ΑΝΑΓΚΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η ασκούμενη οικονομική πολιτική εξ ορισμού έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και όχι τους αριθμούς, γιατί πρέπει να έχει κοινωνικές διαστάσεις και επιδίωξη τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών. Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι είναι εκείνοι που πρώτοι έθεσαν το πλαίσιο άσκησης κάθε οικονομικής πολιτικής. Ο Σωκράτης ανέλυσε την αρχή του οικονομικού ορθολογισμού, ο Πλάτωνας επικεντρώθηκε στην ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών ώστε οι πολίτες να βελτιώνονται και να είναι ευτυχέστεροι, ενώ ο Αριστοτέλης επέμενε ότι η ηθική εμπεριέχει την οικονομική πολιτική η οποία καθρεπτίζει βαθιές διεργασίες των ανθρωπίνων σχέσεων και αξιών.
Είναι φανερό, συνεπώς, ότι όταν η ασκούμενη οικονομική πολιτική είναι μέσα σʼ αυτά τα πλαίσια μόνον τότε είναι ωφέλιμη και βιώσιμη και μόνον τότε είναι αποδεκτή από τους πολίτες.
Η ασκούμενη σήμερα οικονομική πολιτική δεν είναι αποδεκτή από τους πολίτες και γιʼ αυτό αντιδρούν-απεργούν και το κοινωνικοοικονομικό κόστος ενδέχεται να υπερβεί το επιδιωκόμενο δημοσιονομικό όφελος. Αυτό συμβαίνει γιατί γίνεται λάθος διάγνωση των ασθενειών της οικονομίας και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλη η χώρα στροβιλίζεται γύρω από ένα νούμερο του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ αυτό δεν είναι η ασθένεια αλλά το αποτέλεσμα λανθασμένης θεραπείας-δοσολογίας. Δημοσιονομικό πλεόνασμα ή έλλειμμα δημιουργεί η ενίσχυση της παραγωγικής υποδομής ή η αποδυνάμωσή της, αντίστοιχα.
Αυτό σημαίνει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα εκλείψει μόνον εάν ενισχυθεί η παραγωγική διαδικασία (ανάπτυξη), η οποία θα δημιουργήσει δημόσια έσοδα και τελικά πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα, η προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος με είσπραξη περισσότερων φορολογικών εσόδων από την υπάρχουσα πενιχρή οικονομική δραστηριότητα είναι επώδυνη για τους πολίτες, προσωρινής απόδοσης και οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι.
Συγκεκριμένα, η πολιτική αυτή οδηγεί σε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των φτωχότερων τάξεων με βέβαιον αποτέλεσμα την επιπλέον υπερχρέωση των νοικοκυριών και την αύξηση των κερδών των τραπεζών. Αυτό επιβεβαιώνεται από την εισοδηματική πολιτική που ανακοινώθηκε (πάγωμα μισθών, μείωση επιδομάτων, κατάργηση φοροαπαλλαγών και αυτοτελούς φορολόγησης), και μάλιστα με την πρωτόγνωρη σύμφωνη γνώμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το πιθανότερο είναι ότι οι εργαζόμενοι θα αντιδράσουν, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις εργαζομένων η μείωση του εισοδήματός τους φτάνει στο ποσοστό του 25%, όπως είναι οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών στους οποίους, μάλιστα, έχει ανατεθεί η προσπάθεια για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής .
Η σταθεροποίηση, συνεπώς, της οικονομίας στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα (μειωμένη απασχόληση, περιορισμένη παραγωγή, αυξανόμενες εισαγωγές χωρίς ουσιαστική εξαγωγική δραστηριότητα, χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας) χωρίς να προηγηθεί ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη είναι τουλάχιστον αφελής άποψη.
Στη χώρα μας έχει αποδειχθεί ότι η τροχοπέδη της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι κυρίως ο κρατικός παρεμβατισμός και οι επιβαρύνσεις που συνεπάγεται (π.χ. γραφειοκρατία, φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, περιορισμοί, διαπλεκόμενα συμφέροντα, εναγκαλισμός των εργατικών συνδικάτων, αδυναμία ελέγχου του κόστους του χρήματος και αδυναμία απορρόφησης των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων). Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το 35% του εργατικού κόστους είναι φόροι και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ σε άλλες χώρες είναι κάτω του 10%.
Εάν η πολιτική επικεντρωθεί στη μείωση αυτών των επιβαρύνσεων, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές και με εσωτερικό χαμηλότοκο δανεισμό, αμέσως θα κινηθεί η αναπτυξιακή διαδικασία, η οποία θα ενισχύσει την απασχόληση, τις επενδύσεις, τα εισοδήματα, την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα. Όσοι δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα αυτής της πολιτικής βάζουν το «κάρο πριν από το άλογο» γιατί τους διαφεύγει ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα προβλήματα ζήτησης και προσφοράς (μη ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής) και ουσιαστικά βρίσκεται σε κατάσταση «στασιμοπληθωρισμού».
Κάποιος, επομένως, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι προτιμότερο να ευημερούν οι άνθρωποι κι ας υποφέρουν οι αριθμοί, γιατί σήμερα υποφέρουν και οι δύο, αλλά μην ξεχνούμε ότι οι στατιστικές των αριθμών είναι σαν το λαμπατέρ το οποίο ο γνωστικός το χρησιμοποιεί για να φωτίζεται, ενώ ο μεθυσμένος για να στηρίζεται.

website: neaoikonomia.gr


Σχολιάστε εδώ