Ένα βήμα «σημειωτόν», δύο βήματα πίσω

Το μόνο μέτρο που δεν εξήγγειλε ακόμα ο πρωθυπουργός είναι η αύξηση του ΦΠΑ, η οποία ελλοχεύει για να υλοποιηθεί μετά τις πρώτες αποκλίσεις μεταξύ των προσδοκώμενων εσόδων και όσων θα εισπράττονται ανά μήνα…

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο πρωθυπουργός ξόδεψαν τον πολύτιμο πολιτικό και οικονομικό χρόνο. Χρειάσθηκαν κατ’ αρχάς τρεις τουλάχιστον μήνες να κατανοήσουν ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από τον φανταστικό «προεκλογικό κόσμο» που οικοδόμησαν με τις υποσχέσεις τους. Κήρυξαν τη χώρα σε χρεοκοπία από τον Νοέμβριο και έκτοτε στα κυβερνητικά επιτελεία κυριάρχησαν οι αντιφάσεις, οι αντιγνωμίες, ενώ έγινε εμφανής η απουσία όχι μόνο συγκεκριμένου σχεδίου αλλά και κατανόησης των διαστάσεων της κρίσης. Ασφαλώς η ΝΔ παρέδωσε την οικονομία σε άθλια κατάσταση, κατάσταση την οποία όμως διεύρυναν και επιδείνωσαν η αβελτηρία, η αναποφασιστικότητα και η πολιτική αβουλία της παρούσας κυβέρνησης. Η πολιτική της ανεπάρκεια παρήγαγε τελικώς ένα σοβαρό οικονομικό κόστος.

Γι’ αυτό και η απουσία πολιτικής βούλησης και οργανωμένου σχεδίου οδήγησε μοιραία όχι μόνο στη λήψη αυστηρών, ακραίων μέτρων, αλλά κατ’ ουσίαν στην αναγνώριση της διεθνούς πατρωνίας και στην απώλεια τμήματος της εθνικής μας κυριαρχίας.

Πράγματι ο κ. Παπανδρέου και η κυβέρνησή του επέλεξαν να διαδραματίσουν ατύπως τον ρόλο του «μεσολαβητή». Από τη μια πλευρά επιρρίπτουν συνολικά στη ΝΔ τις ευθύνες για την οικονομική και θεσμική κρίση, ενώ ως υπεύθυνους για τη λήψη των σκληρών μέτρων υποδεικνύουν εμμέσως τόσο τους ευρωπαίους εταίρους όσο και τους κερδοσκόπους των αγορών.

Το βασικό όμως ερώτημα αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα των μέτρων όσο και την προοπτική και τις επιπτώσεις που θα έχουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Και το κυριότερο, ποιο είναι το εύρος της κοινωνικής συναίνεσης που μπορεί να στηρίξει τέτοιου είδους μέτρα;

Τρεις είναι οι πηγές εσόδων ενός σύγχρονου κράτους: Η πρώτη αφορά το πλεόνασμα από την παραγωγική δραστηριότητα, η δεύτερη συνδέεται με τα φορολογικά έσοδα και η τρίτη πηγή εξαρτάται από τον δανεισμό. Είναι προφανές ότι τα μέτρα «επείγουσας ανάγκης» που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός αναφέρονται αποκλειστικά στη φορολογία και στον δανεισμό.

Κατ’ αρχάς η φορολογική επιβάρυνση αφορά τα καταγεγραμμένα «θύματα», τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Ουδεμία έκτακτη εισφορά επιβάλλεται σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες, που δηλώνουν μηδενικά κέρδη και εισοδήματα (επαφιέμεθα σε βάθος χρόνου στις δομικές αλλαγές…). Η δανειοδότηση ιδιωτών και επιχειρήσεων από τις τράπεζες μειώνεται εντυπωσιακά, ενώ η άνοδος των spreads έχει σοβαρές επιπτώσεις στα επιτόκια χορηγήσεων. Ενδεικτικό το ότι τα spreads δεν σταμάτησαν να ανεβαίνουν ακόμα και μετά τα μέτρα…

