ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ! 172!!!

Θέατρα από μεγάλα και πολυτελέστατα με 1.000 έως και 1.500 άνετες θέσεις, ως και μικρότερα και μικρότατα που έχουν προκύψει από πρώην αποθήκες, πρώην τυπογραφεία, χυτήρια, χρεοκοπημένα εργοστάσια, βαγόνια τρένου, θέατρα δωματίου, σαλονοτραπεζαρίας και δεν αποκλείεται να αποκτήσουμε και θέατρα τηλεφωνικού θαλάμου, χωρίς να προσθέσουμε εδώ και τα θέατρα δρόμου, που μη έχοντας την ανάγκη καμιάς στέγασης, που βρέξει χιονίσει δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα και «παίζουμε όπου μας βγάλει ο δρόμος».

Είπαμε για «πολυτέλειες» και «άνετες θέσεις», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα θέατρα μπορούν να είναι σαν το «Παλλάς». Έχουμε συνηθίσει να είμαστε πιο βολικοί και ανεκτικοί και σε θέατρα λιγότερης πολυτέλειας, μια και δεν είναι η βελούδινη πολυθρόνα που συνηγορεί για την ποιότητα ενός θεάματος. Από τη στιγμή όμως που κάποιος αποφασίζει να πάει στο θέατρο, έχει την απαίτηση, τουλάχιστον, μιας έστω και στοιχειώδους συμπεριφοράς έτσι ώστε να μην κινδυνεύει να γκρεμοτσακιστεί από την υπερήλικη κατάσταση του κτίσματος, ούτε και όταν σηκωθεί από τη θέση του, να πρέπει να επισκεφθεί φυσιοθεραπευτή για να του συνεφέρει την κακοπαθείσα μέση του. Μάθαμε όμως να τα ξεπερνάμε κι αυτά, σε συνάρτηση πάντα με την υποχρέωση που οφείλουμε στη μαχόμενη θεατρική τέχνη. Στο κάτω κάτω και λίγη μποέμικη ατμόσφαιρα βοηθάει. Εδώ κάθε καλοκαίρι για να τιμήσουμε τους αρχαίους τραγικούς και για να χαρούμε τη σάτιρα του Αριστοφάνη, έστω και κακομεταχειρισμένους από τους διάφορους νεοτεριστές, σκαρφαλώνουμε αδιαμαρτύρητα στους βράχους της Επιδαύρου και ύστερα κάνουμε εντριβές στον πισινό μας από τις αφιλόξενες κερκίδες, γιατί λοιπόν θα πρέπει και όλα τα θέατρα της Αθήνας να διαθέτουν πολυθρόνες υψηλής ανέσεως. Στην ανάγκη και τα σκαμνάκια καλά είναι, μια χαρά, να μην είμαστε της δυσκολίας…

ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΑ 172;

Είπαμε για 172 θεατρικές στέγες, αλλά η θεατρική μας δραστηριότητα είναι πολύ μεγαλύτερη, αν μετρήσουμε ότι σ’ αυτά τα τόσα θέατρα παίζουν, αν αγαπάτε… 279 σχήματα και ομάδες, αν όχι και περισσότερα, χωρίς ακόμα να ξέρουμε πόσα θα μας προκύψουν ως το τέλος Μαΐου. Θίασοι μεγάλοι και μικρότεροι μέχρι και των 3 και των 2 ηθοποιών, ακόμα και του ενός προσώπου με σπουδαίες επιδόσεις, όπως οι Νένα Μεντή (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), Ρένη Πιττακή (Μαθήματα χορού), Λήδα Πρωτοψάλτη (Σωτηρία Μπέλου), Άννα Παναγιωτοπούλου στον μονόλογο του Βασίλη Κοτσικονούρη, Άγγελος Αντωνόπουλος (Μαρξ στο Σόχο). Και για αποφυγή παρεξηγήσεων, χωρίς εδώ να κάνουμε αξιολόγηση παραστάσεων επειδή έχουμε παρακολουθήσει παραστάσεις σπουδαίες από ιδιωτικούς θιάσους χωρίς να έχουν απλώσει το χέρι για κρατική χρηματοδότηση, έτσι έχουμε υποστεί και άλλες με κάθε είδους εισαγόμενο θεατρικό παραλογισμό, εξαντλώντας κάθε όριο υπομονής, βαφτισμένο όμως με το επίθετο του «προχωρημένου» και της αμφισβητούμενης κουλτούρας, χρηματοδοτημένης όμως από το δημόσιο ταμείο. Και στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες τα θέατρα της Αθήνας δεν ήταν περισσότερα από 30, με προσωπικούς θιάσους και με σπουδαία θεατρικά ονόματα όπως ήταν η Έλλη Λαμπέτη, ο Δημήτρης Χορν, ο Μάνος Κατράκης, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Κώστας Μουσούρης, η Έλσα Βεργή, η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο και τόσοι άλλοι, που οι επιλογές του δραματολογίου τους δεν στόχευε πάντα στην ευδαιμονία του ταμείου, χωρίς ποτέ κανένας να ήταν επιχορηγούμενος και χωρίς καμιά οικονομική βοήθεια από κανέναν και από πουθενά. Με μοναδική εξαίρεση το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν που έπαιρνε κάποια λεφτά από το Ίδρυμα Φορντ, έχοντας προτίμηση και υποχρέωση να φέρει πιο κοντά στον Έλληνα θεατή τους Αμερικανούς συγγραφείς και με την ευκαιρία αυτή έφερε στην επιφάνεια και τη νεότερη συγγραφική μας γενιά, γι’ αυτό και πολλά του χρωστάμε, πάρα πολλά και με το ελληνικό κράτος, συχνά παρόν στις πρεμιέρες, αλλά με μόνιμη βαρύτατη βαρηκοΐα σε όλα τα άλλα. «Της Αγκύρας», αν και ελληνικό!

