50 χρόνια αγώνος επιβίωσης
Αξίζει να αναλογισθούμε τις συνθήκες ίδρυσης αυτού του ιδιότυπου ως προς την πολιτική και θεσμική του υπόσταση κρατικού μορφώματος, τη διαδρομή του στον χρόνο, έναν χρόνο πολιτικό και κοινωνικό, στη νεώτερη παγκόσμια και εθνική ιστορία, την αντοχή και επιβίωσή του στις συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις, υπονομεύσεις και συνωμοσίες, εθνικές και διεθνείς, για τη διάλυση και κατεδάφισή του, και να οραματιστούμε εν τέλει τις προοπτικές επιβίωσης και μετεξέλιξής του στον χρόνο που μας έρχεται, δηλαδή στο μέλλον.
Το ιστορικό πλαίσιο είναι απαραίτητο για κάθε αναλυτή που επιθυμεί να διατυπώσει, ως οφείλει, προβλέψεις για το μέλλον.
Η ιστορική του προέλευση ανάγεται στη δεκαετία του ’50, όπου και απετέλεσε ένα προϊόν –ιδιότυπο και μοναδικό σε έμπνευση, σχεδιασμό και υλοποίηση– της μετεμφυλιακής, κηδεμονευόμενης Ελλάδας, της αγωνιζόμενης για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού Κύπρου ως κυπριακού Ελληνισμού, της Τουρκίας, που ενεπλάκη δολίως από τον βρετανικό αποικιακό παράγοντα, της Βρετανίας ως «διατητεύουσας» επικυρίαρχης δύναμης και των επικεφαλής των δύο κοινοτήτων, Ελλήνων και Τούρκων, της πολιτικής ηγεσίας της αγωνιζόμενης για την Αυτοδιάθεση – Ένωση ΕΟΚΑ ως ελληνοκυπριακής κοινότητας και του Φαζίλ Κιουτσούκ ως ηγέτη των Τουρκοκυπρίων.
Όλο αυτό το σχήμα, που άρχισε τις επίσημες διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο του ’59 στη Ζυρίχη, κατέληξε τον Αύγουστο του ’60 στην επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου, ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, υποκειμένου στο Διεθνές Δίκαιο, αναγνωρισμένου απ’ όλα τα κράτη του κόσμου και μέλους του ΟΗΕ.
Η διαδρομή των 50 ετών, που ακολούθησε μέχρι σήμερα, ήταν κυριολεκτικά τρικυμιώδης, με τη σύγκρουση σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο να είναι το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, με την Ελλάδα και την Τουρκία να βρίσκονται επανειλημμένα στο χείλος του πολέμου για την υπόθεση της Κύπρου, με το Κυπριακό ν’ αποτελεί για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες κορυφαίο διεθνές πρόβλημα, που αφορούσε και την αντιπαράθεση στον Ψυχρό Πόλεμο Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, με την Κύπρο και την Ελλάδα να μην έχουν σαφή στρατηγική, περιπίπτουσες συνήθως σε μεγάλα και μικρά λάθη, και με την Τουρκία να κάνει σχεδόν πάντοτε σωστές στρατηγικές κινήσεις.
Σε όλο αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει κανείς, αναλογιζόμενος την πεντηκονταετία, πως η βρετανική στρατηγική της διχοτόμησης ήταν η απόλυτη διεθνής σταθερά στο παιχνίδι της Κύπρου.
Το 1964 ήταν και παραμένει ο βασικός σταθμός που προετοίμασε την τραγωδία του ’74 και που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενός κρατικού μορφώματος sui generis που θα μπορούσε σταδιακά να μετεξελίξει τις διαιρετικές δομές της Ζυρίχης και να καταστήσει το κυπριακό κράτος πραγματικά ενιαίο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο.
Πολλοί είναι οι αναλυτές που πιστεύουν πως η κρίση του 1964 και οι ατυχείς χειρισμοί Αθηνών – Λευκωσίας σ’ αυτήν οδήγησαν όχι μόνο στην πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, στην απόσυρση της ελληνικής δύναμης από την Κύπρο και στην τραγωδία του ’74.
Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει κατ’ επέκτασιν πως η ίδια η δικτατορία του ’67 επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, θα λέγαμε αρνητικά, την ιστορική εξέλιξη του ελλαδικού κράτους και του έθνους ευρύτερα, στο πολιτικό, κοινωνικό, και πολιτιστικό επίπεδο.
Η εισβολή του 1974 είναι μια ανείπωτη τραγωδία για ολόκληρο το έθνος. Μετέβαλε τη θεσμική διαίρεση του ’60 σε εδαφική και πολιτική, με συνέπεια τη διεκδίκηση από την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους αυτόνομης κρατικής οντότητας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, ατην νατροπή εν τοις πράγμασι των Συμφωνιών του ’59 – ’60 για την Κυπριακή Δημοκρατία, και τη διεκδίκηση από τους Τούρκους της εγκαθίδρυσης ενός νέου ουσιαστικά κρατικού μορφώματος που να περιλαμβάνει δύο αυτόνομες κρατικές οντότητες, συνομοσπονδιακής δομής, με ομοσπονδιακή ταμπέλα.
Το 1974 και η άνευ κόστους για την Τουρκία κατοχή της Κύπρου, δηλαδή χωρίς ανταπόδοση από το ελλαδικό κράτος, επηρέασαν εξόχως αρνητικά για την Ελλάδα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο διμερές επίπεδο, αφού αποθράσυναν την Τουρκία και της επέτρεψαν να διεκδικεί τα πάντα, κλιμακώνοντας δεκαετία με δεκαετία τις απαιτήσεις της στο Αιγαίο.
Ο απολογισμός σήμερα αποφέρει ένα μόνο κέρδος: Πως καταφέραμε, Αθήνα και Λευκωσία, να διατηρήσουμε την Κύπρο ζωντανή ως Κυπριακή Δημοκρατία, τον Ελληνισμό της, παρά τα σκαμπίλια που δέχθηκε, ακμαίο και αισιόδοξο, το κυπριακό κράτος αποτελεσματικό σε ό,τι αφορά τη Δημόσια Διοίκηση και την Οικονομία και κυρίως την Κύπρο να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της ΟΝΕ.
Αυτά όλα βεβαίως οφείλονται και στην αντίσταση των 50 ετών διαχρονικά, αλλά και στο τελευταίο «εκβάν» του «ΟΧΙ» των Ελλήνων της Κύπρου στο Σχέδιο Ανάν.
Σήμερα, υπερασπιζόμαστε αυτό που έχουμε και διεκδικούμε τη βελτίωσή του, που σημαίνει πολιτικά την απελευθέρωση των κατεχομένων και τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σ’ ένα κράτος σύγχρονο και δημοκρατικό, και επίσης την επέκταση στο εδαφικό επίπεδο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περιοχή που το τραύμα του ’74 εμπόδισε και εμποδίζει την άσκηση κυριαρχίας.
Η Κύπρος και ο Ελληνισμός χρειάζονται τη λύτρωση της απελευθέρωσης, γιατί αυτό θα είναι και η δικαίωση της ιστορίας και του πολιτισμού.
Αυτό θα σήμαινε ταυτόχρονα και προστασία των Τουρκοκυπρίων ως πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΕΕ, αλλά και την πολιτικά αυτόνομη συμμετοχή τους σ’ ένα κοινό δημοκρατικό κράτος.