Μια φορά και έναν καιρό
Εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, ένας διαρρήκτης διακατεχόμενος από πρωτοποριακές ιδέες έβαλε στο μάτι το γνωστό κοσμηματοπωλείο Κωνσταντάρα επί της οδού Βουκουρεστίου, θεωρώντας πως είναι αμαρτία πανάκριβα κοσμήματα να κάθονται και να λιάζονται στη βιτρίνα, ενώ μπορούσαν νʼ αξιοποιηθούν από εκείνον λίαν επωφελώς. Μια διάρρηξη όμως σʼ ένα σημείο τόσο πολυσύχναστο δεν ήταν εύκολη, διότι η περιοχή αστυνομεύετο. Και αν ακόμη κατόρθωναν μέσα στη νύχτα να σηκώσουν το σιδερένιο ρολό, να παραβιάσουνε την πόρτα και να βρεθούν μέσα στο κατάστημα, αμέσως θα γίνονταν αντιληπτοί, θα τους τσίμπαγαν και «απʼ τʼ αυτί και στον δάσκαλο», όπως λένε. Αν όμως η πόρτα άνοιγε καταμεσήμερο, χωρίς προφύλαξη, στο τελείως «αδιάφορο», την ώρα που τα καταστήματα είχαν μεσημβρινή διακοπή, γιατί τότε δούλευαν με διακεκομμένο ωράριο, ποιος θα υποπτευότανε για κλέφτη το άτομο που αδειάζει τις βιτρίνες και δεν θα τον πέρναγε για τον διακοσμητή που τις ανανεώνει, για να σκανδαλίζουνε στον ύπνο τους τις νεαρές κυρίες;
Όπως ο στρατηγός Μακ Άρθουρ σχεδιάζοντας την απόβαση στα κακοτράχαλα βράχια της Ιντσόν είπε: «Η επιχείρηση θεωρείται αδύνατη, και γιʼ αυτό θα πετύχει…». Και πριν απʼ αυτόν, στο ίδιο περίπου βασίσθηκε ο Αννίβας και πέρασε τους ελέφαντες πάνω από τις χιονισμένες Άλπεις το «αδύνατον» ακριβώς εκμεταλλεύτηκε και ο εν πολλαίς καταδίκαις γηράσας κ. Άλφα, εξπέρ της διαρρηκτικής τέχνης, για να δράσει τις ανύποπτες μεσημεριανές ώρες, αξιοποιώντας τα διδάγματα της Ιστορίας, που σε κάτι θα χρησίμευαν επιτέλους. Επειδή δεν ήταν μοναχοφαγάς και επιπλέον χρειαζότανε και δεύτερο χέρι, κατέφυγε στις υπηρεσίες του παλαιού του γνώριμου από τα διάφορα κρατητήρια κ. Βήτα, που είχε το ταλέντο να ξεχωρίζει τη μάρκα κάθε κλειδαριάς μʼ ένα απλό κοίταγμα από μακριά. Τον κατατόπισε πάνω στο σχέδιό του, προσθέτοντας και την αξία των κοσμημάτων που θα αφαιρούσαν, και τελικά τον έχρισε συνεταίρο του. Βαθύτατα συγκεκινημένος ο κ. Βήτα από την τιμή που του έγινε, σαν ανταπόδοση -κατόπιν βραχείας επί τόπου επιθεωρήσεως- τον πληροφόρησε επί του τύπου και του εργοστασίου κατασκευής της κλειδωνιάς του καταστήματος. Τα ονόματα του δράστη και του συνενόχου του δεν θα τʼ αναφέρομε, διότι πιθανόν να έχουν παιδιά και εγγόνια