ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ Ή ΧΑΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ;
Βέβαια, εάν κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, οι τουρκικές προτάσεις κατά τη δεύτερη φάση της Τετραμερούς στη Γενεύη, αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας, φαντάζουν εξαιρετικά ειδυλλιακές, ωστόσο τότε είχαν απορριφθεί από την κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης (και την Κύπρο) ως απαράδεκτες, με αποτέλεσμα ο «Αττίλας» να ολοκληρώσει στην Κύπρο τη δεύτερη φάση του αιματοστάλαχτου έργου του. Ωστόσο θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι εάν έτσι φαίνονται τα πράγματα δεν σημαίνει και ότι είναι έτσι. Απλούστατα όχι μόνο έκτοτε οι συνθήκες έγιναν δυσμενέστερες για την ελληνική πλευρά, εξ αντιθέτου προς την τουρκική, η οποία διεθνώς ευνοείται ολοένα και περισσότερο, αλλά ήδη πριν συμβεί αυτό λειτούργησαν μακροχρόνια κατευθυνόμενοι κατασταλτικοί μηχανισμοί αλλοίωσης του φρονήματος και της αντίληψης των πραγμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο, συσκοτιστικοί της πραγματικότητας, με τη συναίνεση των ελληνικών κυβερνήσεων και την αποδοχή του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου… Όχι μόνο το 1974 αλλά και το 1976 και το 1977 δεν μπορούσε η ελληνική κοινή γνώμη να αποδεχτεί «κάποιες πραγματικότητες» (bazι gercekleri gormek), όπως χαρακτηριστικά μου έλεγαν και οι τούρκοι επίσημοι και ημιεπίσημοι συνομιλητές μου. Συνεπώς, αντί των χαμένων ευκαιριών, μήπως συμβαίνει χαμένη να είναι η συλλογική μνήμη; Και από τότε κύλησε πολύ, πάρα πολύ νερό στο αυλάκι. Για παράδειγμα αυτά που φαίνεται να έχει δεχτεί η ελληνική πλευρά στις μέρες μας σε σχέση προς όσα υποστήριζε τότε απέχουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απέχει η σημερινή κατάσταση από την πλήρη τουρκοποίηση της Κύπρου, υπό την έννοια του ουσιαστικού ελέγχου της από την Τουρκία και της ριζικής αλλαγής της πληθυσμιακής της σύνθεσης.
Για την αλλοίωση του φρονήματος εργάστηκε έκτοτε άοκνα εσμός διαμορφωτών της κοινής γνώμης, πολιτικών, καθηγητών, ιστορικών και «κοινωνικών ψυχολόγων», ψοφοδεών ή κομπορρημόνων δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, και
-όπως φαίνεται- από τη «συμμορία» αυτή δεν έλειψαν και οργανωμένες ομάδες «αναρχικών», «χουλιγκάνων» και σε ακραίες περιπτώσεις έως και παραβατικά άτομα, αδίστακτοι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου ή πληρωμένοι δολοφόνοι.
Όσον αφορά τις ευνοϊκότερες συνθήκες που αντιμετώπιζε η Ελλάδα το 1976 και το 1977, έτσι όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω αυτοπροσώπως στην Άγκυρα, έχουν σχέση προς το δυσμενέστατο κλίμα που είχε δημιουργηθεί εναντίον της Τουρκίας με την εισβολή, τη σωρεία των καταδικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, την επιβολή από μέρους του αμερικανικού Κογκρέσου εμπάργκο για τις προμήθειες στρατιωτικού υλικού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να απογειωθούν τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη ελλείψει ανταλλακτικών, και τέλος την επικείμενη είσοδο ως πλήρους μέλους της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ (και νυν ΕΕ). Όλα αυτά είχαν κυριολεκτικά καταταράξει την τουρκική πλευρά, τόσο την αντιπολίτευση όσο και, κυρίως, την κυβερνητική πτέρυγα, που έδειχνε αμήχανη να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Αν υπάρχουν «χαμένες» ευκαιρίες προφανώς είναι αυτές που αναφέρω.
