ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ…

Μεταξύ άλλων επρόκειτο και για τα δύο ξαδέλφια, τον Αμντή Ιπεκτσή και τον Ισμαήλ Τζεμ, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα επόμενο χρόνια στην πορεία που ακολούθησαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το κωμικό είναι ότι μετά τη δολοφονία του Αμπντή η «Ε» πρωτοστάτησε στην καθιέρωση του διαβόητου «βραβείου Ιπεκτσή», ενώ αρκετά χρόνια μετά ο Ισμαήλ Τζεμ Ιπεκτσή θα γινόταν υπουργός των Εξωτερικών της Τουρκίας και ο Γιώργος Παπανδρέου θα ανακάλυπτε στο πρόσωπό του έναν καλό φίλο που θα το ρίχνανε μαζί έξω!
«Δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον», μου είχε πει τότε ο Σεραφείμ, «δύο φίλοι, ένας Έλληνας και ένας Τούρκος, συζητούν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Η συνάντηση με αμφότερα τα ξαδέλφια είχε διαρκέσει αρκετές ώρες – με τον Ισμαήλ Τζεμ θυμάμαι ότι επεκτάθηκα στη χούντα του 1970 (για την οποία είχε γράψει και ένα βιβλίο που θεωρείται σημαντική πηγή) και κυρίως στη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης με αντικείμενο τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό του Οθωμανικού κράτους και της Τουρκίας.
Προβάλλομαι ως ενεργούμενο των Tούρκων
Παρά το όχι ευχάριστο γεγονός που μου έτυχε, προώθησα μια σειρά από πρωτοβουλίες για την προσέγγιση Τούρκων και Ελλήνων στα πλαίσια ιδίως της ΔΗΚΕΠ (Δημοκρατική Κίνηση Επιστημόνων) που ήταν κλαδική της ΕΔΗΚ. Μάλιστα ο Σάκης Πεπονής, που ασκούσε και την πολιτική του κηδεμονία στην οργάνωση αυτή, στο έργο του «1961-1981: Τα γεγονότα και τα πρόσωπα» αναφέρει συγκεκριμένα τις σχετικές ενέργειές μου. Το ενδιαφέρον είναι ότι πρώτη στη σειρά των ατόμων που σκοπεύαμε να καλέσουμε ήταν η Νουρ Βεργκίν, υφηγήτρια τότε της Κοινωνιολογίας στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, θυγατέρα (υιοθετημένη) του Νουτετίν Βεργκίν, πρεσβευτή της Τουρκίας στην Αθήνα το 1958-1960 και ενός από τους πρωτεργάτες των Συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου. Θα επανέλθω στο πρόσωπο αυτό γιατί είναι χαρακτηριστικό πρόσωπο από το οποίο προκύπτουν τα ιδεολογικά χάσματα και παλινωδίες που παρατηρούνται στην Τουρκία όπου συμφύρονται άκρατος εθνικισμός, κεμαλισμός, ισλαμισμός και… μαρξισμός! Στο σημείο αυτό, προκειμένου να διαφωτίσω τα αίτια της απόλυσής μου, θα πρέπει να προτρέξω σε κάποια χρόνια μετά. Ήταν μεσημέρι και είχα περάσει από τα γραφεία της εφημερίδας. Ο Σεραφείμ την εποχή εκείνη έμενε στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμενα κι εγώ. Έτσι μου πρότεινε να με πάρει με το αυτοκίνητό του. Καθ’ οδόν μου απεκάλυψε από πού προήλθε η απόλυσή μου. Όσο διάστημα δημοσιευόταν το ανάγνωσμα με τα παρασκήνια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ο Π. Λαμπρίας έπαιρνε την εφημερίδα και ζητούσε να διακοπεί, δεδομένου ότι ήταν «εθνικά ύποπτο»! Υποψιασμένοι λοιπόν στην εφημερίδα, έβαλαν τον Δημήτρη Κουμπιά να διαβάζει προηγουμένως τα χειρόγραφά μου (γιατί μέχρι τότε πήγαιναν κατευθείαν στη στοιχειοθεσία). Και ο Κουμπιάς βέβαια δεν έβρισκε τίποτε το επιλήψιμο. Ωστόσο οι πιέσεις είχαν ενταθεί και κυρίως προς τον συνιδιοκτήτη Χρ. Σιαμαντά, ο οποίος κινούνταν απολύτως στον αστερισμό του Καραμανλισμού.
