ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΘΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΕΥΗΜΕΡΙΑ;
Γ ια τους τρεις παραπάνω φανερούς στόχους δεν τίθεται θέμα επιτυχίας. Για τον απόκρυφο στόχο όμως θα μπορέσει άραγε να πανηγυρίσει το οικονομικό κατεστημένο; Ασφαλώς η αύξηση του φορολογικού βάρους θα προκαλέσει και αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους. Συνεπώς η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους είναι εξασφαλισμένη, δεδομένου ότι το πρόγραμμα εγκρίθηκε με τον όρο ότι σε περίπτωση που τα έσοδα του κράτους θα είναι κατώτερα από τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας, οι κηδεμόνες μας θα έχουν το δικαίωμα να προτείνουν νέα μέτρα, προφανώς φορολογικά, για να κλείσουν αυτές οι «μαύρες τρύπες». Και η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει τις εισηγήσεις αυτές.
Πού θα αποτύχει η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να υλοποιήσει τους φανερούς στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί σχεδόν όλους τους πολίτες της χώρας μας. Γιατί η αποτυχία στην επίτευξη των στόχων θα προκαλέσει δεινά στον ελληνικό λαό και θα οδηγήσει αρκετούς συμπολίτες μας στη φτώχεια και στην εξαθλίωση.
Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει το Πρόγραμμα Σταθερότητας «ευχολόγιο καλών προθέσεων» και άλλοι έφτασαν στο σημείο να το χαρακτηρίσουν «μπακαλόχαρτο». Εμείς προσωπικά φρονούμε ότι έχει μεγάλη αξία το Πρόγραμμα Σταθερότητας, αν λάβει κανείς υπόψη του:
α) Ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σχέδιο δημοσιονομικής πολιτικής για την επόμενη τετραετία. Και η δημοσιονομική πολιτική είναι εκείνη που σημαντικά επηρεάζει ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα μιας χώρας.
β) Η φορολογική αφαίμαξη που θα υποστεί η οικονομία σε περίπτωση αρνητικών αποκλίσεων του Προγράμματος, θα είναι σημαντικά επαχθής, με βέβαιο αποτέλεσμα την καταδίκη της ελληνικής οικονομίας σε ύφεση για πολλά χρόνια. Αυτό είναι το βέβαιο αποτέλεσμα της (μέσω της φορολογίας) αρπαγής ζωτικών δυνάμεων της οικονομίας και της μεταφοράς τους στον δημόσιο τομέα.
γ) Πέρα από τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγική δραστηριότητα, η πιστή εφαρμογή του Προγράμματος Σταθερότητας θα έχει αναπόφευκτη συνέπεια την εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων από πλευράς εισοδήματος νοικοκυριών και την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Έτσι η βασική επιδίωξη της οικονομικής δραστηριότητας του ανθρώπου, δηλαδή η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνικής ολότητας, ανατρέπεται, όταν από τα νοικοκυριά αφαιρείται ένα σημαντικό τμήμα του εισοδήματός τους και πολλές ανάγκες παραμένουν εκτός ικανοποίησης. Άραγε μπορεί να τροποποιήσει κανείς τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής δραστηριότητας και να προτάξει προς ικανοποίηση τα συμφέροντα των κάθε λογής εκμεταλλευτών κάθε ευκαιρίας;
δ) Τα μέτρα που συμπληρωματικά θα ληφθούν για την επιτυχία των στόχων του Προγράμματος φανερώνουν τις επιδιώξεις της ηγεσίας της ΕΕ και της ΟΝΕ, που ταυτίζονται απόλυτα με τα συμφέροντα των κερδοσκόπων, στους οποίους παραδόθηκε η παγκόσμια οικονομία. Κι αυτό θα είναι κατάντημα, καθώς αποτελεί προσβολή για την ανεξαρτησία των κρατών να τελούν υπό την ομηρία ελάχιστων ανθρώπων αμφίβολης ηθικής υπόστασης.
Αν λάβει κανείς υπόψη του αυτά τα τέσσερα σημεία του Προγράμματος Σταθερότητας, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι η σπουδαιότητά του είναι σημαντική για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί την επόμενη τετραετία, όποια και αν είναι η κυβέρνηση της χώρας μας. Και φυσικά και για τη διαμόρφωση του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κοινοτικοί συνεταίροι μας, προκειμένου να εγκρίνουν το πρόγραμμα, έθεσαν θέμα τόσο μεταβολής των εργασιακών σχέσεων επί το δυσμενέστερο για τους εργαζομένους όσο και μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό καθεστώς της χώρας μας. Το μέγεθος των αλλαγών αυτών δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί επακριβώς, καθώς βρισκόμαστε σε μια δυναμική φάση πιέσεων προς αντίθετες κατευθύνσεις. Οι κοινοτικοί πιέζουν για αλλαγές που πλήττουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα που υφίστανται σήμερα και οι μαζικοί φορείς των εργαζομένων πιέζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση με στόχο τη βελτίωση των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Η κοινωνική αναταραχή που θα προηγηθεί από τυχόν αλλαγές, δυσμενείς για τους εργαζόμενους, θα είναι έντονη και πιθανόν να διαταράξει και την κοινωνική συνοχή. Αγαθά τα οποία προκύπτουν από την παγίωση της κοινωνικής συνοχής είναι υπέρτερα από την κάλυψη του ελλείμματος και τη μείωση του δημοσίου χρέους. Για τον λόγο αυτόν το ενδιαφέρον της πολιτικής θα πρέπει να εστιάζεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, ώστε να αποφεύγονται διαταραχές στο κοινωνικό status. Κι αυτό φυσικά δεν είναι λαϊκισμός. Είναι απλώς προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής γαλήνης.