Ό,τι έκανε τότε το ελεύθερο θέατρο, δηλαδή μέχρι τη μεταπολίτευση, το έκανε μόνο του, άλλοτε με επιτυχία, συχνά όμως φτάνοντας στα όρια της χρεοκοπίας και στα χέρια των τοκογλύφων. Όπως το ίδιο συμβαίνει και σήμερα που τα μη επιχορηγούμενα λειτουργούν αυτοδύναμα, έχοντας να αντιμετωπίσουν και τον ανταγωνισμό όλων των άλλων που «τσιμπολογούν» από λίγα ως πολλά, γι’ αυτό και περιμένουν.

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Σίγουρα δεν είναι μία αλλά πολλές οι αφορμές του πληθωρισμού, μέσα από τις οποίες μπορεί να βρεθεί το κίνητρο που κι αυτό μπορεί να μην είναι ένα αλλά πολλά. Όπως η απελευθερωμένη πολιτισμική διακίνηση και η αδέσμευτη έκφραση των ιδεών, όπως εκδηλώθηκαν μετά την πολίτευση του 1974, ύστερα δηλαδή από μια πολύχρονη φίμωση και που σ’ αυτήν την περίπτωση το θέατρο είναι από τα πιο δυναμικά μέσα έκφρασης. Όπως και η αύξηση του καλλιτεχνικού δυναμικού, όπου ύστερα από την κατάργηση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του ηθοποιού, έτσι που ταχύτερα από όσο η αυγή βγάζει μητροπολίτη, άλλο τόσο αιφνιδιαστικά αποκτήσαμε και πληθώρα πρωταγωνιστών της «μιας χρήσης». Προσθέστε σ’ αυτά και την αναμόρφωση των υποβαθμισμένων περιοχών (σχέδιο Τρίτση) που ξύπνησε το ενδιαφέρον της απόκτησης θεάτρων, παραχωρώντας και μετατρέποντας ερειπωμένες αποθήκες και αραχνιασμένους χώρους σε θέατρα και σε «περίπου θέατρα», παράλληλα και με την κρατική οικονομική ενίσχυση. Και που βέβαια σ’ αυτό βοήθησε αποτελεσματικά και η ανάθεση του υπουργείου Πολιτισμού στην αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, που κι αυτή από την πρώτη στιγμή έδειξε όλο το ενδιαφέρον της για τους θεατρικούς «συγγενείς» της. Και στο θέατρο με τι άλλο εκδηλώνεται το «ενδιαφέρον» εκτός από το να βάλει το κράτος το χέρι βαθιά στην τσέπη;

Έτσι λοιπόν, στο όνομα της «θεατρικής ανάπτυξης», από τη μία οι υπάρχουσες θεατρικές δυνάμεις, μονίμως οικονομικά ταλαιπωρημένες, κινήθηκαν για να αποκτήσουν τα σωσίβιά τους και, από την άλλη, όλος ο όγκος των «υπό επώασιν» θεατρικών δυνάμεων, μπήκαν στην ουρά και πριν ακόμα αποκτήσουν το σκηνικό τους «χνούδι», έσπευσαν να εξασφαλίσουν το αυτόνομο επαγγελματικό τους «κοτέτσι».