Όταν η τουρκική οικονομία βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας
Επιπροσθέτως, στα παραπάνω πρέπει να υπογραμμίσουμε την άθλια οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, που αντιμετώπιζε έναν τριτοκοσμικό πληθωρισμό και τελούσε υπό την κηδεμονία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δεδομένου ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, σε σύγκριση προς την ανθηρή οικονομία της Ελλάδας. Ήταν η εποχή των ελλείψεων στην αγορά, κατά την οποία είχε εξαφανιστεί μέχρι και ο καφές. Σχετικά, το καλοκαίρι του 1980 βρισκόταν στην Αθήνα ο Νουρεττίν Σοζέν, καθηγητής ΩΡΛ στην Ιατρική του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, κορυφαίο στέλεχος της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος), προκειμένου να συμμετάσχει σ’ ένα συνέδριο της ειδικότητάς του. Με τον Νουτεττίν ήμασταν στο ίδιο εννεαμελές συμβούλιο της πανίσχυρης νεολαίας του κόμματος την περίοδο μετά το κίνημα του 1960, όταν ο ίδιος διατελούσε και πρόεδρος της ομοσπονδίας των φοιτητικών σωματείων της Τουρκίας. Μετά το 1989 έγινε ο (μόνος) σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος στον Μητροπολιτικό Δήμο της Εισταμπούλ, ενώ αργότερα διετέλεσε και βουλευτής. Συναντηθήκαμε και μεταξύ άλλων πολλών με πληροφόρησε ότι οι φίλοι της πολιτικής παράταξης στην οποία ανήκε είχαν συγκροτήσει ένα «ρωμαϊκό φόρουμ» από επίλεκτα άτομα της πολιτικής, της επιστήμης κ.λπ., τα οποία κεκλεισμένων των θυρών συνέρχονταν σε ένα γνωστό ξενοδοχείο και συζητούσαν ένα συγκεκριμένο θέμα από όλες του τις πλευρές. Είχαν λοιπόν ορίσει να συζητήσουν για την ελληνική οικονομία. Και αυτό γιατί, όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε ο Νουρεττίν, «διαπιστώσαμε ότι δεν διαθέτετε βαριά βιομηχανία ούτε έργα υποδομής, το εμπορικό ισοζύγιό σας είναι παθητικό, αλλά η οικονομία ανθεί και κυρίως έχετε αφθονία ξένων ειδών στα καταστήματα και η κοινωνία φαίνεται να ευημερεί, ακριβώς το αντίθετο με εμάς». Μου ζήτησε δε να του εξασφαλίσω κάνα δυο οικονομολόγους να τους λύσουν το μυστήριο. Κι εγώ τότε είχα αναθέσει στον αείμνηστο συνάδελφο Σάκη Καράγιωργα να ετοιμάσει μια ομάδα που θα μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη για τα σχετικά. Μας πρόλαβε όμως τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η χούντα του Εβρέν.
