Μια φορά και έναν καιρό
Η δυνατή βροχή που πέφτει, μαστιγώνει τα τζάμια και οι σταγόνες της που κυλάνε και χοροπηδάνε, κόβουν την ορατότητα στον παππού Δημήτρη προκαλώντας του το συναίσθημα της απομόνωσης. Η όλη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα του φέρνει στο μυαλό ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που άκουγε παιδί στα χρόνια του πολέμου: –«Έξω βρέχει πολύ / και φοβούντʼ οι Ιταλοί / μην αρπάξουν κανένα συνάχι. / Φταίει λεν ο καιρός / που ʼναι κει βροχερός / και γιʼ αυτό δεν κερδίζουν τη μάχη…». Κρατά με την παντόφλα του στο πάτωμα το ίσο και προσπαθεί να θυμηθεί τη συνέχεια, και καθώς πέφτουν κι αστραπόβροντα, η πολεμική σάτιρα παραχωρεί τη θέση της σε βροχερές αισθηματικές αναμνήσεις… Ήτανε πολύ μεγάλη η αγάπη του για κείνη τη… σουρλουλού που την περίμενε μόλις σουρούπωνε, και που κάποτε δεν ήρθε κι ούτε ξαναφάνηκε για να του δώσει τουλάχιστον κάποιαν εξήγηση για την εξαφάνισή της… Τώρα που τα φέρνει στη θύμησή του, τη δικαιολογεί απόλυτα. Δεν ήρθε. Αλλά ΓΙΑΤΙ νά ʼρθει ο κορίτσαρος; Τι ήτανε εκείνος; Ένας μπατίρης φοιτητάκος ήτανε, που δεν ήξερε αν χρώσταγε πιο πολλά μαθήματα ή δανεικά… Το φτωχικό του δωμάτιο από παντού έμπαζε και προσπαθούσε να το ζεστάνει με μιαν επινόηση, κλασική απόδειξη πως η «πενία τέχνας κατεργάζεται»… Σʼ ένα τσίγκινο πιάτο έβαζε λίγο πράσινο οινόπνευμα, το άναβε, και η φλόγα του έδινε μια σύντομη θαλπωρή στον χώρο, παίζοντας ταυτόχρονα με τις σκιές των λιγοστών αντικειμένων της καμαρούλας στον άδειο και παγωμένο τοίχο, με μοναδικό στολίδι την εικόνα του σκυθρωπού αγίου που τον είχε ταμένο η μάνα του και κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι του. Γιατί να ʼρθει και γιατί να ξανάρθει; Σάμπως την τελευταία φορά δεν την έφερε μια κούρσα που την περίμενε στη γωνία τη λίγη ώρα που κάθισε εκεί; Γεμάτος ζήλεια τη ρώτησε για τον συνοδό της κι εκείνη του απάντησε νευριασμένη: «Δεν μου ʼχεις εμπιστοσύνη δηλαδή;». Και τον καλμάρισε. «Τι ηλίθιος που ήμουνα» μουρμούρισε. Έβρεχε θυμάται και τότε. Έριχνε παπάδες που λένε. Η οδός Θεμιστοκλέους κατέβαζε ποτάμια παρασύροντας λογής λογής σκουπίδια και διάφορα ψοφίμια. Έρημο το στενό δρομάκι του, έρημος κι εκείνος με πληγωμένο εγωισμό. Η θαμπή και ξεθωριασμένη εικόνα από τις δεκαετίες που από τότε πέρασαν φέρει αυθόρμητα στα χείλη του ένα άλλο ξεχασμένο τραγουδάκι, που μόνο κάτι ανάκατους στίχους θυμάται, χωρίς αρχή και τέλος που τους σιγοψιθυρίζει όπως κάποτε: «Βρέχει, βρέχει… / κι η νύχτα απλώνει σκοτάδι πυκνό / κοιμήσου εσύ και στοχάσου / που τα όνειρά σου… λα λα λα λα». Δεν είναι ο λογοκριτής δόκτωρ Αλτσχάιμερ που επεμβαίνει και του αμολάει γερμανιστί «σκασμός» αλλά η αμφιβολία μήπως έκανε αχταρμά δύο τελείως διαφορετικά τραγούδια. Η κυρία Αριστέα τού φωνάζει να της αδειάσει τη γωνιά γιατί θέλει να σκουπίσει, κι εκείνος ανέκαθεν νομοταγής πολίτης παίρνει τις αναπολήσεις του και τραβά στην κάμαρά τους και κλείνει το ανοιχτό παράθυρο που τον περονιάζει. Θυμάται τις βροχερές ημέρες της Αθήνας της εποχής του, τότε που ήταν νέος. Θυμάται τη λάσπη που απλωνότανε με την πρώτη βροχή σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, εκτός από το
