Οικονομική και πολιτική χρεοκοπία

Η κυβέρνηση άρχισε να προσγειώνεται ανώμαλα στο «έδαφος» της σκληρής πραγματικότητας. Η κινητοποίηση των αγροτών και οι σοβαρές, οικονομικές και κοινωνικές, επιπτώσεις που προκύπτουν από το κλείσιμο των δρόμων αποτελούν το προοίμιο μιας γενικότερης κοινωνικής αντίδρασης που θα «εξειδικεύεται» κατά κλάδους και κοινωνικές ομάδες, οι οποίες είτε πλήττονται ευθέως από την κρίση είτε θα κληθούν να υποστούν τις συνέπειες της αυξημένης φορολόγησης και της μείωσης του πραγματικού εισοδήματός τους.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, «καθεύδουσα» ακόμη «υπό τον μανδραγόρα» του εκλογικού της θριάμβου και των πρώτων δημοσκοπήσεων, φαίνεται ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις αυτές και να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις επερχόμενες κρίσεις, όπως αποδεικνύεται από τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Τα παθήματα της προηγούμενης κυβέρνησης και οι «εκ των υστέρων» αντιδράσεις της σε κρίσιμες συγκυρίες δεν δίδαξαν τίποτα στη σημερινή κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός και η ηγετική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος εκτιμούν ότι στο επόμενο διάστημα διαθέτουν δύο σοβαρά πλεονεκτήματα. Πρώτον, την κοινωνική συναίνεση που προέκυψε από την εκλογική αναμέτρηση και την ουσιαστική απαξία στην οποία έχει περιπέσει η ΝΔ, εξαιτίας της οποίας έχουν αποδυναμωθεί ο πολιτικός της λόγος και η ευρύτερη κοινωνική της επιρροή. Δεύτερον, τον έλεγχο των σημαντικότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν «μηχανισμούς απόσβεσης» των εντάσεων και των αντιδράσεων, που θα προκύψουν αναπόφευκτα κατά την εφαρμογή στην πράξη των σκληρών οικονομικών μέτρων.
Όμως η πολιτική εμβέλεια και των δύο αυτών επιχειρημάτων είναι αμφισβητήσιμη. Η κοινωνική συναίνεση δεν είναι δεδομένη αλλά «προϊόν» μιας ιδιαίτερης συγκυρίας που διαμορφώθηκε μεταξύ των πολιτικών και κομματικών συσχετισμών. Η συναίνεση αυτή θα πρέπει να επικυρώνεται και να ανανεώνεται μέσα από την τρέχουσα κυβερνητική πρακτική αλλά και τις συγκεκριμένες επιλογές της κυβέρνησης.
Το πλέον κρίσιμο στοιχείο της συναίνεσης αυτής δεν είναι ίσως οι επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων αλλά το αίσθημα «ασφάλειας» της κοινωνίας, η οποία αναζητά μια κυβέρνηση, μια πολιτική εξουσία που θα διαθέτει οργανωμένο σχέδιο, θα μπορεί να συντονίζει τις κινήσεις της, να πείθει και να εμπνέει τους πολίτες. Μόνο αν υπάρχει συνοχή και σύγκλιση σε αυτό το επίπεδο, μπορεί η κοινωνία να ξεπεράσει τις αντιθέσεις και τις αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται από τα οικονομικά μέτρα.