Αμπντή Ιπεκτσή, το άλλο «εγώ»
του Ετζεβίτ
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, το 1977 μπορούσαν να γίνουν θετικά βήματα από αμφότερες τις πλευρές ώστε να υπάρξουν βιώσιμες και κατά συνέπεια λειτουργικές λύσεις, που να μην προσβάλλουν όχι μόνο το Διεθνές Δίκαιο αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Προφανώς θα έπρεπε να υπάρχουν οι κατάλληλες κυβερνήσεις που να διαθέτουν την πολιτική βούληση. Με αυτές ακριβώς τις σκέψεις ολοκλήρωσα τη διερεύνηση των τουρκικών προθέσεων με μακρές συζητήσεις που είχα μεταξύ άλλων και με δύο κορυφαίους τούρκους δημοσιογράφους, τους μακαρίτες Ναντήρ Ναντή, ιδιοκτήτη της γνωστής και σοβαρής εφημερίδας «Τζουμχουριγέτ», και Αμπντή Ιπεκτσή, αρχισυντάκτη και αρθρογράφο της μεγάλης κυκλοφορίας «Μιλλιγέτ». Ο πρώτος υπήρξε ένας πολύ καλός και φωτισμένος άνθρωπος, ιδιαιτέρας μορφώσεως και καλλιέργειας, θεωρούνταν δε ότι επηρέαζε αποφασιστικά τον κεμαλικό πολιτικό κόσμο και τους επίλεκτους ακαδημαϊκούς δασκάλους της εποχής. Ο δεύτερος ήταν πιο σημαντικός για έναν άλλον λόγο: Παλιός συνάδελφος και φίλος του Ετζεβίτ, λειτουργούσε, όπως έλεγαν, ως το alter ego του τούρκου πολιτικού. Μάλιστα αρχές της δεκαετίας του 1960 αμφότεροι είχαν έλθει οδικά με αυτοκίνητο στην Ελλάδα προκειμένου να λάβουν μέρος σε συνάντηση ελλήνων και τούρκων δημοσιογράφων που είχε οργανωθεί στη Ρόδο, με στόχο τη βελτίωση του «κλίματος» στις δύο χώρες. Ο Ιπεκτσή ήταν γόνος πασίγνωστης οικογένειας «ντονμέ» (καταγόμενης συνεπώς από τη Θεσσαλονίκη). Κατά μία συγκυρία, όπως διαδιδόταν τότε ευρύτατα, «πίσω από μεγάλους τούρκους πρωθυπουργούς υπήρχε ένας μεγάλος ντονμέ δημοσιογράφος» και ως παράδειγμα έφεραν πέρα από τον Ιπεκτσή και τον Αχμέτ Εμίν Γιαλμάν, φημιζόμενο και ως «άνθρωπο των Άγγλων» (ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης «Σωματείο η Κύπρος είναι Τουρκική» που είχε σχεδιάσει και εκτελέσει μαζί με τις κρατικές υπηρεσίες -και με βρετανική επίνευση- τα ανθελληνικά γεγονότα στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955). Ό,τι ήταν ο Ιπεκτσή για τον Ετζεβίτ, το ίδιο ήταν και ο Γιαλμάν για τον Μεντερές. (Παρά ταύτα όταν ο Γιαλμάν άρχισε να ασκεί αντιπολίτευση στον Μεντερές, ο τελευταίος δεν δίστασε να τον οδηγήσει στις… φυλακές!) Αυτά λέγονται προκειμένου να υπογραμμιστεί ότι ο Ιπεκτσή δεν ήταν περισσότερο φιλέλληνας απ’ ό,τι ο ίδιος Ετζεβίτ. (Μάλλον λιγότερο, εφόσον ο τελευταίος στο ενεργητικό του είχε ένα ποίημα που είχε γράψει στα νιάτα του, όταν υπηρετούσε στο γραφείο Τύπου της τουρκικής πρεσβείας στο Λονδίνο, με το οποίο υμνούσε τη φιλία ενός Ρωμιού με έναν Τούρκο.) Πιο ειδικά, ο Ιπεκτσή ήταν πολιτικά σοσιαλδημοκράτης, αλλά παρέμενε ιακωβίνος και βαθύτατα τούρκος εθνικιστικής. Εκείνες τις μέρες μάλιστα είχε δημοσιεύσει συνέντευξή του με την Ελένη Βλάχου, η οποία ξεσπαθώνοντας ήταν αποστομωτική και τα έψελνε στην Τουρκία έξω από τα δόντια. Με τους συνομιλητές μου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε κανείς να αναμένει πολλά από την κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ντεμιρέλ, μια κυβέρνηση του λεγόμενου «εθνικιστικού μετώπου», στο οποίο συμμετείχαν και οι «γκρίζοι λύκοι» αλλά και οι ισλαμιστές. Θα έπρεπε συνεπώς να αναμένουμε τις εκλογές που θα διεξάγονταν τον επόμενο χρόνο και στις οποίες οι δημοσκοπήσεις έφεραν το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα φαβορί. Ως τότε συμφωνήσαμε με τον Ιπεκτσή να προωθήσουμε προσεγγίσεις δημοσιογράφων των δύο χωρών με συναντήσεις και εκατέρωθεν ανταλλαγές επισκέψεων.
