Τα όνειρα δεν θέλουν τεμπελιά!

// Πώς είναι να συνεργάζεται κανείς με τη Δήμητρα Γαλάνη και το κοινό να γίνεται ένα μαζί σας στο «Vox»;

«Πάρα πολύ δημιουργικό! Με την έννοια ότι η Δήμητρα Γαλάνη είναι μια τραγουδίστρια που έχει σαράντα χρόνια πορεία στο χώρο και εξακολουθεί να είναι ανήσυχη, κάτι που το έχουν λίγοι καλλιτέχνες της δικής της γενιάς… Η Δήμητρα δεν έχει μείνει στις δάφνες της φήμης της, αλλά απευθύνεται άμεσα στους νέους. Είχαμε βρεθεί πριν από δεκαπέντε χρόνια στο “Χάραμα” και πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι θα βρεθούμε ξανά μαζί».

// Το πρόγραμμα στο «Vox» είναι ένα αφιέρωμα -θα έλεγα- όχι στους προσωπικούς σας δίσκους αλλά στο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’50 και του ’60… Γιατί απευθύνεστε στους νέους μ’ αυτό το τραγούδι;

«Γιατί το λαϊκό τραγούδι του πενήντα και του εξήντα είναι ό,τι καλύτερο έχουμε να δείξουμε στη μουσική. Γιατί το λαϊκό τραγούδι αυτής της εποχής είναι ο απόλυτος ελληνικός τρόπος διασκέδασης».

// Και σήμερα τι γίνεται;

«Περνάμε δύσκολες ώρες. Και πώς να γίνει αλλιώς; Για πολλά χρόνια γινόταν προχειροδουλειά. Οι δισκογραφικές εταιρείες πιπίλησαν τα μυαλά του κόσμου και των καλλιτεχνών ότι έχουμε ανάγκη για παραγωγή δίσκων και μάλιστα με λαϊκό τραγούδι. Πολύς κόσμος ήθελε να εκφραστεί μέσω του λαϊκού τραγουδιού… Και εκεί έγινε το μεγάλο μπέρδεμα. Τα αληθινά τραγούδια είναι πάντα λίγα, δεν βγαίνουν σε φασόν».

// Σε φασόν όμως συνεχίζουν να βγαίνουν οι τραγουδιστές από την τηλεόραση…

«Κάνετε λάθος. Η τηλεόραση δεν βγάζει τραγουδιστές, αλλά καινούργια τηλεοπτικά πρόσωπα που έχουν να πουν κάτι… Κυρίως να κάνουν την ιδιωτική τους ζωή θέαμα… Από αυτά έχει ανάγκη. Η τηλεόραση βρήκε τρόπους με τα τάλεντ σόου για να κάνει νούμερα…».

// Πάντως, τα παιδιά έχουν πρότυπο τη Βανδή, τη Ζήνα, τον Ρέμο, τον Βέρτη, γιατί τα λεφτά είναι πολλά… Η νύχτα έχει χρήμα, έτσι δεν είναι;

«Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας δεν συμβαίνει πουθενά αλλού. Πείτε μου, σε ποια άλλη χώρα διασκεδάζει ο κόσμος όλη την εβδομάδα;».

// Τώρα τα μπουζούκια, όμως, λειτουργούν μόνο τρεις μέρες την εβδομάδα…

«Γιατί το τριήμερο σας φαίνεται λίγο; Και πάλι αυτό δεν συμβαίνει αλλού… Μόνο σ’ αυτήν τη χώρα ό,τι και να γίνει έχουμε όρεξη για διασκέδαση. Οι τραγουδιστές είμαστε μόνιμα εκτεθειμένοι. Οι Έλληνες θέλουν τους τραγουδιστές σαν ήρωες… Είναι καλά, μας επισκέπτονται. Δεν είναι καλά, μας επισκέπτονται… Είμαστε κάτι σαν “Πρώτων Βοηθειών”. Αυτό έχει περάσει μέσα στο DNA μας. Οι Έλληνες θέλουν να χορέψουν, να πιουν και να τραγουδήσουν τις χαρές τους και τους πόνους τους με ζωντανό τραγούδι. Αυτό έχει μεταφραστεί ως πίστα… Στην αρχική σας ερώτηση… Η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή. Τα πολλά χρήματα που λέτε τα παίρνουν δέκα τραγουδιστές το πολύ. Οι άλλοι πενήντα τραγουδιστές που υπάρχουν επιβιώνουν αξιοπρεπώς».

// Ποιοι τραγουδιστές θα έχουν διάρκεια;

«Οι καλλιτέχνες που θα βρουν ένα συγκεκριμένο κοινό για να απευθύνονται. Το δικό τους κόσμο».

