Μια φορά και έναν καιρό

Σαν εύκολη αλλά τετριμμένη λύση βρήκε να βάλει την κυρία Ζωίτσα να «τα φορέσει» στον σύζυγό της. Καθώς ήτανε όμως «πολύ στα κάτω του», του διέφυγε πως αυτό το έκανε ήδη από μόνη της χωρίς να ʼχει ανάγκη τη δική του παρέμβαση που εν προκειμένω θα πήγαινε στράφι. Η βαρεία κατάθλιψη από την οποία κατετρύχετο τον τελευταίο καιρό δεν του επέτρεπε να σκαρώσει κάτι σκαμπρόζικο και περίλυπος μέχρι θανάτου το φιλοσοφούσε μελαγχολικός.

Ξαφνικά ένας έντονος θόρυβος από καβγά, ανάμεικτος με δυνατές βρισιές που έρχονταν απʼ τη γη, τον έκαναν να πεταχτεί βλαστημώντας: «Ωχ! Κάποιον μου στέλνουνε πάλιν» είπε ζοχαδιασμένος. Όπως ήταν στις μαύρες του, έτρεξε κι έκλεισε την πύλη της κολάσεως, αφού κρέμασε τη φθαρμένη πινακίδα «Επιστρέφω αμέσως». Φυσικά αυτό το «Επιστρέφω αμέσως» ήταν μια δική του επινόηση για να ταλαιπωρεί τον κοσμάκη που ξεροστάλιαζε περιμένοντας απʼ έξω. Έστησε αυτί για να δει αν έφτασε αυτός που διαολόστειλαν, άκουσε τα βήματά του να πλησιάζουν κι ύστερα νʼ απομακρύνονται χωρίς να σταματήσουν. Προφανώς είχανε πει στον ανθρωπάκο «Άι στο διάολο κι ακόμα παραπέρα» κι ευρίσκετο καθʼ οδόν. Όταν έπαψαν νʼ ακούονται τα βήματα, ένας στεναγμός ανακουφίσεως βγήκε από το στήθος του και ξανάρχισε τις ονειροπολήσεις του. Τότε θυμήθηκε τον εντιμότατο επιχειρηματία κύριο Καρίκογλου, γνωστότερο σε όσους είχαν νταλαβέρια μαζί του ως «Καθίκογλου», λόγω της εν γένει πολιτείας του στην πιάτσα. Μαζί του είχε παλιούς λογαριασμούς, και διότι ήταν άτομο με έπαρση που νόμιζε πως είναι ο γκρανπάπας και διότι κατά βάθος τον ζήλευε σαν ανταγωνιστή του επειδή η κοινωνία τον χαρακτήριζε με απέχθεια «σατανά». Εδώ που τα λέμε του έμοιαζε και στη φάτσα με το σουβλερό του μουσάκι, έτσι, καθώς ζούμε σε μιαν εποχή όπου τα πάντα αμφισβητούνται, φοβήθηκε μήπως στο τέλος του φάει την καρέκλα. «Εμ θα σου ʼξηγήσω τομάρι» ψέλλιζε και του έγινε έμμονη ιδέα να τον εξοντώσει. Επιστράτευσε τη δεσποινίδα Ρίτσα, βάζοντάς τη στον δρόμο του να ψάχνει τάχατες εναγωνίως για ταξί. Σταμάτησε τη λαμπερή Μερσεντεσάρα του ο κ. Καρίκογλου, που θεωρούσε τον εαυτό του βιρτουόζο στο καμάκωμα και μεγάλο γυναικοκατακτητή, περισσότερο κι από τον Δον Ζουάν συνασπισμένο με τον Καζανόβα, και τη ρώτησε αν μπορούσε να την εξυπηρετήσει. Μπορούσε. Της άνοιξε την πόρτα σαν ιππότης και μπήκε. Ακριβώς επάνω στους έξι μήνες ξαναμπήκε, ντυμένη νύφη αυτή τη φορά, πλάι στον βιρτουόζο που καμάρωνε χαμογελαστός επειδή κατάφερε να τη ρίξει…