που ζουν σήμερα σαν ευυπόληπτοι πολίτες ανάμεσά μας και δεν πρέπει οι «αμαρτίες γονέων» να στιγματίζουν τους επιγόνους τους, έστω κι αν οι εφημερίδες της εποχής γράφανε φαρδιά πλατιά τα ονοματεπώνυμα μαζί με τις ανφάς και προφίλ φωτογραφίες τους, προερχόμενες απʼ την πλούσια συλλογή των άλμπουμ της «Σήμανσης», παρότι οι εικονιζόμενοι δεν διέθεταν ανάλογη φωτογένεια με τους αστέρες του Χόλιγουντ, η δε κακή εκτύπωση των εφημερίδων αφαιρούσε κάθε καλλιτεχνική αξία. Έψαξαν και βρήκαν κλειδί της ίδιας μάρκας και τις εσπερινές ώρες, τότε που έκλειναν τα μαγαζιά και γέμιζαν οι δρόμοι κόσμο, στέκονταν στην πόρτα του κοσμηματοπωλείου, έκανε ο ένας πως δένει τα κορδόνια του, έβαζε στιγμιαία το κλειδί που είχε περάσει με φούμο στην κλειδαρότρυπα και έβλεπε το σημείο που σκαλώνει. Κατόπιν με υπομονή καλογήρων του Μεσαίωνα, άνοιγε με τη λίμα τʼ απαραίτητα αυλάκια και δόντια. Κάποτε το «κλειδί του… παραδείσου» ήταν έτοιμο, δοκιμασμένο και εγγυημένο για την καλή του λειτουργία. Η ώρα να δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους είχε φτάσει. Καθόρισαν τη μέρα και όταν έφτασεν η ώρα η καλή, ο Άλφα που θα ήταν το δρων πρόσωπο, πήγε στο σπίτι του Βήτα και δανείσθηκε ένα κοστούμι επειδή το δικό του έπνεε τα λοίσθια, κι αν τον έβλεπαν οι περαστικοί μέσα στο μαγαζί με την ετοιμόρροπη περιβολή του, θα διερωτώντο -επειδή ο κόσμος είναι πονηρός- «τι δουλειά έχει αυτός ο λεχρίτης μες στα κοσμήματα;». Την ίδια ώρα ο συνεταίρος του εγκαταστάθηκε στο απέναντι ζαχαροπλαστείο «Ζόναρʼς» και παρακολουθούσε την κίνηση, ενώ κοστουμαρισμένος γκραν κι ετοιμοπόλεμος ο Άλφα περίμενε σε παρακείμενο καφενείο το σύνθημα της εφορμήσεως… Από την κατασκοπευτική τους δράση γνώριζαν πως το κοσμηματοπωλείο κλείνοντας το μεσημέρι δεν κατέβαζε το δικτυωτό ρολό, όπως και όλα τα μαγαζιά, αφού σε τρεις ώρες θα ξανάνοιγε. Μόλις αποχώρησε το προσωπικό, ειδοποιήθηκε ο Άλφα να ξεκινήσει. Έκανε τον σταυρό του και αμέριμνος σαν κύριος ξεκλείδωσε με τʼ αντικλείδι την πόρτα, μπήκε και την ξανακλείδωσε από μέσα για να μη δίνει στόχο κι επιδόθηκε με ηρεμία στο χρυσοφόρο έργο του. Ίσως οι διαβάτες τον θεωρούσαν για το αφεντικό και τον οίκτιραν που, αντί να πάει σπιτάκι του για σιέστα, κάθεται ο τσιγκούναρος και καθαρίζει μόνος τις βιτρίνες. Σα δεν ντρέπεται.