Οι προϋποθέσεις για να πετύχουμε τους στόχους που προκαθορίζει το Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν εμφανίζονται καθόλου ευοίωνες. Η μείωση του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους μάλλον θα οδηγήσουν σε αποτυχία των προσπαθειών, καθώς προϋποθέτουν την αύξηση των εσόδων και μάλιστα των φορολογικών. Ο μόνος στόχος τον οποίο μπορεί να πετύχει το Πρόγραμμα Σταθερότητας είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας της οικονομίας μας. Αυτοί που απαιτούν αξιοπιστία από την ελληνική οικονομία, πόσο αξιόπιστοι είναι; Τα γνωστά λαμόγια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς πώς μπορούν να απαιτούν αξιοπιστία από τους άλλους; Και οι γνωστοί διαπλεκόμενοι πολιτικοί και τραπεζίτες, πόση αξιοπιστία διαθέτουν; Και πώς νομιμοποιούνται όλοι αυτοί οι χαμερπείς υπηρέτες του οικονομικού κατεστημένου να καταδικάζουν σε εξαθλίωση τους λαούς των μικρών χωρών; Όταν πλέον κοπάσει όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από τα προβλήματα της δικής μας οικονομίας, τότε θα φανεί καθαρά ποια είναι τα κίνητρα των σημερινών επιθέσεων ενάντια στην ελληνική οικονομία. Ήδη το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου δήλωσε προ ημερών ότι οι εναντίον μας επιθέσεις υποκινούνται από τους κύκλους εκείνους που επιδιώκουν να πλήξουν την Ευρωζώνη. Και ο παγκόσμια γνωστός νομπελίστας αμερικανός οικονομολόγος καθηγητής Στίγκλιτς δήλωσε πρόσφατα ότι οι επιθέσεις εναντίον της ελληνικής οικονομίας είναι άδικες και γρήγορα η ελληνική οικονομία θα οδηγηθεί σε ανάκαμψη. Θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς για τον άδικο χαρακτήρα των εναντίον μας επιθέσεων. Όμως προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι η οικονομία μας θα αργήσει πολύ να βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης. Και τούτο γιατί τα περιθώριά της θα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ελλείμματος, όπως απαιτούν οι «εμπειρογνώμονες» της ΕΕ. Κι αυτό θα σημάνει μια ύφεση παρατεταμένη, η χρονική διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να προκαθοριστεί. Γιατί δεν μπορεί να προκαθοριστεί και η σκληρότητα των μέτρων που θα απαιτηθούν για την ικανοποίηση των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας. Όσο σκληρότερα θα είναι τα μέτρα, τόσο θα απομακρύνεται και η ανάκαμψη. Πάντως η Ελλάδα αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει σκληρή επίθεση από τους διεθνείς κερδοσκόπους με τη συμπαράσταση και ορισμένων αξιωματούχων της ΕΕ και της ΟΝΕ. Βέβαια υπάρχουν προβλήματα και μάλιστα στον δημοσιονομικό μας τομέα. Προβλήματα συσσωρευμένα από τα σοβαρά σφάλματα της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων 15 ετών. Όμως τα προβλήματα αυτά είναι σοβαρά, αλλά όχι και αξεπέραστα. Μπορούν να ξεπεραστούν με μια σειρά μέτρων, όπως αναγνώρισε και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Βέβαια οι κύριοι αυτοί, υπηρέτες του οικονομικού κατεστημένου, ενθουσιάζονται και εγκρίνουν κάθε μέτρο που πλήττει τους εργαζομένους και τους μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος επιτηδευματίες. Και η πολιτική της κυβέρνησης πρέπει να είναι προσεκτική ώστε τα βάρη για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας να κατανεμηθούν ισομερώς μεταξύ όλων των κατηγοριών των ελλήνων πολιτών. Θα ήταν άδικο και αντιοικονομικό η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας να στηριχτεί και πάλι στους ώμους των οικονομικά ασθενών, τους οποίους ασφαλώς θα οδηγήσει στην εξαθλίωση. Η κυβέρνηση οφείλει να εγκαταλείψει το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων 15 ετών. Την περίοδο αυτή η ανάπτυξη στηρίχτηκε σε μη ανανεώσιμους παράγοντες. Όπως στην υπερχρέωση του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, στον πακτωλό των κοινοτικών εισροών και στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Οικοδομήσαμε δηλαδή την ανάπτυξη όχι στην ενίσχυση του παραγωγικού ιστού της χώρας, αλλά στην κινούμενη άμμο της αρπαχτής, της διαπλοκής και της διαφθοράς. Αν θέλουμε λοιπόν να πετύχουμε ανάκαμψη, θα πρέπει η αναπτυξιακή μας πολιτική να στηριχθεί πάνω σε παράγοντες που να εξασφαλίζουν αειφόρο ανάπτυξη. Μόνο με μια τέτοια πολιτική θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο μέλλον η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει την αξιοπιστία της όχι μόνο απέναντι των κερδοσκόπων, αλλά και απέναντι όλων των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των ευρωπαίων συνεταίρων της.