Οι τράπεζες τελικά θα σώσουν την κατάσταση;

Τις επόμενες εβδομάδες οι ελληνικές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν την κρίσιμη παράμετρο της ρευστότητας. Είναι μια κατάσταση που το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει για δεύτερη φορά, όχι όμως με τη σημερινή ένταση, μέσα σε διάστημα δεκατριών μηνών.
Όταν τον Νοέμβριο του 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, με κολοσσούς όπως η JP Morgan, η Royal Bank of Scotland, η UBS κ.λπ. να αντιμετωπίζουν άμεσα προβλήματα συνέχισης των εργασιών τους, οι κυβερνήσεις ήταν εκείνες που στήριξαν τη λειτουργία τους, είτε με εγγυήσεις είτε με κεφάλαια των φορολογουμένων είτε με εξαγορά από τις τράπεζες των τοξικών προϊόντων είτε, τέλος, με άμεση συμμετοχή στο μετοχικό τους κεφάλαιο με εκατοντάδες δισ. ευρώ ή δολάρια. Οι δυνάμεις της αγοράς είχαν παραλύσει και οι προβαλλόμενες δυνατότητες για επίλυση της κρίσης μέσα από αυτές έπεφταν στο κενό.
Στην Ελλάδα η κρίση αυτή εκδηλώθηκε όχι τόσο σε μετρήσιμα μεγέθη όσο στη δημιουργία ενός κλίματος ανασφάλειας γύρω από τις καταθέσεις. Αυτό όμως ήταν υπερβολικό, αφού οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν μολυνθεί από τοξικά προϊόντα, γεγονός που οφείλεται στον επαγγελματικό τρόπο που τα στελέχη τους αντιμετώπισαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τη θύελλα των τοξικών που τα τελευταία χρόνια κατέκλυαν ως καινοτόμες λύσεις τις αγορές. Το κλίμα εμπιστοσύνης ευτυχώς αποκαταστάθηκε χάρη στη δέσμευση της κυβέρνησης ότι εγγυάται τις καταθέσεις. Η δέσμευση αυτή ήταν ένα σημαντικό στήριγμα της Πολιτείας προς τις τράπεζες.
Εφέτος, με την έκρηξη του δημοσιονομικού προβλήματος, τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος σε απαγορετευτικό επίπεδο, οι τράπεζες, και όχι το κράτος, είναι εκείνες που καλούνται να προσφέρουν στήριξη, και όσο κι αν ο κλάδος δεν είναι και ο πιο συμπαθής στην κοινωνία, δύσκολα θα μπορούσε να του καταλογισθούν ευθύνες για τη σημερινή κρίση.
Οι ισολογισμοί των ελληνικών τραπεζών είναι κατά βάση υγιείς, όταν όμως τους βάλεις μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας, ο προβληματισμός που δημιουργείται είναι τι αμυντικούς μηχανισμούς θα πρέπει να αναπτύξουν προκειμένου να υποστούν τις δυνατόν λιγότερες αρνητικές συνέπειες. Το πρόβλημα πάντως που θα πρέπει να διαχειριστούν αμέσως είναι εκείνο της ρευστότητας.
Κατά πάγια τακτική, οι πηγές άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες είναι οι καταθέσεις, η διατραπεζική αγορά, η τιτλοποίηση δανείων, η άντληση με εγγύηση ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και, τέλος, τα ιδιωτικά ντιλ, με υψηλό όμως κόστος. Στη σημερινή συγκυρία, καθεμιά από τις πηγές αυτές παρουσιάζει περίπου την παρακάτω εικόνα.
• Καταθέσεις: Μέχρι στιγμής εξακολουθούν να παραμένουν στο ίδιο επίπεδο των 278 δισ. ευρώ, με μια μικρή μείωση της τάξεως των 3,5 δισ. τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω άκομψων χειρισμών στο θέμα της φορολόγησής τους και του πόθεν έσχες.
• Άντληση ρευστότητας με εγγύηση κρατικά ομόλογα: Η πηγή αυτή είναι στα όρια να εξαντληθεί, αν δεν έχει ήδη εξαντληθεί μετά την υποβάθμιση των ομολόγων από τους οίκους Moody’s σε Α2 και Fitch και Standard & Poor’s σε ΒΒΒ+. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα θα χρηματοδοτεί μέχρι τέλος του έτους ομόλογα με rating BBB+ και κατά συνέπεια μια παραπέρα υποβάθμισή τους θα κλείσει και τυπικά τη στρόφιγγα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει μεγάλη χρήση της δυνατότητας αυτής, έχοντας χρηματοδοτήσει το 8% των επενδύσεών τους σε σχέση με το 2% των γερμανικών.