Όπως είχαν προβλέψει και ο Μακ Άρθουρ και ο Αννίβας, η επιχείρηση επέτυχεν απολύτως. Τα κοσμήματα ανέλαβε να τα κρύψει ο Βήτα στο σπίτι των γονιών του στην Αγία Παρασκευή, όπου τα έθαψε στον κήπο, οι δε συνεταίροι χώρισαν και αμολήθηκαν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα άλλοθι στην περίπτωση που η καχύποπτη Αστυνομία τούς υποπτευόταν. Ο Άλφα πέρασε πρώτα από το σπίτι του Βήτα και ξαναφόρεσε το ταπεινό του κοστούμι για να μη γεννήσει υποψίες η κυριλέ μεταμόρφωσή του. Μετά τράβηξε σε ταβέρνα στου Ψυρρή, όπου σε λίγο κατέφθασε πόλισμαν που ήξερε τα χούγια του και τον συνέλαβε. Η ρήση της Γραφής «Έστι οφθαλμός ος τα πάνθʼ ορά» είχε την απόλυτη εφαρμογή της στην Ασφάλεια, όπου το αρμόδιο τμήμα είχε καταγράψει στα κατάστιχά του με σχολαστικότητα συλλέκτη γραμματοσήμων όλες τις ειδικότητες και τα άτομα που δρούσαν στον αντίστοιχο τομέα. Διότι άλλο ο μπουγαδοκλέφτης, άλλο ο κλεφτοκοτάς, άλλο ο μπουκαδόρος και άλλο ο διαρρήκτης. Καθένας τους ήταν αποκλειστικής απασχολήσεως σε μία και μοναδική ειδικότητα.
Γιατί να αναλίσκεται ο ταλαίπωρος αστυνομικός σε κοπιαστικές αναζητήσεις και σε σπατάλη φαιάς ουσίας για να λύσει το μυστήριο μιας κλοπής όταν τους έχει σε πρώτη ζήτηση με ολόκληρο το βιογραφικό τους κατʼ αλφαβητική σειρά; Έτσι το απόγευμα μόλις άνοιξε το κοσμηματοπωλείο και διαπιστώθηκε πως τα κοσμήματα έχουν κάνει φτερά, η Αστυνομία απλώς ανέτρεξε στα τεφτέρια της, βρήκε 23 πρόσωπα με τα ανάλογα προσόντα, τα οποία -γνωρίζοντας πού ποιούν τας διατριβάς των- αμέσως συνέλαβε, με τη βεβαιότητα πως μεταξύ τους ήταν και ο δράστης. Επρόβαλαν όλοι ισχυρά άλλοθι κι αφέθηκαν ελεύθεροι. Πλην του Άλφα, που η κατάθεσή του παρουσίαζε κάποια κενά και κρατήθηκε για να εξακριβώσουν «του λόγου το αληθές». Ισχυρίστηκε πως βρισκόταν στον Πειραιά, όπου θα συναντούσε κάποιον Παύλο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, να του πάρει δανεικά. Κάθισε σʼ ένα καφενείο αποθαυμάζοντας τα βαπόρια που λικνίζονταν και μετά πήγε στην ταβέρνα όπου τον συνέλαβαν. Περισσότερο άπιστοι και από τον άπιστο Θωμά, οι αστυνομικοί θέλησαν να εξακριβώσουν ότι πράγματι ήταν στο λιμάνι. Με συνοδεία αστυφυλάκων, αλλά χωρίς συνοδεία μουσικής, χωρίς καν να του υποτονθορύζουν: «Έλα μαζί μου χέρι με χέρι / σʼ έναν περίπατο σε κάποιο αστέρι…», όπως τραγούδαγε ο Γιάννης Αργύρης στις «Εσπερίδες», τον πήγαν να τους δείξει το καφενείο απʼ όπου «αποθαύμαζε τη γαλιλαία της θαλάσσης…» κατά την αναφορά παλαιού ενωμοτάρχου. Τα άλλοθί του κατέρρεαν ένα προς ένα, αλλά εκείνος πεισματικά αρνείτο και έβριζε που δεν τον πιστεύουν και διασύρουν την υπόληψή του. Τελικά στην ανάκριση έσπασε ο Βήτα. Ομολόγησε τα πάντα και ξέθαψε τα κοσμήματα που επανήλθαν στη βιτρίνα φορτωμένα… ιστορία. Όσο για τον Άλφα, στην Ψειρού παρηγοριόταν πως στο κάτω κάτω ούτε ο Μακ Άρθουρ κράτησε την Ιντσόν…