«Ουδέ τους ικέτας»

Το «δικαστήριο» -η πολιτική εξουσία- απεφάνθη ερήμην του «ενόρκου» – του λαού. Ξαπόστειλε τον αιτούντα άσυλο στην Κένυα προκειμένου να βρει τη μοίρα του – δηλαδή τους δεσμοφύλακες.
Στο «σκεπτικό» προεβλήθη αμιγώς πολιτικό επιχείρημα: Μεταξύ του ανθρωπιστικού καθήκοντος και του «εθνικού συμφέροντος» προεκρίθη το δεύτερο. Μόνο που το «εθνικό συμφέρον» ερμηνεύθηκε αυθαιρέτως, ερήμην του «ενόρκου», όπως συνέβη στα Ύμια, όπως συνέβη με τη συμμετοχή της χώρας στους ΝΑΤΟϊκούς πολέμους. Όπως θα είχε συμβεί και με το Σχέδιο Ανάν αν δεν υπήρχαν ο κυπριακός Ελληνισμός και ο Τάσσος Παπαδόπουλος να αντιτάξουν το ελληνικό «όχι».
Αυτό το «όχι» που προσπαθούν να ανατρέψουν σήμερα κάποιοι, πιστεύοντας προφανώς ότι εξαφανίζοντας το σκήνωμα του Τάσσου Παπαδόπουλου θα εξαφανίσουν και την παρακαταθήκη του. Διαχρονικά ανιστόρητοι, ανεπίδεκτοι και δυστυχείς…
Λίγα χρόνια μετά τη «δίκη Οτσαλάν», πάλι στην Ελλάδα, έγινε η «δίκη» της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο πρόσωπο της Κωνσταντίνας Κούνεβα. Το «δικαστήριο» και πάλι ερήμην του «ενόρκου» απεφάνθη εναντίον της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και υπέρ της κερδοφορίας των ημετέρων.
Επέβαλε τους «νέους» κανόνες της «ενοικιαζόμενης εργασίας» – τόσο νέους όσο και η «καλύβα του μπαρμπα-Θωμά». Μόνο που, αντί για μαστίγιο, τώρα μιλάει το βιτριόλι.
Όλα, πάντα, με πολιτικό σκεπτικό…
Τώρα διαπιστώνεται «στροφή». Με αφορμή το μεταναστευτικό το επιχείρημα που προβάλλεται είναι «ηθικό».
Επιχειρείται η ταύτιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την απονομή ιθαγένειας. Και, το χειρότερο, η ταύτιση όσων προβληματίζονται γι’ αυτήν την επιλογή με την Ακροδεξιά.
Πρόκειται για μια «αντιμετάθεση ρόλων» που αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό, στον διχασμό και, τελικά, στην αποσύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, στη μετατροπή μας από λαό σε «πληθυσμό», όπως εύστοχα σημείωσε ο Αντώνης Σαμαράς.
Μόνο που οι δυστυχείς ματαιοπονούν και πάλι. Ο ελληνικός λαός είναι πολύ έμπειρος και ευφυής για να πέσει σε τέτοιες παγίδες.
Διακρίνει εύκολα την απόλυτη ταύτιση των «ανθρωπιστικών» προθέσεων με τις απόψεις που προβάλλουν την ανάγκη «επαναπροσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας» με μεθόδους Ρεπούση.
Συνδέει λογικά τη μαζική απόδοση ιθαγένειας με αντιλήψεις που καταργούν το Διεθνές Δίκαιο (Συνθήκη Λωζάννης) και ανακαλύπτουν «εθνικές μειονότητες» στην ελληνική επικράτεια.
Ο ελληνικός λαός είναι και αρκετά… αρχαίος! Ας ανατριχιάζουν με αυτό οι πραγματικοί ρατσιστές, που αναμασώντας φασιστικά στερεότυπα παραθέτουν «επιμειξίες» για να αμφισβητήσουν την εθνική συνέχεια.
Είναι αρκετά αρχαίος ώστε η φιλοξενία, ως αξία, να είναι εντυπωμένη στη συνείδησή του εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Γι’ αυτό, και ενώ τα τελευταία είκοσι χρόνια η Ελλάδα «δέχθηκε» στο έδαφός της αμέτρητους μετανάστες, ενώ πολλοί από αυτούς αποτέλεσαν και αποτελούν, λόγω των οικονομικών συνθηκών ή λόγω της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας, πρόβλημα πολυδιάστατο και συχνά βαρύ, εν τούτοις δεν υπήρξε κανένα κρούσμα «μαζικής» λαϊκής βίαιης αντίδρασης. Δεν υπήρξε, όσο κι αν μόχθησαν να το δημιουργήσουν και να το μεγεθύνουν κάποιοι της Παντείου, του ΔΟΛ και της «Ελευθεροτυπίας», κανένα «αυγό φιδιού» πουθενά, εκτός ίσως από το μυαλό τους…
Προσφέρουν λοιπόν πολύ κακή υπηρεσία πρώτον και κύριον στους μετανάστες όσοι καλλιεργούν μονότονα και ανόητα το στερεότυπο του «ξενοφοβικού, ρατσιστή Έλληνα».
Αλλά και κάτι ακόμα.
Ισχύει πράγματι το ισοκράτειο «Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Αρκεί να συνδυάζεται με τις αξίες, τις αντιλήψεις και τον πατριωτισμό που έκαναν την Αθήνα του Περικλή «της Ελλάδος παίδευσιν». Και όχι με το εκπαιδευτικό σύστημα μόνο, που άλλωστε διχοτομείται σήμερα ανάμεσα στο πρότυπο της «διαπολιτισμικής» αυθαιρεσίας, που προκρίνει και επιβραβεύει η πολιτική εξουσία, και στο πρότυπο της δασκάλας του Δέρειου, της Χαράς Νικοπούλου, με τα θρυμματισμένα οστά και την άθραυστη και ακατάβλητη αξιοπρέπεια.
Είναι σε εγρήγορση ο λαός ώστε να μην επιτρέψει σε κανέναν, όσο ισχυρός κι αν είναι πρόσκαιρα, να καταστρατηγήσει εκείνο το εδάφιο από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτη που επιχειρούν να αποκρύψουν όσοι επαναλαμβάνουν τα περί «μέθεξης» – σταματώντας εκεί.
Εκείνο που λέει πως «ου δη πάτριον έστι ηγείσθαι τους επήλυδας των αυτοχθόνων, ουδέ τους ευ παθόντας των ευ ποιησάντων, ουδέ τους ικέτας γενομένους των υποδεξάμενων». Δηλαδή, πως «δεν είναι πατροπαράδοτη αρχή μας να εξουσιάζουν οι αλλοδαποί τους ντόπιους, ούτε οι ευεργετηθέντες τους ευεργετήσαντες, ούτε αυτοί που έφθασαν εδώ ως ικέτες τους ανθρώπους που τους δέχθηκαν».


Σχολιάστε εδώ