Όμως σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο η κυβέρνηση εμφανίζει τις πιο σοβαρές της αδυναμίες. Η εικόνα που εκπέμπουν οι υπουργοί και τα κυβερνητικά στελέχη αποπνέει έναν πανικό, μια ανασφάλεια, μια σύγχυση για τις ίδιες τους τις επιλογές, για τις επιπτώσεις που θα έχουν τα μέτρα που εξαγγέλλουν… Πώς θα προσανατολιστεί πάνω σε κεντρικούς στόχους η κοινωνία όταν η ίδια η κυβέρνηση, η πολιτική ηγεσία, δείχνει να μη διαθέτει μια κεντρική στρατηγική με καθορισμένους στόχους, αλλά να παλινωδεί, να αμφιταλαντεύεται, να αντιφάσκει, να αντιμετωπίζει «εκ των ενόντων» τα κρίσιμα προβλήματα; Διαπράττουν μέγα λάθος ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση εάν θεωρούν ότι μέσω μιας επαναλαμβανόμενης «οικονομικής τρομοκρατίας», ενός διάχυτου «φοβικού συνδρόμου» περί «εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ» ή περί καθολικού κινδύνου της Ευρωζώνης (επιχείρημα που χρησιμοποιεί «διαψεύδοντάς» το ταυτόχρονα ο ίδιος ο πρωθυπουργός), θα επιτευχθούν η συναίνεση και η ανοχή της κοινωνίας στο επόμενο διάστημα.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, που βασίζεται στον «βαρύνοντα» ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, οι οποίες συμπλέουν με την κυβέρνηση, και εδώ καλλιεργούνται «μεγάλες προσδοκίες» που παραπέμπουν σε άλλες εποχές και δεν έχουν σχέση με την ισχύ και την πολιτική και κοινωνική επιρροή των σημερινών συνδικάτων… Πράγματι κατά την «εποχή του εκσυγχρονισμού» οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αποτέλεσαν στην πλειοψηφία τους «πολιτικές βακτηρίες» της τότε κυβέρνησης και συνέβαλαν τουλάχιστον μέχρι το 2000 στην προώθηση των επιλογών της εκσυγχρονιστικής ηγετικής ελίτ. Όμως σήμερα, σε μια εποχή έντονης απαξίας των πολιτικών και συνδικαλιστικών θεσμών, που οδηγεί στη στρατηγική αποδυνάμωση του ρόλου των συνδικάτων και στην ακύρωση των συλλογικών οραμάτων και στόχων, οι αντιδράσεις θα είναι μη ελεγχόμενες, αφού το ατομικό συμφέρον και ο αγώνας επιβίωσης θα καθορίζουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές των εργαζομένων, των πολιτών.
Τόσο η απουσία μιας συγκεκριμένης στρατηγικής και ενός σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης (τι έκανε άραγε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ επί έξι σχεδόν χρόνια;) όσο και ο επισφαλής χαρακτήρας της κοινωνικής συναίνεσης δημιουργούν ένα ρευστό τοπίο, ένα πεδίο λεπτών και ευμετάβλητων ισορροπιών, οι οποίες θα διαμορφώνονται επιλεκτικά από την εκάστοτε συγκυρία.
Κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα θα ζούμε ως κοινωνία, ως πολιτική εξουσία, ως χώρα υπό το κράτος του ύψους των spread των δανείων, με τον «εφιάλτη» της εφαρμογής της β΄ φάσης του προγράμματος (αύξηση ΦΠΑ, καυσίμων κ.λπ.) και θα βιώνουμε την ασφυκτική πίεση και τη συνεχή πατρωνία των ξένων ελεγκτών για την πορεία των οικονομικών δεικτών. Και σ’ όλα αυτά θα έρθουν να προστεθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις (ήδη ΑΔΕΔΥ, εφοριακοί και άλλες ομάδες που μειώνονται τα εισοδήματά τους εκδηλώνουν τις προθέσεις τους), που δεν θα μπορούν να τιθασεύονται συνεχώς με το επιχείρημα της επερχόμενης χρεοκοπίας…
Ίσως τότε προωθηθεί και η β΄ φάση του πολιτικού προγράμματος, δηλαδή η προώθηση σχημάτων συνεργασίας σε επίπεδο διακυβέρνησης, γεγονός που θα οδηγήσει και θεσμικά-τυπικά στην αναγνώριση του «τέλους της Μεταπολίτευσης», δηλαδή του τέλους της πολιτικής όπως τη γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες. Δηλαδή τελικά στην πλήρη πολιτική χρεοκοπία του συστήματος.


Σχολιάστε εδώ