Οι μικρομεσαίες στο επίκεντρο υπουργείου – τραπεζών

Είναι πραγματικά περίεργη η εικόνα που έχει δημιουργηθεί σχετικά με το πακέτο για τις ρυθμίσεις των χρεών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προς τις τράπεζες.
Εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις με μέχρι 10 άτομα ή έκλεισαν ή μειώνουν το προσωπικό τους προκειμένου να αποφύγουν, αν μπορέσουν, το κλείσιμο. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι η κύρια πηγή του ταμείου ανεργίας του ΟΑΕΔ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των ανέργων, εφόσον συνεχισθεί η σημερινή κατάσταση, θα φθάσει το ένα εκατομμύριο. Το σενάριο, σχεδόν ρεαλιστικό, είναι από μόνο του εφιαλτικό.
Η ανακοίνωση των μέτρων από την κ. Κατσέλη προκάλεσε από τις τράπεζες αντιδράσεις αρνητικές στο σύνολό τους. Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε όσο είναι δυνατόν το πρόβλημα αλλά και τις αιτίες που το δημιούργησαν.
Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγα χρόνια πίσω.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ90 οι μικρές επιχειρήσεις άρχισαν να αντιμετωπίζονται από τις τράπεζες με κριτήρια retail και λιγότερο επιχειρηματικά. Η πρακτική αυτή γενικεύθηκε μετά το 2000, όταν η Εθνική μπήκε δυνατά στο παιχνίδι. Μέσα στα πλαίσια της πολιτικής αυτής ήταν να σχεδιαστούν και να προωθηθούν στην αγορά απλά χρηματοοικονομικά προϊόντα, ευέλικτα και λειτουργικά.
Επίσης η παρακολούθηση και το management των μικρομεσαίων από πλευράς τραπεζών πέρασαν στη δικαιοδοσία της λιανικής τραπεζικής.
Ήταν η εποχή που στις τράπεζες επικρατούσε η φιλοσοφία της βιωσιμότητας της επιχείρησης σε αντίθεση με τη μέχρι τότε υφιστάμενη φιλοσοφία των εξασφαλίσεων για τη χορήγηση ενός δανείου.
Ήταν η εποχή που έννοιες όπως «market share», «bonus», «value added to the shareholder» (αξία στον μέτοχο), «sales culture» (κουλτούρα πωλήσεων) έμπαιναν σχεδόν βίαια στο καθημερινό λεξιλόγιο των τραπεζών.
Όλα αυτά βέβαια ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου party της «λιανικής τραπεζικής» που πριν από λίγα χρόνια, έστω και με καθυστέρηση, κίνησε τη χώρα.
Μέσα σʼ αυτό το κλίμα ευφορίας εισόδου στο ευρώ, ανάληψης και προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, αναπτύχθηκαν προσδοκίες και σχεδιάστηκαν πολιτικές, τόσο από τις τράπεζες όσο και από τις επιχειρήσεις, βασισμένες στην υπόθεση ότι το party θα κρατούσε για πολλά χρόνια. Μεγάλοι όμως συμβουλευτικοί οίκοι, όπως π.χ. η McKinsey, συνιστούσαν λιγότερο ενθουσιασμό και, έχοντας την εμπειρία από άλλες χώρες όπου προηγήθηκε η ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής, σημείωναν ότι το party κάποτε τελειώνει. Μια από τις φωνές αυτές ήταν γύρω στο 2004 και του τότε διοικητή της Εθνικής κ. Καρατζά.
Μετά το 2004 άρχισε ουσιαστικά η δεύτερη και πιο επιθετική φάση της λιανικής τραπεζικής. Για πρώτη φορά η χρηματοδότηση του ευρύτερου ιδιωτικού τομέα (retail) ξεπέρασε σε απόλυτους αριθμούς τη χρηματοδότηση της μεταποίησης και του εμπορίου.
Το party συνεχιζόταν με τα κέρδη των τραπεζών να εκτοξεύονται σε δισ. ευρώ και τις ετήσιες αυξήσεις τους από 30% έως 60%.
