας έχει λεπτομερώς εξηγηθεί.

α. Απόφαση 7597/25.7.2007 Πρωτοδικείου Αθηνών – Τμ. Ασφαλ. Μέτρων.

«… Επομένως ο λόγος που η καθ’ ης (ΟΠΑΠ ΑΕ) προχώρησε στην υπογραφή της από 31.7.2007 σύμβασης, με την οποία παρετείνετο και τροποποιείτο η υφιστάμενη από το 1999 σύμβαση κ.λπ., κ.λπ. είναι διότι είχε άμεση ανάγκη να εξακολουθήσει απρόσκοπτη η διεξαγωγή των παιχνιδιών και συνεχιστεί ανελλιπώς η συντήρηση του σχετικού εξοπλισμού και λογισμικού, πράγμα το οποίο μπορούσε να επιτύχει μόνο με τον ως άνω αναφερθέντα ανάδοχο, ο οποίος και είναι ο μόνος που μπορούσε να εκτελέσει το επίμαχο έργο. Σε περίπτωση δε αναστολής της εκτέλεσης της επίμαχης σύμβασης, θα διακοπεί η παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών για το Στοίχημα, θα αποσυρθούν οι τερματικές μηχανές που έχουν ήδη διατεθεί, δεν θα υπάρχει συντήρηση του λογισμικού, τόσο των στοιχημάτων όσο και όλων των άλλων παιχνιδιών, θα διακοπεί άμεσα η συντήρηση του κεντρικού συστήματος και των τερματικών μηχανών, με συνέπειες την αδυναμία διεξαγωγής των παιχνιδιών, που θα οδηγούσε στην απώλεια των εσόδων της καθ’ ης μεταξύ των οποίων και το ελληνικό Δημόσιο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη κ.λπ., κ.λπ.».

β. Γνωμοδότηση 190863/30.7. 2009 της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επικυρωθείσα ακολούθως από το Κολέγιο των Επιτρόπων της ΕΕ.

«… Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν ευρισκόμεθα ενώπιον περιπτώσεως πλήρους αντικατάστασης του προϋφιστάμενου συστήματος (όπως επιχειρήθηκε να γίνει με τον ακυρωθέντα, εντέλει, διαγωνισμό του 2005), αλλά ενώπιον της συμπλήρωσης και κυρίως της εξασφάλισης της συνέχειας της ομαλής λειτουργίας του υφιστάμενου συστήματος. Με δεδομένες τις προαναφερόμενες συνθήκες, η εκ νέου ανάθεση της σύμβασης στον αρχικό ανάδοχο κατόπιν της ματαίωσης του διαγωνισμού αντικατάστασής του, φαίνεται να είναι αναγκαία, κατάλληλη και συνιστά τη μόνη λύση, προκειμένου να αποφευχθούν διάχυτοι και απροσδιόριστοι κίνδυνοι αναίρεσης του εν λόγω συστήματος, με απροσδιόριστες συνέπειες για το αδιάβλητο και την αξιοπιστία του συστήματος και ευρύτερα για την εξυπηρέτηση των σκοπών δημοσίου συμφέροντος με τους οποίους έχει επιφορτιστεί ο Οργανισμός. Βάσει των προαναφερόμενων, στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14 της Οδηγίας 2004/18 και κατά συνέπεια η εν λόγω Οδηγία δεν διέπει την επίδικη παράταση της σύμβασης.

γ. Ανακοίνωση προς το ΧΑ της υπό τον Χ. Χατζηεμμανουήλ, διοίκησης της ΟΠΑΠ ΑΕ.

«Η ΟΠΑΠ ΑΕ επαναβεβαιώνει την ακρίβεια της εταιρικής ανακοίνωσης της 1ης Αυγούστου 2007, με αντικείμενο… τίμημα κ.λπ.».

δ. Νόμος 3429/2005 (ΦΕΚ 324, Αʼ) για τις ΔΕΚΟ.

«Επί των ανωνύμων εταιρειών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου (Βʼ) εφαρμόζονται οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύουν και οι λοιπές διατάξεις, οι εφαρμοζόμενες σε κάθε άλλη εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά ανώνυμη εταιρεία (σε συνδυασμό και με την κατάργηση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3336/2005, κατά την οποία το Δημόσιο διόριζε το ήμισυ, πλέον ενός, των μελών του ΔΣ της ΟΠΑΠ ΑΕ.