Πριν επιστρέψω, συναντήθηκα και με όλους τους ηγέτες των μικρών κομμάτων της τουρκικής Αριστεράς (επτά τον αριθμό!) για προσωπικούς λόγους, αλλά και για λόγους συνέπειας έναντι της «Αυγής» και του ΚΚΕ εσ., από το οποίο άλλωστε υπήρξε η αρχική πρωτοβουλία της μετάβασής μου στην Τουρκία (κατά περίεργη συγκυρία οι συνεντεύξεις αυτές δημοσιεύθηκαν τότε, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, στην «Ελευθεροτυπία»). Από αυτές τις μακρόσυρτες συζητήσεις σημειώνω μια εξαιρετικής σημασίας παρατήρηση που προήλθε από μέρους του Μιχρή Μπελλή, ο οποίος ανήκε στην ιστορική ηγεσία της (λικβινταριστικής φευ) τουρκικής Αριστεράς και ήταν γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας (είχε συμμετάσχει στον Δημοκρατικό Στρατό με τον βαθμό του ταγματάρχη). Κατ’ αυτόν ο Ετζεβίτ ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την κλιμάκωση σε δυσθεώρητα ύψη του εθνικισμού και γενικότερα του μισαλλόδοξου σοβινισμού στην Τουρκία, δεδομένου ότι η εμφανής κλιμάκωση της αδιαλλαξίας προήλθε από τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο που προκάλεσε ο ίδιος. Το πόσο δίκιο είχε ο Μπελλή φάνηκε ιδιαίτερα τα χρόνια που ακολούθησαν τη δικτατορία του Εβρέν, όταν σχημάτισε κυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα των «γκρίζων λύκων».
Με τον έλληνα υπουργό
των Εξωτερικών
Στην επιστροφή μου, αφού συζήτησα διά μακρών τις εντυπώσεις μου με τον Γεώργιο Μαύρο, ο οποίος δεν πρέπει να λησμονείται ότι την ίδια εποχή ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καταλήξαμε στο ίδιο συμπέρασμα: Για οποιαδήποτε πρωτοβουλία θα έπρεπε να αναμένουμε τις βουλευτικές εκλογές της Τουρκίας, συναρτώντας έτσι ουσιαστικά τις εξελίξεις με μια αναμενόμενη κυβέρνηση Ετζεβίτ, προσδοκώντας ότι θα πραγμάτωνε το γνωστό «ο τρώσας και ιάσεται». Ο Μαύρος επέμενε να συναντήσω τον υπουργό των Εξωτερικών Δ. Μπίτσιο, με τον οποίο κανόνισε μια συνάντηση. Στον Μπίτσιο ανέφερα την κατάπληξη που είχε προκαλέσει στην Άγκυρα η πρόσφατη ελληνοϊταλική συμφωνία για χάραξη της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο, η οποία ακολούθησε την αρχή της μέσης απόστασης, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει και πρόκριμα για μια μελλοντική ομοειδή ελληνοτουρκική συμφωνία για το Αιγαίο (πράγμα που προσπαθούσαν να αποφύγουν οι Τούρκοι). Με αυτήν την ευκαιρία διατύπωσα την άποψη ότι η Ελλάδα, εν όψει οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, επιβαλλόταν να είχε προβεί σε καθορισμό των ευθειών γραμμών βάσης (για τον υπολογισμό της χωρικής θάλασσας) και στον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ενέργειες που η ίδια η Τουρκία στη συνέχεια πραγματοποίησε)… Αν είχαν γίνει τα στοιχειώδη αυτά βήματα, δεν θα είχαμε φτάσει στο σημερινό αξιοθρήνητο σημείο να αμφισβητείται η ελληνική κυριαρχία στο μισό και πλέον Αιγαίο.
