ΟΙ ΨΥΧΡΑΙΜΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΝΟΡΒΗΓΟΥ

Έδωσε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο σκηνοθέτης στην «Kαθημερινή» της περασμένης Κυριακής, 7 Φεβρουαρίου, όπου άθελά του ίσως έθεσε έναν προβληματισμό κοινό σε όλους μας όσο περνάει ο καιρός, κι αυτός ο προβληματισμός δεν είχε να κάνει με το θέατρο, αλλά με τη μεταμόρφωση του κέντρου της Αθήνας σε κάτι άλλο απ’ αυτό που ξέραμε και θυμόμαστε, και τούτο δεν είναι και τόσο παλιό. Όταν ερωτάται για τις διαφορές μεταξύ ελλήνων και νορβηγών ηθοποιών, προτιμά να δώσει το βάρος της απάντησής του αλλού, μια και δεν εντοπίζει σημαντικές διαφορές εκεί. Λέει λοιπόν: «Τις διαφορές εγώ τις βλέπω γύρω μου, στους δρόμους. Το να περπατήσω από το Εθνικό μέχρι το ξενοδοχείο μου στην Ομόνοια είναι μια άλλη εμπειρία. Στη διαδρομή με πλησιάζουν άνθρωποι και προσπαθούν να μου πουλήσουν ναρκωτικά. Έτσι, δεν μπορώ να περπατάω χαλαρά μιλώντας στο κινητό μου. Πρέπει να είμαι προσεκτικός». Να μια μεγάλη αλλαγή της Αθήνας, μια διαφορά που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά μας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που όλο και πιο συχνά διηγούνται πόσο διστάζουν να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους στους γύρω δρόμους από το Εθνικό Θέατρο σκεπτόμενοι πώς και αν θα τα βρουν όταν επιστρέψουν. Αυτό δεν υπήρχε. Προφανώς η μορφή μετανάστευσης που κατοίκησε την περιοχή έχει μεγαλύτερη σχέση με εκτός νόμου ζωή και δράση παρά με μεροκαματιάρηδες που ξεκίνησαν από μακριά κι έφτασαν με χίλιες ταλαιπωρίες εδώ για μια καλύτερη ζωή.

Ένα βασικό πλεονέκτημα της Αθήνας σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες ήταν η πανθομολογούμενη άνεση να κυκλοφορεί κανείς με ασφάλεια παντού οποιαδήποτε ώρα. Ήταν η άνεση των γυναικών να περπατούν ασυνόδευτες οποιαδήποτε ώρα. Τα τελευταία χρόνια αυτά έχουν δώσει τη θέση τους σε μιαν εκτεταμένη ανασφάλεια που έχει να κάνει με την αυξημένη ποινικότητα της περιοχής. Χάθηκε αυτό το πλεονέκτημα και μαζί του χάθηκε η αίσθηση των διαβατών, των θεατών, των ανθρώπων που περπατούν γύρω ότι μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι και όσα έκαναν με την ίδια ασφάλεια.

Μπορεί αυτό να αποκατασταθεί; Να αλλάξει; Άγνωστο. Συνήθως ό,τι αλλάζει, ό,τι χαλάει, δύσκολα διορθώνεται.

Η δημοσιογράφος Όλγα Σελλά που μιλά μαζί του θέλει τη διευκρίνιση, κι έτσι ρωτάει: «Εννοείτε το σημείο όπου βρίσκεται το Εθνικό ή τη θεματολογία του θεάτρου;». Και η απάντηση του νορβηγού σκηνοθέτη είναι σαφής και καταλυτική: «Θα μπορούσε να επηρεάσει και το Εθνικό γιατί οι άνθρωποι που φτάνουν μέχρι εδώ πρέπει να έχουν πολύ μεγάλη θέληση. Βέβαια, βλέπω ότι οι παραστάσεις είναι γεμάτες, άρα μέχρι στιγμής δεν το έχει επηρεάσει. Νομίζω όμως ότι η κοινωνία πάντα επηρεάζει το θέατρο. Το θέατρο είναι η ζωή και δείχνει τη ζωή». Είναι σωστά και τα δύο. Και οι παραστάσεις είναι πλήρεις θεατών και όσοι πάνε πρέπει να έχουν μεγάλη θέληση. Τι μπορεί να κάνει η Πολιτεία για να διαλύσει το υπάρχον κλίμα και τον διάχυτο φόβο; Πρέπει να δούμε ότι δεν πρόκειται για έργο κατασταλτικό, δεν αρκούν οι όποιες επεμβάσεις της Αστυνομίας γιατί έχουν πρόσκαιρο αποτέλεσμα.

Στον βαθμό που όλη η περιοχή γύρω από την Ομόνοια και το Μεταξουργείο κατοικείται (είτε ως «επαγγελματική» έδρα είτε ως διαμονή) από οικονομικούς μετανάστες, είναι πολύ δύσκολο να μεταβληθεί σε κάτι άλλο.

Οι μετανάστες επέλεξαν τη συγκεκριμένη περιοχή γιατί είδαν ότι είναι το κέντρο, η καρδιά της πόλης, και εμπορικά είχαν εκεί ελπίδες να σταθούν. Ανάμεσά τους γεννήθηκαν, όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, και τα ποινικά στοιχεία που δρουν απειλητικά ακόμα και για τους ίδιους του ξένους εργαζομένους. Ίσως οι περιπολίες των πεζών τμημάτων αστυνομικών να λειτουργούν ανακουφιστικά. Όχι πως μπορούν στην πραγματικότητα να κάνουν τίποτα δυο τρεις ένστολοι άνθρωποι σε ένα περιβάλλον αλωμένο από την παρανομία, αλλά συμβολικά και ψυχολογικά η παρουσία τους έχει ένα αποτέλεσμα.

Πάντως, επειδή η πόλη θα είναι πάντα εκεί και το Εθνικό Θέατρο επίσης, θα πρέπει όσοι από την Πολιτεία ασχολούνται με ανάλογα ζητήματα να διαβάσουν με μεγάλη προσοχή τη συνέντευξη του περιγραφικού και απροκατάληπτου Νορβηγού. Κάτι θα κερδίσουν…


Σχολιάστε εδώ