Συμπέρασμα – Σχολιασμός

Από την παράθεση και μόνο των προαναφερόμενων -τα οποία οι συκοφαντικώς δυσφημούντες ασφαλώς εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και που σε κάθε περίπτωση όφειλαν να διερευνήσουν- προκύπτουν τα ακόλουθα, ως ουσία των πραγμάτων:

1. Ήδη, από τα τέλη του 2005, η ΟΠΑΠ ΑΕ είχε ρητά εξαιρεθεί από τις διατάξεις που διέπουν τις ΔΕΚΟ. Κατά συνέπεια δεν ήταν «αναθέτουσα αρχή» και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός της (κατ’ επιλογή της τότε διοίκησης) αποφυγής εναρμόνισης των καταστατικών της διατάξεων με τον

-υπερισχύοντα, σε κάθε περίπτωση- σχετικό νόμο. Και ασφαλώς λίγη σημασία έχει η θέση του γράφοντος καθώς και η έγγραφη επισήμανση αρμοδίως της διαπίστωσης ότι «…η ΟΠΑΠ ΑΕ παραδίδεται στις ορέξεις πολλών ενδιαφερομένων, εντός και εκτός συνόρων…»

Και πρέπει, εδώ, να σημειωθεί ότι κατά την αιτιολογική έκθεση της ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙΣΗΣ διάταξης (άρθρο 14, Ν. 3336/2005 – ΦΕΚ 96 Α’) «το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να θωρακίσει την ΟΠΑΠ ΑΕ, κατοχυρώνει νομοθετικά το δικαίωμα διορισμού της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ, για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβαση αποκλειστικότητας».

Ωστόσο, και επειδή «το νόμιμο δεν είναι ηθικό», η ΟΠΑΠ ΑΕ -επί των ημερών του γράφοντος- συνέχιζε να λειτουργεί «ως αναθέτουσα αρχή», πάντα με απόλυτο σεβασμό (οφειλόμενο, άλλωστε) στις διαδικασίες άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου (Ερωτήσεις – Επερωτήσεις), παρέχοντας ανελλιπώς κάθε ζητούμενη πληροφορία ή στοιχείο (π.χ. διαφημιστική δαπάνη, χορηγίες, απασχολούμενο προσωπικό κ.λπ.), μέσω του αρμόδιου υπουργού φυσικά, όπως εύκολα διαπιστώνεται τόσο από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Βουλής, όσο και από τα επίσημα πρακτικά.

Κατά συνέπεια (και με δεδομένο το νομικό πλαίσιο της λειτουργίας της ΟΠΑΠ ΑΕ, ως και κάθε άλλης εισηγμένης στο ΧΑ εταιρείας) περί ποιας συμφωνίας του… Δημοσίου ή της ΟΠΑΠ ΑΕ ως εταιρείας του Δημοσίου ομιλούν οι συντάκτες του, σε βάρος μου, προς την κυβέρνηση (!) να δώσει στη δημοσιότητα τη σύμβαση; Όλα αυτά, από τυπικής πλευράς, δεν αντέχουν σε στοιχειωδώς σοβαρό σχολιασμό! Και τούτο γιατί ο νομοθέτης (ατυχέστατα, κατά την ταπεινή μου άποψη) «μετεξέλιξε» την ΟΠΑΠ ΑΕ σε μια συνήθη ΑΕ, εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά, που θα μπορούσε να εμπορεύεται υποδήματα, υδραυλικά, υλικά οικοδομών κ.λπ.

2. «Αδίκησε» όμως το αυτό δημοσίευμα και τον αξιότιμο κ. Χρ. Χατζηεμμανουήλ, πρώην πρόεδρο της εταιρείας, την οποία και εμφάνισε ως… «πανικόβλητο» (!), μπροστά στα όσα διαπίστωσε, ως προς το ύψος του τιμήματος, όπως συμπεραίνεται.

Μα, δεν ήταν ο ίδιος που επαναβεβαίωσε το ΧΑ για την ακρίβεια της προηγηθείσας ανακοίνωσης; Δεν ήταν ο ίδιος που (ορθώς και ως όφειλε, ασφαλώς αφού περί συμβατικής υποχρέωσης επρόκειτο) κατέλαβε ανελλιπώς και επί δύο χρόνια το συμφωνηθέν μηνιαίο τίμημα, υπό την αυτονόητη αίρεση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου;

Είναι βέβαια ρητορικό το ερώτημα, δεν απευθύνεται στον αξιότιμο κ. Χ. Χατζηεμμανουήλ ο οποίος ασφαλώς και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το υπόψη δημοσίευμα, ούτε βεβαίως με δεκάδες δημοσιεύματα περί συνεργασίας ΟΠΑΠ – INTRALOT στη διερεύνηση της αγοράς της Τουρκίας.

3. Επί του ζητήματος της κρίσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτή συνιστά την, εκ των υστέρων, δικαίωση των επιλογών και αποφάσεων της τότε διοίκησης, η οποία και είχε κατηγορηθεί για (δήθεν) παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού).

4. Επί της απόφασης του Ελληνικού Δικαστηρίου ανεπιφύλακτα προκύπτει το βάσιμο ακριβώς και αληθές του ισχυρισμού μου ότι «στον ΟΠΑΠ θα έμπαινε λουκέτο» και ότι «οι Πράκτορες – Συνεργάτες της εταιρείας θα βρισκόντουσαν στον δρόμο».

Αυτά δεν ελέγοντο προς εντυπωσιασμόν, ήταν η αποτύπωση της πραγματικότητας για τη θέση που είχε περιέλθει η ΟΠΑΠ ΑΕ εξ υπαιτιότητας άλλων.

