Εκλογή ηγεσίας της Δικαιοσύνης με σεβασμό της ανεξαρτησίας της

Oι προτεινόμενες διατάξεις προβλέπουν σε γενικές γραμμές τα εξής: Για την εκλογή του Προέδρου του Σ.τ.Ε., των Προέδρου και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, των Προέδρου και Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου Διοικητικών Δικαστηρίων, ο υπουργός Δικαιοσύνης θα αποστέλλει στη Βουλή κατάλογο υποψηφίων (έξι κατά θέση). Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής θα καλεί -σε υποχρεωτική- συνέντευξη (εξέταση) τους υποψηφίους και θα υποδεικνύει (με ψηφοφορία) τρεις για κάθε θέση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης (χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση της Βουλής) θα διατυπώνει την εισήγησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και θα προχωρεί στον διορισμό της δικαστικής ηγεσίας.

Η διαδικασία αυτή, παρά το γεγονός ότι προβάλλεται ως εξόχως δημοκρατική, είναι βαθύτατα αντιφατική, εξαιρετικά προβληματική και, αν εφαρμοσθεί στην πράξη, είναι πιθανότατο ότι θα οδηγήσει σε πολύ χειρότερες καταστάσεις από αυτές που θεωρείται ότι θέλει να θεραπεύσει.

Αν μείνουν τα πράγματα έτσι όπως έχουν μέχρι τώρα εμφανισθεί, ο κατάλογος του υπουργού θα περιλαμβάνει 36 Ανωτάτους Δικαστικούς. Από αυτούς τελικώς θα επιλέγονται προς προαγωγή έξι. Οι λοιποί 30 -όπως και όλοι οι νεώτεροι των τελικώς προαγομένων- δεν θα μπορούν να παραμείνουν στο Δικαστικό Σώμα. Από την εξαιρετικά δυσάρεστη αυτή προοπτική υπάρχει μία χειρότερη: Να παρασχεθεί η δυνατότητα να παραμείνουν…

Εκτός της αφαιμάξεως -ή σφαγιασμού- που συνεπάγεται η προτεινόμενη (ώστε το Υπουργικό Συμβούλιο να μη μπορεί, δήθεν, να κάνει «βουτιές» στην Επετηρίδα των Δικαστικών) διαδικασία, τίθεται ένα άλλο κρίσιμο θέμα: Πώς είναι δυνατόν να καλούνται σε υποχρεωτική συνέντευξη οι δυνάμενοι να εκλεγούν στην Ανώτατη βαθμίδα της Δικαιοσύνης και, κυρίως, με τι στοιχεία τα μέλη της διακομματικής επιτροπής της Βουλής θα διαμορφώνουν την κρίση τους. Τι προσλαμβάνουσες έχουν οι ίδιοι οι βουλευτές για τέτοια κρίση, αλλά και τι στοιχεία από υπηρεσιακούς φακέλους των «κρινομένων» θα έχουν στη διάθεσή τους. Και αν τα έχουν, πώς αυτά δεν θα «διαρρεύσουν» στον Τύπο.

Ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας: Αυτή η διαδικασία ποια σχέση μπορεί να έχει με την -κατά άλλα- κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα «λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» των Δικαστικών; Άλλο ζήτημα, καθόλου αμελητέο: Ελέχθη από πλευράς υπουργού ενόψει της αντιδράσεως των Δικαστικών (και της Ολομελείας του Αρείου Πάγου) στην «υποχρεωτική συνέντευξη» στην Επιτροπή της Βουλής: «Αλλά ένας ανώτατος δικαστικός λειτουργός, προοριζόμενος για την ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, τι έχει να φοβηθεί ή να αποκρύψει, προσερχόμενος ενώπιον του πιο αντιπροσωπευτικού οργάνου της Πολιτείας μας;».

Περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Πριν ακόμη εφαρμοσθεί η προτεινόμενη νέα διαδικασία, ασκείται ανεπίτρεπτη πίεση σε Δικαστικούς από μέλος της κυβερνήσεως, κάτι δυστυχώς όχι πρωτοφανές, καθώς και ευθύτατες επικρίσεις και απειλές έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς κατά Δικαστικών.

Γιατί όμως προτείνεται η ανάμειξη της Βουλής στην όλη διαδικασία εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης; Εδώ εντοπίζεται η πιο μεγάλη αντιφατικότητα της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας: Με το Σύνταγμα του 1975 ορίσθηκε σαφώς ότι την ηγεσία της Δικαιοσύνης την εκλέγει το Υπουργικό Συμβούλιο.

Λέγεται λοιπόν σήμερα ότι για να μειωθεί κάπως ο ρόλος της κυβερνήσεως στο θέμα αυτό -και μέχρι να γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος, όχι πάντως πριν από το 2013- πρέπει να παρεμβληθεί η Βουλή. Φτάνουμε όμως έτσι σε θεσμικό τραγέλαφο:

Σε μια περίοδο κατά την οποία η κοινωνία ολόκληρη βοά ότι πρέπει να καταργηθεί το απαράδεκτο καθεστώς της ειδικής δωσιδικίας της πολιτικής ηγεσίας, ώστε οι υπουργοί και τα μέλη της κυβερνήσεως να είναι ίσοι με όλους τους πολίτες ενώπιον της Δικαιοσύνης, έχουμε διπλή υπαγωγή της Δικαστικής Λειτουργίας: Στην κυβέρνηση, που κρίνει αποφασιστικά το θέμα της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αλλά και στη Βουλή (όπως προτείνεται τώρα), που κατά το Σύνταγμα μόνον εκείνη μπορεί να παραπέμψει μέλη της κυβέρνησης για αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις. Πώς όμως η διπλή αυτή υπαγωγή της Δικαστικής Λειτουργίας στις δύο άλλες λειτουργίες του κράτους μπορεί να διασφαλίσει την… ανεξαρτησία της ουδείς αποτολμά να εξηγήσει.

Κι όμως λύση, αν επιδειχθεί ειλικρινής διάθεση να βρεθεί λύση, υπάρχει. Και είναι αυτή που μπορεί να ενισχύσει το κύρος της Δικαιοσύνης και την ανεξαρτησία της.

Όταν -στα μέσα της δεκαετίας του 1980- είχαν διατυπωθεί επικρίσεις για τη Συνταγματική Διάταξη του 1975, ο Γεώργιος Ράλλης, με τη γνωστή του ευθύτητα, είχε: Πρώτον, εξηγήσει ότι αμέσως μετά τη δικτατορία το πλέον κατάλληλο όργανο για να κάνει την εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο. Παραδέχθηκε, δεύτερον, ο Γ. Ράλλης ότι η διάταξη έπασχε μεν, αλλά φρόντιζε η κυβέρνηση (μέχρι τη δική του πρωθυπουργία) να περιορίζει τον ρόλο του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο δεν έκρινε ουσιαστικά, αλλά απλώς τηρούσε την Επετηρίδα.

Αυτός, λοιπόν, φαίνεται και τώρα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπισθεί το θέμα της εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με απόλυτο, έμπρακτο, σεβασμό της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών, αλλά και του περίφημου Αυτοδιοίκητου της Δικαιοσύνης. Αρκεί να συμφωνήσουν κυβέρνηση και κόμματα (με πρώτο αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και να οργανώσουν από τώρα μια έλλογη (όχι προσχηματική) και τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση.

Που, εκτός των άλλων απαραιτήτων εκσυγχρονιστικών παρεμβάσεων, θα κατοχύρωνε οριστικά την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (και) στην ανάδειξη της ηγεσίας της, κατά τρόπο σύμφωνο προς τη θεμελιώδη συνταγματική διάταξη της διακρίσεως των τριών λειτουργιών του κράτους.


Σχολιάστε εδώ