Η αγωνία των κρατούντων
για τα παρασκήνια
του δεύτερου «Αττίλα»
«Παρατήρησες σε ποιο σημείο διακόπτη η εξιστόρηση;» ρώτησα τον Σεραφείμ. Δεν το είχε προσέξει. «Να σου πω εγώ. Ο πρώτος ”Αττίλας” είχε περατωθεί και η αφήγηση ήταν στο ενδιάμεσο που άρχιζε η δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης». Του θύμισα μάλιστα ότι στο μεσοδιάστημα αυτό εξιστορούσα με βάση μια άκρως αποκαλυπτική τουρκική βιβλιογραφία τα παρασκήνια των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, γιατί η εισβολή, όσο και αν οφείλεται στην εγκληματική ενέργεια της χούντας, προωθήθηκε σε γνωστό συμβατικό πλαίσιο, η ύπαρξη του οποίου μαρτυρούσε τον εξ αρχής φανερό στόχο της Τουρκίας (ο οποίος ήταν γνωστός στην ελληνική πλευρά).
Όταν περίπου μετά ένα έτος δημοσιεύθηκε ο πρώτος τόμος του έργου μου, η περίφημη ΓΔΕΑ (Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας) έστελνε συνεχώς ένα όργανό της στον εκδότη μου Μεμά Λογοθέτη και ζητούσε να μάθει «τι περιλαμβάνει ο δεύτερος τόμος του έργου του κ. καθηγητή για την επόμενη φάση του ”Αττίλα”». Ήταν τότε, όπως έμαθα αργότερα, που από την ίδια υπηρεσία και μέχρι το 1978 παρακολουθούνταν το τηλέφωνό μου!
Δεν χρειάζεται και μεγάλη φαντασία προκειμένου να μαντεύσει κανείς ποιων πληροφοριών τη δημοσιοποίηση κάποιοι φοβούνταν, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ωστόσο μετά τόσα χρόνια θα έπρεπε να τους καθησυχάσω. Οι τουρκικές πηγές ήταν εξαιρετικά φειδωλές στο θέμα αυτό. Μάλιστα ένα βασικό βοήθημα για την πρώτη φάση ήταν το έργο του γνωστού τούρκου δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλή Μπιράντ, ο οποίος όμως στη δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης, εκτός από κάποιες ενδιαφέρουσες, αλήθεια, λεπτομέρειες, είχε περιοριστεί στα τηρηθέντα πρακτικά από μέρους της τουρκικής αντιπροσωπείας.
Ο Γεώργιος Μαύρος είχε την καλοσύνη να μου δώσει τον χρώματος πορτοκαλί φάκελό του που διελάμβανε τα αντίστοιχα πρακτικά τα οποία είχε τηρήσει η ελληνική αντιπροσωπεία. Προφανώς όμως αντίγραφο του φακέλου είχε παραδώσει και στον Αβέρωφ, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδωσε στον Σταύρο Ψυχάρη, που το περιέλαβε στις «Εβδομήντα κρίσιμες μέρες» (ένα βιβλίο που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από το «Βήμα»). Επειδή λοιπόν δεν ήθελα να επαναλάβω τα ίδια κείμενα, είχα στραφεί στην προϊστορία του Κυπριακού, η οποία όμως και αυτή φαίνεται να ήταν επιλήψιμη εκείνες τις μέρες της μεταπολίτευσης…
Το θεώρημα της ΓΔΕΑ ήταν σκέτο αριστούργημα. Οι Τούρκοι με είχαν στείλει (επιλήψιμο εθνικά πρόσωπο), αφού με εφοδίασαν με ένα σωρό από απόρρητες πληροφορίες, προκειμένου να εκθέσω τον Καραμανλή και να δυναμιτίσω τη Μεταπολίτευση και κατ’ επέκτασιν την εμπέδωση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα! Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι παρόμοιο. Άλλωστε η χώρα μας προδήλως διατηρεί το προνόμιο παγκοσμίως οι ασχολούμενοι με τα δημόσια πράγματα να είναι έτσι και αλλιώς «πράκτορες» ξένων δυνάμεων. Είναι μάλιστα τόσο διαδεδομένη η πεποίθηση ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει, ώστε και αυτοί έχουν εκείνους ως ομάδα αναφοράς και προσπαθούν να βρουν σχετική δικτύωση.
