ΠΟΣΟ ΑΣΧΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ;
Είναι φανερό ότι για τις παγκόσμιες εξουσίες είναι προτιμότερο να ζουν οι άνθρωποι σε κλίμα (ή και καθεστώς) φόβου, άγχους για την επομένη, παρά σε κλίμα ευφορίας και δημιουργικότητας. Η παραμονή σε τέτοιες συνθήκες εξασφαλίζει στις εξουσίες μηδενική αντίδραση των πολιτών σε όσα συμβαίνουν, εξαφάνιση της διάθεσής τους να παρέμβουν οργανωμένα ή όχι, αφού προέχουν η υπεράσπιση της καθημερινότητας και η διασφάλιση του αυριανού μεροκάματου. Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει τις εξουσίες σε διαρκή ηρεμία, αφού οι κοινωνικές διεκδικήσεις και συγκρούσεις μειώνονται, σχεδόν εξαφανίζονται υπό το βάρος της εφαρμογής στην πράξη της θεωρίας του Ναστραντίν Χότζα: Παραπονιέται ο άνθρωπος ότι το
σπίτι είναι μικρό, η οικογένεια μεγάλη και δεν χωράνε άνετα μέσα, και ο «σοφός» τού προσθέτει μέσα στο σπίτι και δυο κατοικίδια. Λίγο αργότερα στην πιο άσχημη κατάσταση από πλευράς χώρου προσθέτει και δύο άλλα οικόσιτα ζώα. Η κατάσταση γίνεται αφόρητη. Τότε ο «σοφός» λέει στον άνθρωπο που παραπονιόταν: «Βγάλε την κατσίκα» (που είχε προσθέσει καθʼ υπόδειξή του). «Είναι καλύτερα τώρα;». «Μα ναι, βλέπω αλλαγή» χαίρεται ο άνθρωπος. «Βγάλε και τον γάιδαρο απ’ το δωμάτιο». «Πολύ καλύτερα τώρα» παραδέχεται ο ατυχής. «Βγάλε και τα δυο κατοικίδια που είχες βάλει στη αρχή» ξαναλέει ο «σοφός», τα βγάζει ο άνθρωπος και ευτυχής πια δηλώνει: «Μα τώρα είμαστε άνετα, πολύ άνετα»! Η εφαρμογή στην πράξη του πόσο άσχημα μπορούν να γίνουν τα πράγματα και η θεωρία του «πάντα υπάρχουν και χειρότερο» (ναι, υπάρχουν, αλλά γιατί να σχεδιάζονται και να εκβιάζονται οι κοινωνίες με αυτή την προοπτική;) κυριαρχούν. Φαίνεται πως οι εξουσίες θέλουν τον πλήρη έλεγχο των ανθρώπων, χωρίς όμως οι ίδιες να χρησιμοποιούν συνεχώς μέσα καταστολής, με κίνδυνο να γίνονται όλο και πιο αντιπαθείς. Έτσι, καταφεύγουν στην καλλιέργεια της ανασφάλειας και του φόβου για το χειρότερο, επιδεικνύοντας όταν και όπου χρειάζεται τον μύθο του Χότζα:
Το ίδιο σπίτι όπου δεν χωράς μπορεί να καταστεί άνετο (και σχεδόν ευχάριστο) αν δεις πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει, πόσο πιο πνιγηρό και στενό.
Η αντίληψη αυτή παραπέμπει στη λογική της ήσσονος απαίτησης για τη ζωή, για τα πράγματα, για την καθημερινότητα. Η μονότονη συζήτηση, ενημέρωση, κουβέντα περί την οικονομική κρίση καθίσταται εξ αποτελέσματος μέσο αποτελεσματικής χειραγώγησης των πληθυσμών, που, ζώντας σε τόσο απειλητικό για το εισόδημα και το άμεσο μέλλον περιβάλλον, όχι μόνο δεν θα διεκδικούν αλλά θα αρχίσουν να νιώθουν ευτυχείς που (ακόμα…) έχουν όσα έχουν!
Το πρόβλημα είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να μάθει πόσο αληθινή και βαθιά είναι η οικονομική κρίση, άρα πόση βάση έχουν οι συζητήσεις περί «σπρεντ» επιτοκίων, ομολόγων, χρεών (μας) που αγοράζουν οι Κινέζοι, δανεισμών, πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα η πανικολογία περί επικείμενης καταστροφής. Είναι πάντως βέβαιο ότι η κοινωνία πρέπει να τοποθετείται επιφυλακτικά απέναντι στην εξόφθαλμη προσπάθεια ελέγχου και χειραγώγησής της, στον βαθμό που υπάρχει η προσπάθεια (ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος της κρίσης) να αποτελέσει η ίδια η κοινωνία μέρος της κρίσης! Αν αυτό συμβεί, τότε θα βρεθούμε σε μια πραγματική και πολύπλευρη κρίση, που θα εισβάλει με τρόπο καθοριστικό στην καθημερινότητα όλων. Και τούτο είναι κάτι που ίσως δεν επιθυμεί καμία κυβέρνηση. Ούτε καν οι σχεδιαστές της κρίσης αλλά και όσοι πρόσκαιρα κερδίζουν από αυτήν.