Δεν πρόλαβε να κλείσει χρόνος κι ο Καρίκογλου πλήρης οργής αναρωτήθηκε γιατί κάθεται σαν κερατάς και τον χορεύει στο ταψί, ενώ ο δικηγόρος του τον συμβούλευσε να της δώσει μια γερή αποζημίωση και να τη στείλει στον διάολο, όπερ και έπραξε.. Πήρε η Ρίτσα το παραδάκι κι ο οξαποδός τη Ρίτσα που την έβαλε στην πρώτη σειρά εφεδρείας για ώρα ανάγκης. Μα, το κυριότερο, καθάρισε με δαύτον που κατάντησε οικονομικό ράκος και ρεζίλης των σκυλιών. Νοκ άουτ κανονικό τον έβγαλε.

Μέσα στην ανία του τα θυμάται τώρα όλʼ αυτά και σπάει το κεφάλι του πώς θα μπορούσε να την αξιοποιήσει, διότι εδώ που τα λέμε θαύμαζε το έμφυτο ταλέντο της να τα κάνει όλα λίμπα με την αθωότητά της… «Αυτή η κοπέλα σκέφτεται, έχει τον διάολο μέσα της». Δαγκώθηκε με την ατυχή του έκφραση, διότι η φράση του μπορούσε να προκαλέσει πονηρούς συνειρμούς σʼ όσους αρέσκονται να κυριολεκτούν. Τις σκέψεις του ήρθε να ταράξει ένας μικρός διαολάκος. Μικρός μεν στην ηλικία, αλλά μεγάλος τσογλαναράς, που ακόμα δεν έβγαλε κέρατα και κάνει τον μάγκα: «Αφεντικό», είπε θρασύτατα, «τα καζάνια κοντεύουν να σβήσουν κι οι ψυχές διαμαρτύρονται». Ο διάολος δεν έδωσε καμιά σημασία. «Άσʼ τους να διαμαρτύρονται», απάντησε, «γιατί μας ζάλισαν τον έρωτα. Έχει φωτιά; Φωνάζουν επειδή είναι δυνατή. Πέφτει η πίεση; Πάλι διαμαρτύρονται γιατί βράζουνε λέει σε συνθήκες τριτοκοσμικές. Σβήνει η φωτιά; Ξεσηκώνονται σʼ επανάσταση. Με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένοι. Και ζωντανοί τα ίδια κάνανε. Τους σιχάθηκα πια». Δεν έφευγε ο διαβολάκος και με κάποια προπέτεια του υπενθύμισε πως έχει σʼ εκκρεμότητα την υπόθεση με την κυρία Ουλάνοβα, στην οποία ανακατεύθηκε αυτεπαγγέλτως. Η κυρία Ουλάνοβα, ξανθή και χαριεστάτη, είχε μεταφέρει εσπευσμένως με ασθενοφόρο τον σύζυγό της στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Κατά τη διακομιδή παρίστατο και ο Βελζεβούλης, αθέατος μεν αλλά με αισθητή την παρουσία του, έτοιμος, κατά το πρότυπο της ΝΑΣΑ με τους πυραύλους, νʼ αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση για την εκτόξευση του ασθενούς. Στο νοσοκομείο ο γιατρός ήταν σαφής και κατηγορηματικός: «Ο ασθενής σας, κυρία μου, δύο μόνον περιπτώσεις έχει. Ή θʼ ανανήψει και θα γίνει καλά ή θα πεθάνει». Στην κυρία δεν άρεσε ούτε η πρώτη περίπτωση ούτε η δεύτερη. «Αν γίνει καλά», σκέφτηκε, «θα ξαποστείλει πρώτα εμένα με τις κακοριζικιές του και τις γκρίνιες του. Κι αν πάλιν τα τσιτώσει, θα ʼχω ντράβαλα με τους φαταούλες του βρωμόσογού του για τα κληρονομικά». Ήταν μια κλασική περίπτωση που έπρεπε να διευθετήσει διότι διέσυραν αναιτίως το όνομά του.