Οι κατά το Φόρεϊν Όφις
έλληνες «πράκτορές» του!
Η Φανούλα Αργυρού, δημοσιογράφος και ερευνήτρια, Κυπρία καταγόμενη από τη Μικρά Ασία και εγκατεστημένη στο Λονδίνο, είναι πολλά χρόνια τώρα που με βάση τις οδηγίες του Κωστή Χατζηκωστή (ιδιοκτήτη του συγκροτήματος της «Σημερινής» και πατέρα του δολοφονημένου πρόσφατα Άντη) κάθε πρωί πηγαίνει στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις, όταν ανοίγουν σε καθημερινή βάση οι φάκελοι, και φωτοτυπεί έγγραφα που αφορούν το Κυπριακό. Επειδή όμως μετά το 1966 τα σχετικά έγγραφα είναι λιγοστά, είπε να φωτοτυπήσει έγγραφα που αναφέρονται στην περίοδο της Κατοχής. Και εξεπλάγη, γιατί όλη η πολιτική ηγεσία του τόπου που έδρασε στη μετακατοχική εποχή αναφέρεται στα βρετανικά έγγραφα με το διευκρινιστικό «our agent», δηλαδή «πράκτοράς μας». Και η κυρία Αργυρού με ρωτούσε αν ήταν ορθός ο χαρακτηρισμός. Το ευτράπελο είναι αλλού: είχα αναφερθεί στο θέμα σε συνάδελφό μου στο Πάντειο, καθηγητή Ιστορίας που ανήκει στην ίδια κατηγορία με την κ. Ρεπούση και την κ. Δραγώνα (και μάλιστα με πιο… προωθημένες απ’ αυτές θέσεις) και πήρα την ακόλουθη μνημειώδη απάντηση: «Μα είναι πολύ λογικό, γιατί και οι άλλοι, οι δικοί μας, ήταν και αυτοί υπερήφανοι που ήταν πράκτορες της Μόσχας!».
Το κατηγόρημα αυτό που δέχτηκα δεν ήταν κάτι καινούργιο και έχει μια μικρή προϊστορία. Όταν τον Φεβρουάριο του 1962 κατέφθασα στην Αθήνα με σκοπό να συνεχίσω εδώ τις σπουδές μου (αφού είχα καταθέσει στον Πατριάρχη Αθηναγόρα λεπτομερειακή έκθεση, από πληροφορίες που είχα συλλέξει, στην οποία προέβλεπα τι θα επακολουθούσε για τη Ρωμιοσύνη στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα στην Ίμβρο και την Τένεδο) ήταν επόμενο, προφανώς λόγω χαρακτήρα, να αναμιχθώ στο φοιτητικό κίνημα που μόλις τότε ξεκινούσε. Στην πρώτη μάλιστα συγκέντρωση που οργάνωσε τότε η ΔΕΣΠΑ, Μάρτιο μήνα, με τους αδιόριστους θεολόγους στο Θέατρο Ακροπόλ (από την οποία ουσιαστικά ξεκίνησε και ο αγώνας με αιτήματα το 114 -ακροτελεύτιο τότε άρθρο του Συντάγματος- και το 15% του προϋπολογισμού προίκα για την παιδεία), μίλησα και η ομιλία μου αυτή σημάδεψε τον μετέπειτα αγώνα, γιατί παραλλήλισα τον αγώνα των τούρκων φοιτητών που είχαν ανατρέψει τον Μεντερές «με όλους τους Μεντερέδες όπου γης». Έτσι καθιερώθηκε ως σύνθημα το γνωστό «κάτω οι Μεντερέδες» που δονούσε τις μετέπειτα φοιτητικές κινητοποιήσεις. Το ίδιο σχεδόν επαναλήφθηκε με «μήνυμά» μου που διάβασε ο Απόστολος Κακλαμάνης στην πρώτη συγκέντρωση των επιμέρους νεολαιών των κομμάτων που συγκρότησαν την Ένωση Κέντρου -με τις οποίες βρισκόμουν σε συνεχή επαφή τα τελευταία χρόνια- λίγες μέρες μετά, στο θέατρο «Χατζηχρήστου», στο οποίο μίλησε ο Γεώργιος Παπανδρέου με ειδική μνεία του μηνύματος.