Μέσα στον πυρετό του ανταγωνισμού και της προσέλκυσης νέων μετόχων όχι πάντα με μακροπρόθεσμους επενδυτικούς σκοπούς μία έννοια κυριάρχησε: η «αξία στον μέτοχο». Έννοιες όπως κοινωνία, ανθρώπινος παράγων, κουλτούρα, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, άσχετα αν η κοινωνία ήταν αυτή που έδινε τα κέρδη στον κλάδο, αφού προηγουμένως, βέβαια, είχε υποστεί μια άνευ προηγουμένου πλύση εγκεφάλου καταναλωτικών προτύπων διαβίωσης. Τα νούμερα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο. Σημασία είχε το αποτέλεσμα, οι αριθμοί κυριάρχησαν απόλυτα πάνω στον ανθρώπινο παράγοντα.
Τα πρώτα ανησυχητικά σημεία (warning signals) άρχισαν να φαίνονται υπό μορφή κάποιας κόπωσης στα μέσα του 2006. Οι «πρόδρομοι δείκτες» επερχόμενης κρίσης έγιναν πιο ξεκάθαροι από το 2007 και εδώ ίσως έγιναν κάποια σοβαρά λάθη.
Έτσι κάποιες τράπεζες, στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν τα μεγέθη τους, χαλάρωσαν τα κριτήρια εγκρίσεως δανείων, με αποτέλεσμα τα χαρτοφυλάκιά τους να εμπλουτισθούν με λιγότερο αξιόπιστα δάνεια.
Και όσο οι ρυθμοί κινούνταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, το σύστημα δούλευε.
Όλα άρχισαν όταν η κρίση εμφανίστηκε στις αρχές του 2008 και κατρακυλούσε από μήνα σε μήνα, με κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας και καθυστέρηση δανείων. Και ερχόμεθα στο σήμερα, στον Φεβρουάριο του 2010. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στην τρέχουσα συγκυρία η παρέμβαση της Πολιτείας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προς τις τράπεζες ήταν επιβεβλημένη.
Υπάρχουν επιφυλάξεις για τον τρόπο που εκδηλώθηκε και προβλήθηκε.
Από την αρχή δεν δόθηκε σαφής εικόνα ποιους και πώς τους αφορά. Ότι ήταν ένα πακέτο για πολύ συγκεκριμένη ουσιαστική βοήθεια που δεν αφορά όλους. Η ανάλυση που δόθηκε από τον γενικό γραμματέα βοήθησε και έβαλε κάποια πράγματα στη θέση τους, χωρίς πάντως να κάνει το τοπίο τελείως ξεκάθαρο.
Στο θέμα του Τειρεσία πέρασε ως ένα βαθμό η εικόνα ότι και να μπεις δεν χάλασε ο κόσμος. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει κατά τη γνώμη μας ξεκάθαρο ότι άλλο πράγμα είναι να υπάρχουν διαδικασίες και μηχανισμός καταγραφής για όσους δεν είναι συνεπείς και άλλο τα μέτρα και οι συνέπειες που θα υφίστανται όσοι καταγράφονται.
Οποιαδήποτε υποχώρηση στο θέμα της καταγραφής θα είναι καταστροφική. Για το δεύτερο, των συνεπειών, είναι θέμα συζήτησης τραπεζών και Πολιτείας πώς θα εφαρμοσθούν.
Κλείνοντας, θεωρούμε υποχρέωση της Πολιτείας να παρεμβαίνει, οι δυνάμεις της αγοράς δεν φαίνεται να έχουν πλέον τη δυνατότητα να λύνουν από μόνες τους τέτοιου μεγέθους προβλήματα.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι σχέσεις τραπεζών – κοινωνίας είναι αποκλειστικά σχεδόν σχέσεις εμπιστοσύνης που θα πρέπει πάση θυσία να προστατευθούν, όσο και αν η εικόνα τους σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι η καλύτερη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΟΣ


Σχολιάστε εδώ