// Το ίντερνετ έχει κάνει κακό στο τραγούδι;

«Εσείς τι λέτε; Οι νέοι κατεβάζουν το τραγούδι που τους αρέσει και δεν ξέρουν ούτε τη φάτσα του τραγουδιστή…».

// Έγινε μεγάλος ντόρος για το ποιος θα πρέπει να τραγουδά στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο, στο Καλλιμάρμαρο… Αλήθεια, ποιος πρέπει να τραγουδά και πού;

«Θα σας απαντήσω αλλιώς… Δεν πας στο Μέγαρο Μουσικής με τραγούδια που δεν λένε τίποτα, με τραγούδια με ημερομηνία λήξης. Δεν πας στο Ηρώδειο με τραγούδια πίστας που ακούγονται στα κέντρα διασκέδασης».

// Για να γίνετε γνωστή, χρησιμοποιήσατε δημόσιες σχέσεις;

«Οι δικές μου δημόσιες σχέσεις είναι οι άνθρωποι που μεγάλωσα καλλιτεχνικά μαζί τους. Εγώ είχα ένα ταλέντο: το τραγούδι… Σ’ αυτό το χώρο έτυχε να συναντήσω συνθέτες και στιχουργούς που είχαμε την ίδια ηλικία και το ίδιο όραμα για το τραγούδι. Τους άρεσε η φωνή μου και με βοήθησαν να αρθρώσω το λόγο μου και εγώ τους βοήθησα μέσω της φωνής μου να βγει μπροστά η μουσική τους. Είκοσι χρόνια έτσι προχωράω, με εκτίμηση και θαυμασμό για τους συνοδοιπόρους μου. Τώρα, αν νομίζετε ότι είμαστε μια κλίκα, είναι λάθος. Μια παρέα είμαστε…».

// Η τηλεόραση βοηθά το λαϊκό τραγούδι;

«Γιατί υπάρχει εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι; Και τις εκπομπές που υπάρχουν για το ελληνικό τραγούδι, όπως του Σπύρου Παπαδόπουλου, ο κόσμος τις βαρέθηκε. Πολλά τα χρόνια. Αυτό το γλέντι έγινε και ξαναέγινε… Κάτι εναλλακτικό δεν είδαμε…».

// Ποιοι βλέπουν τηλεόραση;

«Οι συνταξιούχοι και οι αργόσχολοι. Ποιος δημιουργικός άνθρωπος, ποιος οικογενειάρχης που οι δουλειές του τρέχουν κάθεται να δει τα μεσημεριανά κουτσομπολιά με τις εγχώριες σταρλετίτσες που είναι εθισμένες στην κακή δημοσιότητα και κάνουν οτιδήποτε για να δουν το πρόσωπό τους στην οθόνη; Ποιος άνθρωπος με αξίες θα αναλωθεί σε χαζομάρες ή θα κάτσει να δει μια εκπομπή στην οποία κάποιος συνάνθρωπός του πουλά τη δυστυχία του και τη φτώχεια του για να του ανακαινίσουν το σπίτι και να του βάλουν σε τάξη τα δάνεια; Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα και σε εποχές οικονομικής κρίσης δίνουν λάθος μηνύματα. Πούλα την καταστροφή σου και σε αντάλλαγμα το κανάλι θα σου ανακαινίσει δωρεάν το εστιατόριο. Απαράδεκτα πράγματα».

// Γιατί η τηλεόραση πάει από το κακό στο χειρότερο;

«Γιατί όλοι κάνουμε κριτική από τον καναπέ μας. Έτσι δεν γίνεται και με την πολιτική; Τόσα χρόνια Παπανδρέου – Καραμανλής, αλλάξαμε τίποτα; Πολλά χρόνια κριτικής, αλλά τελικά όχι ουσιαστικής κριτικής. Και κανένας μας δεν περνάει στη συλλογική δράση. Αυτό αφορά και εμάς τους καλλιτέχνες, που δεν ασχολούμαστε με τα κοινά…».

// Ο ατομικισμός είναι η μάστιγα της εποχής μας;

«Όχι. Η μάστιγά μας είναι τα χιλιάδες παιδιά που δεν έχουν στόχο. Εμένα αυτό με προβληματίζει. Βλέπω πολλά ελληνόπουλα χωρίς στόχο».

// Τι τα ευνούχισε;

«Η λανθάνουσα κατάσταση στην οποία υπέπεσαν οι γονείς τους. Να νομίζουν ότι έχουν λεφτά και αυτά να είναι πλασματικά… Η ψεύτικη ευμάρεια. Αν θέλεις να ευνουχίσεις ένα παιδί άρχισε να του παρέχεις χρήμα στην εφηβεία. Του έχεις σκοτώσει τα όνειρα και τους στόχους. Ο πλούτος είναι ο εφιάλτης για το στόχο. Τώρα οι γονείς ζορίστηκαν με την οικονομική κρίση και τα παιδιά μοιάζουν και αυτά χαμένα».