Ποιον πολιτικό στήριζε
Τουρκία το 1963
Τότε, λοιπόν, συνέβησαν κωμικοτραγικά πράγματα. Με κάλεσαν στην Ασφάλεια για «νουθεσία». Εκεί, όταν τους είπα σε άπταιστη καθαρεύουσα «ότι οικογενειακώς είμεθα Βενιζελικοί», ο ασφαλίτης μού απάντησε ότι ο Βενιζέλος είχε πεθάνει. Όταν του υπενθύμισα πως ζούσε ο γιος του ο Σοφοκλής, πήρα την ακόλουθη μνημειώδη απάντηση: «Και αυτός κομμουνιστής είναι». Το σοβαρότερο όμως υπήρξε ότι ένα μέρος από τον συμπολιτευόμενο Τύπο με ανέφερε ως «τούρκο» φοιτητή και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Η θεωρία τότε που διαμορφώθηκε ήταν περίπου η ακόλουθη: Οι Τούρκοι με είχαν αποστείλει με σκοπό να αποσταθεροποιήσω τον Καραμανλή και να δημιουργήσω… κυβερνητική κρίση. Είναι αυτόχρημα κωμικό, αλλά συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Πρώτα απ’ όλα δυσαρεστήθηκε ο Πατριάρχης και με την καλοκαγαθία που τον χαρακτήριζε συνέστησε στον πατέρα μου να μην καταφέρομαι κατά του Καραμανλή και της κυβερνήσεώς του. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι εκλήθη επειγόντως η μητέρα μου στην έδρα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος και το προβεβλημένο στέλεχος Ορχάν Μπριγκίτ τής συνέστησε να μου διαμηνύσει πως δεν έπρεπε να καταφέρομαι κατά του Καραμανλή και να συντάσσομαι με την αντιπολίτευση γιατί βλάπτω τα συμφέροντα της Τουρκίας! Σχετικά ο Φεριντούν Τζεμάλ Ερκίν, πολύ γνωστός τούρκος διπλωμάτης, ως υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση συνασπισμού του Ίνονου, το 1963, διηγείται πως μεταβαίνοντας για υπηρεσιακούς λόγους στο Παρίσι, το αεροπλάνο που τον μετέφερε έκανε στάση στην Αθήνα, όπου έκπληκτος είδε στους επιβιβαζόμενους και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πήγε κοντά του και τον χαιρέτησε: «Πώς έτσι κ. πρωθυπουργέ;». Και ο Καραμανλής του απάντησε: «Δεν είμαι πλέον πρωθυπουργός και αναχωρώ για μόνιμη διαμονή στο Παρίσι». Ο Ερκίν μάς πληροφορεί ότι λυπήθηκε σφόδρα: «Τι λέτε, όσο ήσασταν εσείς δεν υπήρχε πρόβλημα, τώρα με τους άλλους έρχεται καταστροφή».
Είναι εθνικό άθλημα των Ελλήνων κι έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται: Τα κατηγορήματα που προσάπτονται σε άτομα συνήθως όχι μόνο δεν έχουν σχέση προς την πραγματικότητα, αλλά τα ίδια μπορεί να προέρχονται από άτομα εκ διαμέτρου ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος. Να σημειώσω ότι παράλληλα προς τα όσα μου έσερναν ως «φιλότουρκο», «Τούρκο» και όλα τα συναφή, οι ίδιοι κύκλοι διέδιδαν ότι «κομμουνίζω» (sic), ότι είμαι επικίνδυνος αριστερός και τα συναφή. Αυτό μου έλεγε αργότερα ο κορυφαίος δημοσιογράφος Κώστας Τριανταφυλλίδης, που είχε χρηματίσει πολιτικός σύμβουλος του Ζέρβα, με τον οποίο είχα την τύχη να συνεργαστώ κατά την επταετία στα πλαίσια μιας μεγάλης εγκυκλοπαιδείας μαζί με έξοχες προσωπικότητες των γραμμάτων και των επιστημών, αντίθετους στο δικτατορικό καθεστώς της εποχής (ο Τριανταφυλλίδης ήταν προσωπικός φίλος του Καραμανλή, άλλωστε με το όνομά του ο τελευταίος ταξίδεψε για το Παρίσι, ο οποίος μετά τη Μεταπολίτευση παρέμεινε στο περιθώριο εξομολογούμενος σε φίλους «ότι γνώριζε με ποιες δεσμεύσεις ήλθε ο Καραμανλής, υπονοώντας ότι είχε αποδεχτεί να μην αντιδράσει στον ”Αττίλα”»).