Αυτή είναι η ιστορία των επιχορηγήσεων και κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι από το κράτος ήταν μια σωστή ενέργεια, παρά τις όσες -και πολλές- αδυναμίες είχε το μέτρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ… 1%

Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, δηλαδή από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, άρχισε η σταδιακή ενεργοποίηση των θεατρικών επιχορηγήσεων με δυναμικές και απλόχερες πρωτοβουλίες της Μελίνας Μερκούρη και με τις διαδικασίες των εσωτερικών υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, που τις ακολούθησαν οι 12 υπουργοί που τη διαδέχτηκαν, εφαρμόζοντας ο καθένας τη δική του πολιτική και τα δικά του «πελατειακά συμφέροντα», άλλος καλύτερα και όχι λίγοι χειρότερα, με αποτέλεσμα να έχουμε κάθε φορά διαμαρτυρίες κάνοντας τον πολιτισμικό μας ορίζοντα κάθε άλλο παρά αίθριο.

Αναφέρω όλους τους «Μεταμελινικούς» για να τους ξαναθυμηθούμε: Μπακογιάννη, Κούβελας που μας παρασημοφόρησε και με τον τίτλο των «λαπάδων», Μικρούτσικος, Μπένος, Παπαζώη, Βενιζέλος, Πάγκαλος, Καραμανλής, Τατούλης, Βουλγαράκης, Λιάππης, Σαμαράς και Γερουλάνος, από τον οποίο αναμένονται οι αποφάσεις του.

Όταν όμως το πράγμα δεν πήγαινε άλλο και τα προβλήματα πήραν την όψη χιονοστιβάδας πολικού μεγέθους, δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός θεσμικού οργάνου για όλες αυτές τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες. Έτσι, γεννήθηκε το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού, που η «κυοφορία» του κράτησε καιρό και έγινε από ανθρώπους, υποτίθεται, γνώστες του αντικειμένου, φροντίζοντας όμως ο καθένας να βολέψει και με «φωτογραφικές» λεπτομέρειες διαπροσωπικές και πελατειακές του προτιμήσεις.

Από τους σκοπούς, σύμφωνα με τον 3563 ιδρυτικό του νόμο, αντιγράφω την «εφαρμογή εθνικής πολιτικής για το Θέατρο και το Χορό», την «προαγωγή της θεατρικής και ορχηστικής έρευνας», την «υποστήριξη πρωτοβουλιών και δράσεων», τη «στήριξη του νεοελληνικού έργου», την «προώθηση διεθνών θεατρικών και χορευτικών συμπαραγωγών», τη «συνεργασία με τα Κρατικά και τα Περιφερειακά Θέατρα», τη «σύσταση γνωμοδοτικών επιτροπών για την υποστήριξη και χρηματοδότηση όλων των θεατρικών και χορευτικών ομάδων», καθώς και πολλά άλλα χρήσιμα και ωραία, δίνοντας όμως και την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων στον διοριζόμενο από τον υπουργό διευθυντή του Κέντρου, που δεν ήταν άλλος από τον κ. Ηρακλή Λογοθέτη -και εδώ είναι που «κουμπώνει» το «φωτογραφικά» που είπαμε πιο πάνω.

Θα σταθώ όμως στο θέμα των επιχορηγήσεων που αποτελεί και το στόχο των επιθέσεων και ιδιαίτερα φέτος, με αφορμή τις δηλώσεις του σκηνοθέτη κ. Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διαχειρίζεται τον προγραμματισμό και τις οικονομικές δραστηριότητες του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» και που ανήκει στην ομάδα των 12 προνομιούχων «ιστορικών» θεάτρων που εισπράττουν κάθε χρόνο γενναίες επιχορηγήσεις.