Και αντί η δημοσιογραφική βάσανος να εστιασθεί σε αυτό ακριβώς το σημείο, αντί να διερευνηθεί το βάσιμο αυτού του ισχυρισμού («λάθος σκάνδαλο» αναζητείτε, φώναζε από διετίας ο γράφων) και να διακριβωθεί αν όντως η τότε διοίκηση εξάντλησε και αυτά τα απώτατα όρια πρόνοιας, επιμέλειας και χρηστής διοίκησης (όπως βάσιμα υποστηρίζω) ή αν ενδεχομένως ευθύνεται και αυτή για τη δεινή θέση που περιήλθε η ΟΠΑΠ ΑΕ από την, εκ των πραγμάτων, ακύρωση του διαγωνισμού που αφορούσε την Τεχνολογική της Αναβάθμιση, περιέργως αποσιωπάται το σημείο αυτό και -προφανώς γιατί έτσι βολεύει- κατασυκοφαντείται ο γράφων…

Αυτός, όμως, δεν εθελοτυφλεί. Εδώ και δύο χρόνια προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Κι ας είναι εκείνος που -όπως ασφαλώς θα ενθυμούνται καλώς οι συνάδελφοί μου στο ΔΣ, ο γραμματέας και οι Νομικοί Σύμβουλοι που παρευρίσκοντο στη σχετική συνεδρίαση- ούτε λίγο ούτε πολύ πρότεινε την… ταυτόχρονη ενημέρωση της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, διαβλέποντας τον οχετό της λάσπης που θα ακολουθούσε, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον επηρεασμένο από το παρελθόν και πλήρους σκανδαλολογίας, αλλά και «ανθρωποφαγίας».

Αλλά, ποια σύμβαση υπέγραψε ο γράφων; Αντιγράφουμε από την προμνησθείσα υπ’ αριθ. 7597/25.7.2007 Απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.

«… Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 23/13.6.2007 απόφαση του ΔΣ της καθής (ΟΠΑΠ ΑΕ) θέμα 2ο, αποφασίσθηκε η σύσταση επιτροπής διαπραγμάτευσης με τον Ανάδοχο (και ήδη παρεμβαίνοντα) με το ακόλουθο έργο: «Η ως άνω Επιτροπή θα προέλθει σε κάθε πρόσφορη και αναγκαία συζήτηση και ενέργεια με την ως άνω κοινοπραξία και εταιρεία, για τις αναγκαίες τροποποιήσεις καθώς και επέκταση ή και ανανέωση της ως άνω σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη τις λειτουργικές και επιχειρηματικές ανάγκες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί, ιδίως εν όψει του ανταγωνισμού που δέχεται το Στοίχημα από τον παράνομο ανταγωνισμό για την ομαλή οργάνωση και διεξαγωγή του παιχνιδιού ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ και επικουρικά για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής συνέχειας των λοιπών παιχνιδιών…»

Δηλαδή, η αλήθεια είναι ότι ο γράφων, με την τότε ιδιότητα του προέδρου της ΟΠΑΠ ΑΕ, υπέγραψε -ομού με τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο και με τον νομικό σύμβουλο της εταιρείας- τη συμφωνία, σε εκτέλεση και κατ’ εντολήν σχετικής απόφασης του τότε ΔΣ, προς το οποίο είχε προηγηθεί σχετικής εισήγηση Τετραμελούς Επιτροπής (που το ίδιο το ΔΣ είχε συγκροτήσει) με τη συμμετοχή των προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου, και δύο ακόμη μελών του τότε ΔΣ.

Ούτω πώς… «αυθαιρέτησε» ο γράφων, αλλά πλείονα κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής.

Εν τέλει, η τότε διοίκηση όφειλε να σταθμίσει το δημόσιο συμφέρον. Αυτό έπραξε και αυτό αναγνώρισε και το δικαστήριο. Όφειλε, επίσης, με τη σύμβαση να διασφαλίσει το «MAXIMUM» της ωφέλειας για την ΟΠΑΠ ΑΕ. Και αυτό έπραξε (εδώ πράγματι θα ήταν καλοδεχούμενη η κριτική, κατά πόσον δηλαδή επιτεύχθηκε η μέγιστη δυνατή ωφέλεια για την εταιρεία, όμως και εδώ σιωπή…).

Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως η κατασυκοφάντηση του γράφοντος ουδόλως σχετίζεται με το γεγονός τής, επί της δικής του θητείας, καταδίκης συγκεκριμένου εντύπου από τα ποινικά δικαστήρια, επειδή παρανόμως διαφήμιζε αλλοδαπές στοιχηματικές εταιρείες, οι οποίες (ομοίως παρανόμως) εδραστηριοποιούντο -μέσω του Διαδικτύου- και στην Ελλάδα, ούτε και με το γεγονός ότι, συναφώς, διεκδικείται έκτοτε από την ΟΠΑΠ ΑΕ αποζημίωση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για έσοδα που αποστερήθηκαν, κατά τον τρόπο αυτό, από την εταιρεία, τους μετόχους της (εν οις και το ελληνικό Δημόσιο) αλλά και την ελληνική οικονομία.


Σχολιάστε εδώ