Ποιοι έλεγαν ποιους
«κομμουνιστές»
Οι χαρακτηρισμοί που δίδονται, οποιοισδήποτε κι αν είναι αυτοί, συνήθως δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Θα αναφέρω ένα μικρό περιστατικό που δεν αφορά εμένα, αλλά δύο γνωστούς δημοσιογράφους της τότε εποχής. Τον Λουκή Ακρίτα και τον Δημήτρη Πουρνάρα. Θα ήταν τέλη του 1963 που συζητούσα με τον Λουκή Ακρίτα, που ήταν ενήμερος, παρόντος και ενός φίλου μου Ελληνοαμερικανού, στα επί της οδού Κολοκοτρώνη γραφεία της Ένωσης Κέντρου, για την προσπάθεια σπίλωσής μου. Σε μια στιγμή του λέγω «και να φανταστεί κανείς ότι είμαι ο Κ. Βοσπορίτης που κάθε εβδομάδα ο ”Ελεύθερος” του Δ. Πουρνάρα δημοσιεύει τα κείμενά του, τα οποία μιλούν από μόνα τους». Έμεινα εμβρόντητος από την απάντηση του Λουκή: «Κακώς τα δημοσιεύεις εκεί, γιατί ο Πουρνάρας είναι κομμουνιστής»!
Ο Δημήτρης Πουρνάρας ήταν ένας πολύ μεγάλος δημοσιογράφος, για χρόνια διηύθυνε τον «Ελεύθερο Άνθρωπο», το «Βήμα» και άλλες εφημερίδες και είχε διατελέσει γενικός διευθυντής του ΕΙΡ (της μητέρας της σημερινής ΕΡΤ). Προσωπικός φίλος του Σοφοκλή Βενιζέλου, όταν το 1951 του τηλεφώνησαν από τη Μουρούζη ότι κάποιος λοχαγός είχε έλθει να «παραλάβει» τη ραδιοφωνία, ειδοποίησε τον Σοφοκλή, ο οποίος έστειλε Κρητικούς που κατοικοέδρευαν στα υπόγεια της πολυκατοικίας όπου έμενε, ακριβώς απέναντι, στη Νεοφύτου Βάμβα, και «μπαγλάρωσαν» τον επίδοξο πραξικοπηματία, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτριο Ιωαννίδη (ας σημειωθεί ότι οι πραξικοπηματίες τότε είχαν αμνηστευθεί για να ξανακτυπήσουν το 1967). Όταν ο Παπάγος ζήτησε από τον Σοφοκλή έναν ικανό δημοσιογράφο προκειμένου να κατευθύνει την ενημέρωση για το Κυπριακό, εκείνος του συνέστησε τον Πουρνάρα (με βοηθό τον Δημήτρη Νιάνια). Η πρώτη ενέργεια του Κ. Καραμανλή όταν έγινε πρωθυπουργός ήταν, σύμφωνα με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του, να διακόψει τις εκπομπές προς την Κύπρο και κυρίως το καθημερινό σχόλιο του Πουρνάραν ο οποίος απεχώρησε και κυκλοφόρησε έναν ογκώδη τόμο, που τον τιτλοφόρησε «Κατηγορώ», στον οποίο απεκάλυπτε την τεκταινόμενη τότε «προδοσία» στο Κυπριακό και παράλληλα άρχισε να εκδίδει εβδομαδιαία τον «Ελεύθερο» (ο οποίος στο εκδοτικό και πολιτικό τοπίο λειτουργούσε περίπου όπως σήμερα λειτουργεί «Το Παρόν»).