Η γοητευτική Ουλάνοβα είχε κληθεί να προσφέρει τας οικιακάς της υπηρεσίας εις τον ογδοηκοντούτη εν χηρεία τελούντα κύριον Απόστολον, αποκαλούμενον χαϊδευτικά Λάκη. Όπως συμβαίνει όταν συνυπάρχει η φωτιά με το μπαρούτι, εξέσπασεν θυελλώδης έρως μεταξύ τους που τους οδήγησεν ενώπιον του αρμοδίου αντιδημάρχου να τους ενώσει με πολιτικόν γάμον, διότι η νύμφη ήταν άθεη παιδιόθεν κι ο Λάκης, αν και επίτροπος στην ενορία του, δεν της χάλαγε χατίρι. Κι εκείνη του το ανταπέδιδε πλουσιοπάροχα στο νυφικό κρεβάτι, εκμανθάνοντάς του την… κυριλλική γραφή.

Η είδηση του γάμου έσκασε σαν βόμβα χιλιάδων μεγατόνων στους συγγενείς που δεν βλέπανε την ώρα να καλέσει τον Λάκη ο Ύψιστος, εκείνους δε ο συμβολαιογράφος για το άνοιγμα της διαθήκης του. «Θα της πάρει ο διάολος τον πατέρα» ωρύετο ο ανηψιός του που υπελόγιζε στη μερίδα του λέοντος. Ανατρίχιασε στο άκουσμα ο παριστάμενος Σατανάς. Φαντάστηκε τον πατέρα της Ουλάνοβα, έναν γέρο μουζίκο με γκρι γενειάδα, καλπάκι γούνινο και πίπα από σημύδα σκαλισμένη στο χέρι, να μεθοκοπάει με βότκα και να τραγουδά συνέχεια με μπάσα φωνή τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα» και το «Oτσιτσόρνια». Σκέτη κόλαση δηλαδή! «Μπήκε ο τρισκατάρατος στο σπίτι μας» ούρλιαζε η κουνιάδα του Λάκη που ήταν θεούσα. Ο δε αδελφός του ο τεχνοκράτης έβγαλε το συμπέρασμα πως για να τους δυσκολέψει τα επισκεπτήρια και τα πολλά τα σούρτα-φέρτα, τον πήγε σε νοσοκομείο «στου διαόλου τη μάνα». Ο εξάδελφός του μόνον, που δεν είχε νιτερέσα και ήταν αδιόρθωτος καλαμπουριτζής, γέλασε και είπε: «Δεν έπρεπε να τη λεν Ουλάνοβα, αλλά…» και πρόσθεσε ένα «Π» στην αρχή του ονόματός της με έναν ενδιάμεσο αναγραμματισμό. Όλοι συμφώνησαν και αποφάσισαν να βρούνε έναν δικηγόρο «διαόλου κάλτσα» για νʼ αντιμετωπίσουν τις σατανικές της επιδιώξεις. Επειδή η υπόθεση άρχισε «να κάνει κοιλιά», οξαποδός βαρέθηκε και σηκώθηκε να φύγει.

«Πάμε να δούμε και την Αltera pars» είπε λατινιστί, καθότι πολυπολιτισμικός εκ πεποιθήσεως, και τράβηξε να συναντήσει την Ουλάνοβα. Την άκουσε να συζητά με μια συμπατριώτισσά της και να λέει: «Δεν σπάει ο διάολος το ποδάρι του να βρω πού έκρυψε ο παλιόγερος (ο σύζυγός της) το πουγκί του και τότε τα λέμε». Εξανέστη ο Εωσφόρος και γεμάτος οργή φώναξε: «Ως εδώ και μη παρέκει, κυρά μου… Άκου να σπάσω το ποδάρι μου για να βρεις εσύ το πορτοφόλι. Βρε δεν πάτε λέω ʼγω στον διάολο όλοι σας». Και αηδιασμένος συμπλήρωσε: «Άι σιχτίρι πια!».


Σχολιάστε εδώ