• Τιτλοποίηση δανείων: Η τιτλοποίηση δανείων της λιανικής κυρίως τραπεζικής λειτούργησε με επιτυχία τα τελευταία χρόνια, έχοντας αποφέρει στο σύστημα περίπου 30 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην καλή κατάσταση των δανειακών χαρτοφυλακίων που επιβεβαιωνόταν με το χαμηλό ποσοστό καθυστερήσεων, συνήθως κάτω του 5%. Το πρόβλημα αρχίζει πλέον να διαγράφεται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που επηρεάζει άμεσα τα εισοδήματα και κατά συνέπεια τη δυνατότητα των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να αποπληρώνουν τα δάνειά τους. Η ρύθμιση που προτάθηκε για τις καθυστερήσεις των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έτσι όπως παρουσιάστηκε τελικά, λειτούργησε αρνητικά. Οι δημοσιονομικές εξελίξεις και η επίδρασή τους στην πραγματική οικονομία έχουν αρχίσει να επηρεάζουν, όχι σημαντικά ακόμη, την ποιότητα των χαρτοφυλακίων, γεγονός που αποτυπώνεται και στην άνοδο του ποσοστού των καθυστερήσεων στα επίπεδα 8% με 10%. Έχει δε μετρηθεί στατιστικά (και καθιερωθεί, κυρίως στις ΗΠΑ) ότι ο δείκτης ανεργίας σε περιόδους κρίσης συμβαδίζει με τον δείκτη καθυστερήσεων.
• Διατραπεζική αγορά: Η εσωτερική διατραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Το δεκαπενθήμερο είναι συνήθως ο μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας, με τον κύριο όγκο των πράξεων να γίνεται overnight. Υπάρχει μούδιασμα για το τι θα ακολουθήσει. Οι δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων από ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν περιοριστεί σημαντικά. Έτσι, πέρα από τα repos, εμφανίζεται επιφύλαξη ακόμη και στα swaps. Είναι πράγματι άδικο για έναν κλάδο με υγιείς κατά βάση ισολογισμούς να μην μπορεί να κάνει χρήση στον βαθμό που θέλει μιας αγοράς 350 δισ. ευρώ.
Θετικό πάντως είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το ελληνικό Δημόσιο, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει μέχρι το καλοκαίρι να αποπληρώσουν ύψος ομολόγων που, σύμφωνα με εκτιμήσεις, δεν ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ.
Είναι ξεκάθαρο ότι η πορεία των δημοσιονομικών της χώρας θα έχει άμεση επίπτωση στις τράπεζες. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους 28-40 δισ. ευρώ σε κρατικά ομόλογα. Πιο συγκεκριμένα, η Εθνική 18,5, η Eurobank 10,5, η Πειραιώς 6 και η Alpha 3,5.
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές, οι γερμανικές έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα 45 δισ. ευρώ, οι γαλλικές 79 δισ. ευρώ, οι ελβετικές 58 δισ. ευρώ κ.λπ. Έτσι βέβαια εξηγείται και η στήριξη, έστω και πολιτική, που δόθηκε στη φάση αυτή από τους εταίρους μας στις Βρυξέλλες την Πέμπτη 11 του μηνός. Με άλλα λόγια, το μήνυμα που εστάλη είναι «ή μας σώζετε ή, αν πέσουμε, κάποιοι θα πέσουν μαζί μας». Ή, χρησιμοποιώντας τη βιβλική ρήση, «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
Οι αγορές πάντως, μη έχοντας κάτι πιο συγκεκριμένο από μια γενική στήριξη αντέδρασαν επιφυλακτικά, περιμένοντας εξειδίκευση με συγκεκριμένα μέτρα, τη Δευτέρα. Η ασαφής αυτή στήριξη, σε συνδυασμό με τη μηδενική ανάπτυξη του γερμανικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο, επηρέασε αρνητικά το ευρώ σε σχέση με το δολάριο. Έτσι, το απόγευμα της Παρασκευής η ισοτιμία διαμορφωνόταν σε 1,35-1,36, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες παρουσίαζαν πτώση των μετοχών τους, περίπου στο 5% .
Η επόμενη εβδομάδα αναμένεται καθοριστική για την κατεύθυνση που θα κινηθούν οι διεθνείς αγορές.


Σχολιάστε εδώ