Από την άλλη πλευρά η επιβολή φόρου στα καύσιμα θα επιφέρει αυτόματα αύξηση των τιμολογίων και των τιμών πώλησης όλων σχεδόν των προϊόντων και των υπηρεσιών. Ενώ, συνεπώς, θα μειώνεται το καταναλωτικό επίπεδο, λόγω της μείωσης αφενός του εισοδήματος και αφετέρου της παραγωγικής – οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και διατιθέμενων επενδύσεων δημοσίου χαρακτήρα -και η ύφεση θα προσλαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά- θα έχουμε ταυτόχρονα πληθωριστικές πιέσεις…

Μέσα από τις «συμπληγάδες» αυτές δεν διαφαίνεται καμιά πρόνοια και καμιά προοπτική για την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας. Όμως μια παρατεταμένη περίοδος ύφεσης θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αύξηση της ανεργίας και σε όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων, αφού σε τέτοια περίπτωση υπολογίζεται ότι σε πέντε χρόνια με δεδομένους τους παγιωμένους μηχανισμούς φορολόγησης, και άνισης αναδιανομής του προϊόντος, θα είμαστε κατά 25% περίπου πτωχότεροι…

Όπως διαφαίνεται τόσο από τις συναντήσεις των G20, από τις συζητήσεις που έγιναν στο Νταβός και από τις επιλογές οικονομικοπολιτικών ηγετικών κύκλων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν διαμορφώνονται κοινές αντιλήψεις για τον περαιτέρω χειρισμό της οικονομικής κρίσης. Όσες χώρες ξεπερνούν σταδιακά το ναδίρ της κρίσης επιλέγουν εθνικές πολιτικές εξόδου και δεν συντάσσονται εύκολα με την υιοθέτηση κοινών μέτρων και παρεμβάσεων.

Ήδη στο εσωτερικό της ΕΕ διαμορφώνεται ένα πεδίο διάκρισης μεταξύ των ισχυρών χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και των περιφερειακών χώρων, που περιλαμβάνουν κυρίως τις μεσογειακές οικονομικές δομές. Αυτή η διαφαινόμενη ασυμμετρία δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας ελαστικότερης στρατηγικής για το ευρώ με μέτρα όπως π.χ. την ίδρυση ενός ταμείου αλληλεγγύης προς τις ισχυρά δοκιμαζόμενες οικονομίες ορισμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ΕΕ υποστηρίζει ένα σκληρό ευρώ για να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ. Όμως για να αντέξουν οι ευρωπαϊκές χώρες ένα σκληρό νόμισμα, απαιτούνται υψηλή ανταγωνιστικότητα και αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της κάθε χώρας.

Οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει τον δικό τους δρόμο και η έξοδός τους από την κρίση συνοδεύεται από την αύξηση των ελλειμμάτων τους. Αντίθετα, στην ΕΕ η ύφεση είναι δυνατόν να περιλάβει ευρύτερο χαρακτήρα, να εγκατασταθεί στις οικονομίες των μεσογειακών χωρών και να διαμορφώσει ένα δομικό «χάσμα» που θα διαπερνά σε οριζόντιο γεωγραφικό παράλληλο την Ευρώπη, γεγονός που θα διαμορφώσει ένα περιορισμένο επίπεδο ανάπτυξης σ’ ολόκληρη την ευρωζώνη.

Πώς θα απαντήσει η χώρα μας σ’ αυτές τις στρατηγικού χαρακτήρα εξελίξεις; Προς το παρόν, απεκδύεται των ευθυνών της έχοντας αναθέσει στους «ξένους ελεγκτές» να καθοδηγήσουν τα οικονομικά της, περιμένοντας να μειωθούν τα ελλείμματα, για να ξαναρχίσουν πάλι να ρέουν τα δάνεια, να «ανοίξουν οι δουλειές», να ξαναβρούμε πάλι τον «παράδεισο» που χάσαμε… Είναι κι αυτό ένα όνειρο, σαν εκείνο που μας περιέγραψε και μας υποσχέθηκε ο νυν πρωθυπουργός, πριν, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, βυθισθούμε στην «κόλαση» της χρεοκοπίας και οδηγηθούμε στη μείωση του εισοδήματος και στην υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και των οικογενειών τους στα επίπεδα των περασμένων δεκαετιών…


Σχολιάστε εδώ