Πώς έγινα ο Κ. Βοσπορίτης
Στον Πουρνάρα με είχε συστήσει μια μεγάλη μορφή των γραμμάτων μας που ίσως θυμούνται ο αρχαιότεροι, ο Μάριος Βαϊάνος, διευθυντής του περιλάλητου «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας». To ψευδώνυμο Κ. Βοσπορίτης μού το έδωσαν ο Πουρνάρας και ο Στέφανος Παπαδόπουλος, μια έξοχη και ξεχασμένη μορφή στην ιστορία του αριστερού κινήματος, που η δραστηριότητά του μαζί με τον Γιαννιό εκτείνεται στην περίοδο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. (Αμφότεροι είχαν συγκρουστεί με το ΣΕΚΕ και τον Μπεναρόγια, τον οποίο και κατηγορούσαν ότι προήγαγε ιουδαϊκό σοσιαλισμό.) Ο Παπαδόπουλος ήταν φίλος του πατέρα μου και δικός μου, από τους πρώτους απελαθέντες από την Κωνσταντινούπολη το 1957 (όπου τις τελευταίες δεκαετίες ήταν συντάκτης της πολίτικης εφημερίδας «Απογευματινή»). Ο Δημήτριος Λαμπράκης, του οποίου ήταν φίλος και γνωριζόντουσαν από το Μακεδονικό Αγώνα, τον είχε περιθάλψει και τον είχε προσλάβει τιμητικά στο «Βήμα». Το ψευδώνυμο του Κ. Βοσπορίτη αντιστοιχούσε σε γνωστό συμπατριώτη μου δημοσιογράφο, που είχε κάνει θραύση με τα άρθρα του κατά τον Μεσοπόλεμο. (Όταν μετά τη Μεταπολίτευση δημοσίευα τις συνεργασίες μου στην «Αυγή» με το ίδιο ψευδώνυμο, ήλθε να με βρει στο σπίτι μου στο Φάληρο ένας υπέργηρος, ο οποίος δεν πίστευε στα μάτια του, δεδομένου ότι πίστευε ότι ο Βοσπορίτης θα ήταν αιωνόβιος και βάλε).
Τα άρθρα και οι «ανταποκρίσεις μου από την Τουρκία» έκαναν θραύση, γιατί απεκάλυπταν πτυχές άγνωστες όσο και απολύτως ακριβείς των γεγονότων που είχαν σχέση ιδιαίτερα με τα ελληνοτουρκικά. Μάλιστα από το περιβάλλον του Ανδρέα Παπανδρέου με είχαν πληροφορήσει τότε ότι ο Στ. Κωστόπουλος (ως υπουργός Εξωτερικών) τότε είχε βάλει λυτούς και δεμένους να με ανακαλύψουν.
Όταν λοιπόν μετέφερα στον Πουρνάρα τον χαρακτηρισμό που του είχε δώσει ο Ακρίτας, εξεμάνη και μπροστά μου αναζήτησε τον Γεώργιο Παπανδρέου για να διαμαρτυρηθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πουρνάρας, που ήταν ένας σοβαρός ιστορικός συγγραφέας (είναι γνωστές οι βιογραφίες που έγραψε του Ελ. Βενιζέλου και του Χ. Τρικούπη), υπήρξε και αγροτιστής και ανήκε μέχρι το 1966 στην ηγετική ομάδα του Αγροτικού Κόμματος (το οποίο είχε συνεργαστεί εκλογικά με την ΕΔΑ) και είχε μια περιπέτεια κυρίως από δικό μου κείμενο. Στο τελευταίο πριν από την 21η Απριλίου 1967 φύλλο του «Ελεύθερου» (μετά η εφημερίδα, όπως ήταν επόμενο, διέκοψε την έκδοσή της) δημοσίευσα «ανταπόκριση» από την Τουρκία και απεκάλυπτα την ταυτότητα των επιδόξων πραξικοπηματιών. Μέχρι τότε όλα, ανεξαιρέτως όλα, τα δημοσιεύματα ήθελαν τη χούντα να προέρχεται από τις τάξεις των στρατηγών και να έχει φιλοβασιλικό χαρακτήρα. Αξιοποιώντας δύο εκ διαμέτρου άσχετες μεταξύ τους πηγές ισχυριζόμουν ότι οι πραξικοπηματίες ήταν συνταγματάρχες, δεξιοί και όχι βασιλικοί. Το αποτέλεσμα του δημοσιεύματος ήταν να συλληφθεί τη νύχτα του πραξικοπήματος μαζί με τους επώνυμους από κλιμάκιο της ΚΥΠ (οι χιλιάδες συλλήψεις έγιναν από την Ασφάλεια από ειδικούς καταλόγους) και να εγκλειστεί στο ίδιο δωμάτιο με τον Γεώργιο Παπανδρέου με αποτέλεσμα να γράψει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Στη φυλακή ο Γεώργιος Παπανδρέου, εκμυστηρεύεται και κατηγορεί», εννοώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εκλογές του 1977