Τα «παρασκήνια της τουρκικής
εισβολής στην Κύπρο»
Κατά τα άλλα, συνεπής προς την υποχρέωση που είχα αναλάβει, άρχισα να δημοσιεύω σειρά από επιφυλλίδες στην «Αυγή» με το γνωστό μου ψευδώνυμο Κ. Βοσπορίτης, ενώ η πληθώρα του υλικού που είχα συλλέξει ξεπερνούσε κατά πολύ κάποιες τακτικές συνεργασίες στα «Πολιτικά Θέματα» – στα οποία ο Κώστας Κύρκος, παρακινούμενος και από τον αδελφό του, Λεωνίδα, αλλά και από τον κοινό μας φίλο Θανάση Τσουπαρόπουλο, με είχε καλύψει σ’ αυτήν την ιδιότυπη δημοσιογραφική αποστολή. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι την εποχή εκείνη οι επαφές με την Τουρκία ήταν ελάχιστες και ποιοτικά υποβαθμισμένες. Από το υλικό όμως που είχα στη διάθεσή μου (πάνω από είκοσι κασέτες με μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις ή/και συζητήσεις, πάρα πολλά αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών και μια αρκετά πλούσια βιβλιογραφία) μπορούσαν να εξαχθούν πολύ περισσότερα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα παρασκήνια της εισβολής. Το συζήτησα με τον κορυφαίο μας δημοσιογράφο ο οποίος τύγχανε και εξ αγχιστείας συγγενής μου, και με δική του πρωτοβουλία η «Ελευθεροτυπία» άρχισε σε καθημερινή βάση να δημοσιεύει τα παρασκήνια της εισβολής στην Κύπρο με βάση τουρκικές μαρτυρίες. Η επιτυχία που είχε το ανάγνωσμα διέψευσε παταγωδώς τα θρυλούμενα ότι το «Κυπριακό και τα συναφή δεν πουλούν» γιατί η εφημερίδα καθημερινά ολοένα και «τσιμπούσε» φύλλα.
Οι τουρκικές εκλογές του 1977
Πέρασαν έτσι αρκετοί μήνες και πλησίαζαν οι βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία. Τη φορά αυτή με απέστειλε ως ανταποκριτή της η «Ελευθεροτυπία» και, όπως την προηγούμενη εγκαταστάθηκα στο κτίριο της έδρας του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο μου παραχώρησε το γραφείο του το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ο παλιός και καλός μου φίλος Αλέβ Τζοσκούν (αργότερα υπουργός Τουρισμού), κατά το παρελθόν πρόεδρος του Συμβουλίου της Νεολαίας, στο οποίο ήμουν μέλος, και μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης (του Συντάγματος του 1961), στο οποίο εξελέγη από τη νεολαία (στην οποία εκλογή είχε παίξει σημαντικό ρόλο και η δική μου ψήφος). Το γραφείο Τύπου διηύθυνε ο Ορχάν Κόλογλου, που μου ζήτησε μάλιστα ένα άρθρο στο οποίο εξηγούσα την αναγκαιότητα προσέγγισης Ελλάδας και Τουρκίας, που δημοσιεύθηκε στην πολιτική επιθεώρηση «Οζγκιούρ Ινσάν» (Ελεύθερος Άνθρωπος), καθοδηγητικό κομματικό όργανο. Ήδη από την παραμονή των εκλογών, δηλαδή στις 4 Ιουνίου 1977, είχα εκτός από την εφημερίδα συνεχή επαφή με τον Γεώργιο Μαύρο, ο οποίος στη συνέχεια ενημέρωνε τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ατυχώς το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα τότε μολονότι εξήλθε πρώτο κόμμα, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Επειδή καθυστερούσε η συγκρότηση κυβέρνησης (με αποτέλεσμα να αναβιώσει το υπό τον Ντεμιρέλ «εθνικιστικό μέτωπο» με τους ίδιους εταίρους της Δεξιάς,) συνεννοήθηκα σε περίπτωση που θα υπήρχε θετική εξέλιξη να επανέλθω σε κάποιες μέρες για περαιτέρω συνεννοήσεις. Μάλιστα ο Ετζεβίτ φιλόφρονα με προσκάλεσε σπίτι του να τα πούμε με την ησυχία μας και με αυτήν την ευκαιρία να γνωρίσω και τη γυναίκα του τη Ραχσάν (τον άλλο δεύτερο εαυτό του, ίσως και τον ουσιαστικότερο).