Ο κ. Θεοδωρόπουλος έχει δημιουργήσει μια θεατρική μονάδα σε μια πρώην αποθήκη του Φιξ, περιορισμένων θέσεων, της κατηγορίας των «περίπου θεάτρων» που είπαμε και πριν, μαζί με δύο ακόμα μικρότερους θεατρικούς χώρους και από το 2001 μέχρι και το 2003 πήρε 55 εκατομμύρια δραχμές και στη συνέχεια από το 2004 μέχρι και το 2008 άλλες 763 χιλιάδες ευρώ, κοντά δηλαδή στο ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο συν και αυτά που θα λάβει φέτος από τις τελευταίες επιχορηγήσεις και για να χρησιμοποιήσουμε την παλαιότερη νομισματική μας χρήση, σχεδόν 340 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΡΑΧΜΕΣ! Από την τελευταία του επιχορήγηση, ο πρόεδρος του ΕΚΕΘΕΧ κ. Γιώργος Δραγώνας σε συνεργασία με το διευθυντή τον κ. Ηρακλή Λογοθέτη αποφάσισαν και με έγκριση του διοικητικού συμβουλίου να του μειώσουν το ποσόν κατά 10.000 ευρώ για να πάρουν κάποια ελάχιστα και άλλα θεατρικά σχήματα. Μια «στέρηση» δηλαδή των εσόδων του κ. Θεοδωρόπουλου μόλις του 1% από τα όσα έχει πάρει ως τώρα και ο κ. Θεοδωρόπουλος στις δηλώσεις του στον Τύπο για τη στέρηση των 10.000 ευρώ, που, επιτέλους, αν τις έχει τόση ανάγκη, να κάνουμε ένα φιλόπτωχο έρανο και να του τις δώσουμε, χαρακτήρισε το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου ως «κύμβαλα αλαλάζοντα» και ότι «οι χορηγίες μαγειρεύονται με τη μεγαλύτερη αδιαφάνεια στην ιστορία τους από το Δ.Σ. ανάλογα με τα κέφια τους και τους φίλους τους», όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν, μαζί και με πολλές άλλες κακοήθειες.

Να σημειώσω ότι το «κατάπτυστο» διοικητικό συμβούλιο του ΕΚΕΘΕΧ είναι μη αμειβόμενο, εκτός των 180 ευρώ που λαμβάνουν τα μέλη του για τα οδοιπορικά τους που και αυτά ΔΕΝ τα εισπράττουν πάντα εκ του λόγου που προβλέπονται από ένα κάθε μήνα και κατά συνέπεια στα «έκτακτα» οφείλουμε να προσερχόμαστε με… οτοστόπ και αποτελείται από τον σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου, τον μαέστρο Αλέξανδρο Μυράτ, τον καθηγητή σκηνογράφο Απόστολο Βέττα, την καθηγήτρια εικαστικό Βάνια Ξένου, τον χορογράφο εκπρόσωπο του Σωματείου Χορογράφων Πέτρο Γάλλια, τη σχεδιάστρια φωτισμών Ελευθερία Ντεκώ, την υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού Σμαρούλα Λυτάρη και την ταπεινότητά μου.

Τον καλώ λοιπόν, πριν το θέμα πάρει τη δικαστική του εξέλιξη, να μας δηλώσει ποιους χαρακτηρίζει «κύμβαλα αλαλάζοντα», αν βέβαια τα όσα ελληνικά διαθέτει τον βοηθούν να μετρήσει τη βαρύτητα των χαρακτηρισμών και με ποια αξιόπιστα μέσα θα αποδείξει την «αδιαφάνεια» του «μαγειρέματος των χορηγιών», πριν με τη σειρά μου τον χαρακτηρίσω και εγώ «ΕΛΕΕΙΝΟ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗ» και «ΕΥΡΩΔΙΑΙΤΟ», την ώρα που το Δημόσιο Ταμείο, η «τσέπη μας» δηλαδή, βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας από τις δραστηριότητες των παντός καιρού ορέξεως και είδους «γκόλντεν μπόις».

Θα συνεχίσουμε όμως την άλλη Κυριακή με κάποιες οφειλόμενες απαντήσεις σε αξιόλογους και κατά τα άλλα αγαπητούς ανθρώπους του θεάτρου, που παρασυρμένοι προφανώς από τις αερολογίες του «Θεατρονεόκοσμου» κ. Θεοδωρόπουλου, έφτασαν ασυλλόγιστα και απληροφόρητοι να συμβουλεύσουν τον κ. Γερουλάνο να «πετάξει στα σκουπίδια το Κέντρο», μαζί και με τα «αλαλάζοντα κύμβαλά» του…

Γ. Λ.


Σχολιάστε εδώ