Τα όσα εξιστόρησα μέχρι εδώ αποτελούν το προοίμιο για μια απροσδόκητη εξέλιξη τρία χρόνια αργότερα, το 1979, όταν γινόμουνα κατά τον πιο επίσημο τρόπο αποδέκτης κυβερνητικής πρότασης για μια μονιμότερη αποστολή μου στην Τουρκία με αυξημένες αρμοδιότητες και με παχυλότατες αποδοχές. Στο μεταξύ είχαν προκηρυχθεί βουλευτικές εκλογές για τις 20 Νοεμβρίου 1977. Ενώ οι κομματικές οργανώσεις της ΕΔΗΚ με είχαν προτείνει για τελευταίο στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ο Γεώργιος Μαύρος, βρίσκοντάς με πολύ νέο (ήμουν μόλις… 37 ετών!), με πρότεινε να κατέβω υποψήφιος στη Β΄ Περιφέρεια της Αθήνας (με προφανή στόχο να ενισχύσω την υποψηφιότητα του αδελφού του Φίλιππου). Τον ευχαρίστησα και προτίμησα να απόσχω από την εκλογική διαδικασία, μια και το αποτέλεσμα ήταν ορατό. Πάντως μου έκανε εντύπωση ότι στις συναντήσεις μας μου εμπιστευόταν άγνωστες πτυχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας και κυρίως σε σχέση με την περίοδο της διαδοχής του Παπάγου από τον Καραμανλή και τις προτάσεις που του είχαν γίνει για να ορκιστεί αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση. Ένα μεγάλο μέρος των εξιστορήσεων αυτών φαίνεται πως ο Γ. Μαύρος το είχε αναφέρει επίσης στον Σ. Λιναρδάτο, που το περιέλαβε στο έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Πέραν αυτού, τον Γ. Μαύρο απασχολούσε η δυνατότητα συνεννόησης με την Τουρκία και με ρωτούσε επίμονα αν θα υπήρχε στο άμεσο μέλλον κυβέρνηση στην Άγκυρα που θα έστεργε σε μια προσέγγιση με όρους κοινής λογικής. Ατυχώς οι συγκυρίες δεν ήταν οι κατάλληλες και στα επόμενα χρόνια θα γίνονταν χειρότερες.
Μη συμμετέχοντας στις εκλογές, προτίμησα να πάγω απλός δικαστικός αντιπρόσωπος στη Θεσσαλονίκη. Την επομένη των εκλογών παρέδωσα τον σάκο μου στο Εφετείο και επέστρεψα στην Αθήνα. Μόλις έφθασα στο σπίτι, με αναζήτησαν ο Ανδρέας Καλλιγάς, που ήταν στενός συνεργάτης του προέδρου, και η ιδιαιτέρα του προέδρου Γεωργία Δρακοπούλου, που μου είπαν ότι έπρεπε να έρθω επειγόντως στα γραφεία του κόμματος στην Πανεπιστημίου, γιατί ο Γεώργιος Μαύρος θα ανακοίνωνε στους συνεργάτες του κάτι τι πολύ σημαντικό. Πράγματι προσήλθα στη συγκέντρωση λίγων σχετικά και έμπιστων στελεχών με βαριά καρδιά. Βέβαια, με τα σημερινά δεδομένα, τα ποσοστά που είχε εξασφαλίσει η ΕΔΗΚ κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα ήταν (σχεδόν 12%). Το καλπονοθευτικό όμως σύστημα είχε κάνει το θαύμα του, είχαμε εκλέξει μόλις 16 βουλευτές, ενώ το ΠΑΣΟΚ με διπλάσιες από μας ψήφους… 93. Και εκεί ακούσαμε από τα χείλη του προέδρου ότι δεν πρέπει να απελπιζόμαστε γιατί είμαστε κυβέρνηση. Όλοι κοιταχτήκαμε με απορία. Τι να είχε συμβεί ή τι είχε μεσολαβήσει;

* Ο καθηγητής
Νεοκλής Σαρρής
είναι πρόεδρος της ΕΔΗΚ.

Στο επόμενο: Στο στόχαστρο του Μαύρου η αντιπροεδρία της κυβέρνησης και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών. Προς μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.


Σχολιάστε εδώ