Πριν επιστρέψω στην Αθήνα συνάντησα στην Κωνσταντινούπολη και πάλι τον Ιπεκτσή, τον Ναντή, αλλά και τον Ισμαήλ Τζεμ (αργότερα υπουργό των Εξωτερικών), ο οποίος την εποχή εκείνη διηύθυνε την εφημερίδα «Πολίτικα». Συζητήσαμε ώρες πολλές και για την εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας αλλά και για την πιθανότητα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και κυρίως τη διαδικασία προσέγγισης των δύο πλευρών.
… και η απόλυσή μου
Το ανάγνωσμα για την εισβολή στην Κύπρο συνεχιζόταν με επιτυχία και ο Σεραφείμ Φυντανίδης μού ανακοίνωσε με χαρά ότι ανέμενε την έγκριση του Κίτσου Τεγόπουλου για να περάσω στις μισθοδοτικές καταστάσεις, γιατί μέχρι τότε αμειβόμουν με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών. Αυτή η πρόσληψή μου θα είχε πολλαπλά ωφελήματα για μένα, εφόσον θα αναγνωρίζονταν όλα τα χρόνια μου στο επάγγελμα (από το 1956, μαθητής γυμνασίου ακόμη, συνεργαζόμουν με την ημερήσια εφημερίδα της Πόλης «Εμπρός» αλλά και με αθηναϊκές εφημερίδες, όντας και ο τελευταίος ανταποκριτής της «Ελευθερίας» του Κόκα). Άλλωστε ως συντάκτης στον «Ελεύθερο» του Δ. Πουράρα είχα γίνει δεκτός ως μέλος στην ΕΣΑΤ (Ένωση Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου) στην τελευταία Γενική της Συνέλευση λίγες μέρες πριν από την 21η Απριλίου 1967. (Την εποχή εκείνη ήταν πολύ δύσκολο να γίνει κανείς μέλος στην ΕΣΗΑ και η «μικρή» Ένωση ήταν η αναγκαία βαθμίδα.) Πασίχαρος λοιπόν γι’ αυτές τις θετικές εξελίξεις, ένα καλό απόβραδο είχα φέρει την καθιερωμένη συνεργασία μου με σκοπό να την παραδώσω στον Φυντανίδη. Στο γραφείο του όμως ήταν παρών ο έτερος των (τότε) συνιδιοκτητών της εφημερίδας Χρήστος Σιαμαντάς, ο οποίος από την άκρη του δωματίου παρενέβη:
«Να πάρει το παιδί ό,τι του χρωστούμε και να διακόψουμε αμέσως τη συνεργασία μαζί του. Άλλωστε ο κόσμος έχει βαρεθεί το ανάγνωσμα… Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κουράζουν».
Έμεινα αποσβολωμένος από αυτόν τον κεραυνό εν αιθρία. Τι να είχε συμβεί;
* Ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής
είναι πρόεδρος της ΕΔΗΚ
Στο επόμενο η συνέχεια:
Ποιος ο λόγος της αιφνίδιας «απόλυσής» μου και όσα ακολούθησαν.