Η εθνική πολιτική σε δεύτερο ρόλο

Γιατί, όπως φαίνεται, το πολιτικό μας σύστημα και οι ηγεμονικές κομματικές ελίτ φαίνονται ανίκανες να διαχειρισθούν την πορεία της χώρας και αποσύρονται, αρκούμενες σ’ έναν δευτερεύοντα συμπληρωματικό ρόλο. Σταδιακά, αλλά σταθερά, η χώρα τίθεται υπό την κηδεμονία των ηγέτιδων πολιτικοοικονομικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια κηδεμονία που είναι πιθανόν να προσωποποιηθεί με την παρουσία ενός επιτρόπου-επόπτη (ακούστηκε μάλιστα το όνομα του κ. Παπαδήμου). Εδώ οι παλαιότεροι θα ενθυμηθούν ανάλογους τύπους επιτηρητών, όπως του περίφημου Σκόμπι μετά την απελευθέρωση ή «σταθμαρχών – τοποτηρητών» όπως του αλησμόνητο Πιουριφόι…

Την επίσημη έναρξη της νέας αυτής περιόδου «κήρυξε» με την εθελούσια έξοδό της η κυβέρνηση Καραμανλή, που παραδέχθηκε εμμέσως ότι αδυνατούσε να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία. Ο έτερος «πόλος» του συστήματος διακυβέρνησης προέκυψε ως «αναγκαία» συνθήκη, χωρίς όμως να διαθέτει τις προϋποθέσεις μιας ισχυρής-ικανής εξουσίας. Και τα αποτελέσματα αρχίζουν να εμφανίζονται ήδη από τους πρώτους κιόλας μήνες της κυβερνητικής του θητείας.

Η «πολιτική πατρωνία», η οποία θα αρχίσει να επιβάλλεται στη χώρα μας μέσα από τον θεσμικά κατοχυρωμένο ρόλο των εποπτών-παρατηρητών της ΕΕ, αποτελεί κι αυτή ιστορικά μια εξέλιξη που δεν αφορά μόνο την κρίση του δικού μας πολιτικού συστήματος αλλά και τον τρόπο, την αρχιτεκτονική δομή με την οποία οικοδομείται εδώ και δεκαετίες η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η «ενοποίηση» των κρατών της Ευρώπης στηρίχθηκε πρωταρχικά στις οικονομικές παραμέτρους, τόσο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και με το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά και την ενιαία νομισματοπιστωτική βάση, την περίφημη ΟΝΕ. Η «ομογενοποίηση» όμως αυτή που περιορίστηκε στο επίπεδο των μακροοικονομικών μεγεθών και της νομισματικής πολιτικής παραμένει μετέωρη, αφού δεν θεμελιώνεται σε ισχυρούς θεσμικούς-ρυθμιστικούς όρους που αφορούν συνολικά τόσο την παραγωγική-αναπτυξιακή πορεία της ΕΕ όσο και την πολιτική της συνοχή.

Στην πραγματικότητα η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται σε δύο επίπεδα, τα οποία δεν έχουν οργανική συνοχή μεταξύ τους. Οι μακροοικονομικές στρατηγικές δεν βρίσκουν πολιτικά και παραγωγικά «υποστηρίγματα» –θεσμικούς και κανονιστικούς όρους– ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις. Πέρυσι η Ευρώπη κλονιζόταν με την κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και χρειάστηκε η ad hoc κρατική παρέμβαση, κυρίως από τη Γερμανία και τη Γαλλία, που προσπάθησαν να διασώσουν την εθνική-παραγωγική τους δομή για να ξεπεραστεί η ακραία μορφή της κρίσης. Τώρα η ενδεχόμενη κρίση της ευρωζώνης και του ευρώ αποκαλύπτει και πάλι ότι σε περιόδους κρίσης, σε καταστάσεις ανάγκης, η έλλειψη εσωτερικού συντονισμού παρέχει το έδαφος σε κερδοσκοπικούς μηχανισμούς να οξύνουν τις εντάσεις και να διευρύνουν τις ανισότητες μεταξύ των εθνικών οικονομιών της ευρωζώνης. Οι ίδιες αιτίες παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.

Εδώ αποκαλύπτεται στην πραγματικότητα η πολιτική αδυναμία της ΕΕ να δράσει αποτελεσματικά. Στην πράξη οι ηγέτιδες δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ επωφελούνται τελικώς από την έλλειψη ενιαίων θεσμικών πλαισίων. Η Γαλλία διατηρεί με το «έτσι θέλω» υψηλά ελλείμματα και ο κ. Σαρκοζί αρνείται να λάβει επιπλέον περιοριστικά μέτρα. Η Γερμανία από την πλευρά της επωφελείται πρωτίστως ως μεγάλη εξαγωγική δύναμη από την πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Γι’ αυτό Γαλλία και Γερμανία διαμορφώνουν στην πράξη μια νέα ηγετική μορφή εξουσίας στο εσωτερικό της ΕΕ και επιδιώκουν να προσδιορίσουν την πορεία της ΕΕ, αλλά και των κρατών μελών, μέσα από τη δική τους οπτική. Διαμορφώνεται συνεπώς σταδιακά μια νέα μορφή εξουσιαστικής δομής, μια νέα μορφή πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το πρώτο «θύμα» της επίσημης εμφάνισης αυτής της νέας δομής αποτελεί η Ελλάδα.

Οι σημαντικές οικονομικές ανισότητες, που προκύπτουν τόσο από τη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς όσο και από την κυριαρχία των κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών φορέων στον σύγχρονο κόσμο, οδηγούν σταδιακά στη διαμόρφωση νέων ανισοτήτων που αφορούν τις ίδιες τις εθνικές-πολιτικές εξουσίας στην κλίμακα της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας πυραμίδας ισχύος.

Στην πραγματικότητα η χώρα μας εκχωρεί τμήμα της πολιτικής της κυριαρχίας προκειμένου να διασφαλίσει μια εγγύηση ή μια στήριξη της οικονομικής της πορείας. Η εκχώρηση δεν αφορά μόνο τα εθνικά μας θέματα, αλλά και την αγορά εξοπλιστικού υλικού ή την προώθηση οικονομικών συναλλαγών με τις ηγετικές-προστάτιδες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για μια σύγχρονη, νεοαποικιακού χαρακτήρα, μορφή εξάρτησης που διαμορφώνεται με βάση τούς επίσημους θεσμικούς-κανονιστικούς όρους που συγκροτούν μια σύγχρονη οικονομική ένωση –όπως είναι σήμερα στην ουσία η Ευρωπαϊκή Ένωση–, όρους που προδιαγράφουν την πορεία τής κάθε χώρας σε άμεσο αλλά και σε μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Στο ιστορικό σταυροδρόμι που βρισκόμαστε σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές ή κυρίαρχα διλήμματα. Η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν διαθέτει ούτε την ισχύ ούτε τη βούληση ούτε την πνευματική- ιδεολογική δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις. Επιλέγει έναν «δεύτερο» ρόλο προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση και την αναπαραγωγή της, «υποσχόμενη» στον ελληνικό λαό, στους πολίτες, ότι το καταναλωτικό πρότυπο που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια θα διατηρηθεί έστω και σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, γι’ αυτό θα πρέπει «να κάνουν υπομονή» και να «προσαρμοστούν» στις νέες εθνικές και οικονομικές επιταγές των καιρών…


Σχολιάστε εδώ