Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΛΕΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΤΟ ΓΚΙΟΥΒΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΟΚΟΡΑ ΚΟΤΕΤΣΙ

Ένας θεός είχε στόν νού
νά φτιάξει ένα κοτέτσι
κι αφού τό γέμισε πτηνά
είπε: Μ’ αρέσει έτσι.

Οι κότες όμως ήθελαν
καί ένα κοκοράκι
καί ο θεός τό έστειλε
μά μέ μυαλό λιγάκι.

Οι κλώσες τό κατάλαβαν
πώς τό κοκόρι χάνει
καί κάναν τίς ανήξερες
– ύστερα ποιός τίς πιάνει.

Κοκορευόταν τό πτηνό
κι έκανε τόν γαμίκο,
αυτό ήταν τό λάθος του
εις τού θεού τόν οίκο.

Έτσι ως απαιτητικός
ο νιός μέ τό λοφίο
μαλάκας καταγράφηκε
στής χώρας τό αρχείο.

Η χώρα, τού αχώρητου
ήταν ένα μποστάνι,
εκεί οι κότες φώναζαν:
Πήδα μας δέν μάς φτάνει.

Ο δέ αλέκτωρ βλακωδώς
θύμα τής έπαρσής του
αρκείτο εις τόν θρόνο του
κι έχασε τήν τιμή του.

Όταν τόν ξελιγώσανε
οι όρνιθες στό πήδα
εκείνος εμουρμούριζε:
Δέν ξέρω, ή ουκ οίδα.

Όμως απέναντι αυτού
τ’ αχρείου κοτετσίου
ήτανε κάτι αετοί
πού ‘λεγαν: Τσίου τσίου.

Έκαναν δήθεν τά καλά
τού κόσμου πετεινάρια
καί φτιάξαν τό κοτέτσιο
χέσ’ τα καί τί χαμπάρια.

Τώρα κοτέτσι μ’ αρχηγό
ναί! ξεπουπουλισμένο
είναι πορνείο έτοιμο
πρός πώληση στόν ξένο.

Καί όντας ξεπουλήθηκε
κι έμεινε χρεωμένο
εις τούς μαγκιόρους αετούς
καί στό κατεστημένο.

Κι η παροιμία έτσι λαλεί
πού τήν βυζάξαν χρόνοι:
Χέσε μέσα Πολυχρόνη
πού δέν γίναμε ευζώνοι.

Καί τώρα τά κλωσόπουλα
τρέχουνε νά πληρώσουν
τά άχρηστα κοκόρια τους
κι ό,τι έχουνε νά δώσουν.

Κι αφού τά δώσουν όλα τους
θά φτάσουνε οι Βογυάροι
πού τίς μπουγάτσες θά πουλάν
ως ακριβό χαβιάρι.

Τώρα ανεβείτε στά βουνά
καί φάτε κοκορέτσι,
αφού Γραικοί μου είμαστε
ένα κοινό κοτέτσι.
……………………………………………
«Πάντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται
νά σπαράξουσι τούς έχοντας πτερά».
Εμμ. Ροΐδης, Εκδόσεις ΡΟΕΣ


Σχολιάστε εδώ