// Η παιδεία μας ευνοεί τους στόχους;

«Δεν νομίζω. Πόσοι σπουδάζουν το αντικείμενο που αγαπούν και βρίσκουν δουλειά μετέπειτα; Τα ελληνικά πανεπιστήμια βγάζουν στρατιές ανέργων. Δεν θέλουμε άλλους γιατρούς και δικηγόρους. Η αγορά έχει ανάγκη από άλλα επαγγέλματα. Γιατί δεν ενημερώνει η πολιτεία τις οικογένειες και τους μαθητές για τα επαγγέλματα που αύριο-μεθαύριο θα τους εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή;».

// Τα όνειρα θέλουν δουλειά;

«Πάντως, δεν θέλουν τεμπελιά και ευκολία. Σ’ αυτήν την τεμπελιά συμβάλλει και το κλίμα μας. Οι Έλληνες με το που μυρίσουν άνοιξη, τους έχασες… Με το που δει ήλιο ο Έλληνας θα το σκάσει από τη δουλειά. Ο Γερμανός θα κάτσει λόγω του κρύου στο σπίτι του, θα οργανωθεί, θα εργαστεί, θα μελετήσει, θα ασχοληθεί και θα αναλύσει το πρόβλημά του. Θα το δει κατάματα το θέμα. Θα το λύσει. Εμείς με τις πρώτες καλές μέρες τρελαινόμαστε…».

// Και όταν δούμε το πρόβλημα, θα παραποιήσουμε τα οικονομικά στοιχεία… Θα κάνουμε την πονηριά και μετά θα μας φταίνε οι κερδοσκόποι…

«Έχουμε γίνει ρόμπες με τα ψεύτικα στοιχεία. Άλλο χρέος δώσαμε για τα νοσοκομεία, άλλο για την άμυνα, άλλο είχαμε… Χάσαμε ως κράτος την αξιοπιστία μας… Είναι κρίμα για αυτήν τη χώρα».

// Ποιοι δεν αγαπούν αυτήν τη χώρα;

«Αυτό που γίνεται σ’ αυτήν τη χώρα, χρόνια τώρα, είναι το εξής: λάθος πρόσωπα σε λάθος θέσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν γουστάρουν τη δουλειά που κάνουν και κάνουν συνεχώς λάθη. Και έχουν μάθει τα λάθη τους να τα κουκουλώνουν…».

// Αυτό δεν απογοητεύει τους νέους;

«Η αναξιοκρατία και η ανεργία φέρνουν την απογοήτευση. Γι’ αυτό και τα παιδιά χάνουν το κουράγιο τους και χαζολογούν στις καφετέριες, πίνουν στα μπαρ, καπνίζουν, κάνουν ανούσιες ερωτικές σχέσεις, για να περάσει η ώρα τους και η φτώχεια τους… Δεν υπάρχει όνειρο για εργασία, για δημιουργία, για ένα ταξίδι».

// Υπάρχουν και στόχοι που δεν χρειάζονται χρήματα, όπως ο αγώνας για το περιβάλλον. Το 2050 ολόκληρες περιοχές θα έχουν βουλιάξει…

«Μου κάνει εντύπωση που μου λέτε για καταστροφές που θα γίνουν σε λίγες δεκαετίες… Μα, κ. Ανδρέου, την καταστροφή τη βιώνουμε ήδη σήμερα. Τη ζούμε. Στην Αϊτή, πέρα από το σεισμό, οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Τρώνε μπισκότα από χώμα με βούτυρο και αλάτι… Μετά το Τσερνομπίλ, πόσοι Έλληνες πέθαναν από καρκίνο; Οι μετανάστες από το Μπαγκλαντές έφυγαν από τη χώρα τους λόγω της αλλαγής του κλίματος που τους κατέστρεφε τις σοδειές…».

// Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, από πού αντλείτε δύναμη;

«Από το τραγούδι. Τώρα είμαι στο στούντιο και ηχογραφώ έναν καινούργιο δίσκο. Και για πρώτη φορά η μουσική και οι στίχοι θα είναι δικοί μου. Αυτό είναι ένα δύσκολο ταξίδι, αλλά μ’ αρέσει πολύ… Πέρα από αυτό, σκέφτομαι και το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Μάρτιο θα ανεβούμε με τη Δήμητρα Γαλάνη στη συμπρωτεύουσα».


Σχολιάστε εδώ