ασφαλτοστρωμένο κέντρο. Κι αν το γύριζε σε νεροποντή, τα ορμητικά ποτάμια που σχηματίζονταν, καθιστούσαν στον πεζό αδύνατη τη διαπεραίωση από το ένα πεζοδρόμιο στο… απέναντι. Και τʼ αυτοκίνητα που… έπλεαν σαν γόνδολες εκτόξευαν τα λασπόνερα και όποιον πάρει ο χάρος. Θυμάται την οδό Αμορίου κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα της Αχαρνών, που γινόταν αδιάβατη και την είχε μετονομάσει σε οδό «Λασπουρίου» καθώς έπρεπε να τη διασχίσει για να πάει στο σπίτι της κοπέλας του. Θυμάται τις μαύρες λαστιχένιες ανδρικές γαλότσες, που έμοιαζαν με παντόφλες και τις φορούσανε πάνω από τα παπούτσια για να προφυλαχθούνε απʼ τη βροχή και τη λασπουριά, και τις τεράστιες ομπρέλες με τα σκαλισμένα χερούλια προϊόντα του εργοστασίου Τσολάκη. Αποτελούσαν κι αυτές ένα εξάρτημα της ανδρικής αμφιέσεως, όχι απαραιτήτως αμυντικό όπλο κατά της βροχής. Μετά τον πόλεμο περιζήτητες έγιναν οι ιταλικές με δερμάτινο χερούλι. Τις έφερναν μαζί τους σαν… ενθύμιο οι πρώτοι επισκέπτες της ελεύθερης Ρόδου. Κι όταν κάποιος είχε την απρονοησία να αναγγείλει πως φεύγει για Ρόδο, έπεφταν… βροχή οι αιτήσεις να φέρει επιστρέφοντας μιαν ομπρέλα. Θυμάται και το άλλο εξάρτημα κατά της λάσπης, τους «λασπωτήρες» που ήσαν από λαμαρίνα, στο μέγεθος περίπου ενός πακέτου πλακέ τσιγάρων ή λίγο μεγαλύτεροι, που έμοιαζαν με λάμα και ήσαν πακτωμένα στη γη δίπλα στην εξώπορτα, για να καθαρίζουν τις σόλες των παπουτσιών τους από τις λάσπες πριν μπούνε μέσα και λερώσουν τα στρωσίδια. Υπήρχαν και… πολυτελείας όπως π.χ. στον πύργο της Κουλούρα στο Παλαιό Φάληρο που ήταν από χυτό μαντέμι και είχαν το σχήμα λύρας.
Στην προσπάθεια κάποιων να τις κλέψουν, απλώς κατέστρεψαν τα δύο αυτά στολίδια πλάι στο μαρμάρινο σκαλοπάτι της βαριάς εξώπορτας του κήπου.
Όσο κι αν ήταν όμως πρωτόγονη κι απάνθρωπη η διαβίωση τις κρύες και βροχερές χειμωνιάτικες μέρες, κάθε άλλο παρά «νεκρή πολιτεία» ήταν το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι Αθηναίοι δεν κλείνονταν καλή ώρα στα κονάκια τους αναζητώντας λίγη ζεστασιά είτε από ένα ταπεινό μαγκάλι με χωνεμένα ξυλοκάρβουνα, που σου εξασφάλιζαν από μιαν εγγυημένη δηλητηρίαση μέχρι διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, ή σε μια ξυλόσομπα που καταβρόχθιζε ό,τι παλιό υπήρχε σπίτι μαζί με λίγα δυσεύρετα ξύλα, συγγενή της ευγενέστερης «Σαλαμάνδρας» που έκαιγε ανθρακίτη, για να φτάσομε στο αριστοκρατικό καλοριφέρ που μόνον οι… δακτυλοδεικτούμενες πολυκατοικίες διέθεταν. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης έβγαιναν και αναζητούσαν την ψυχαγωγία τους πότε στην πληθώρα των κινηματογράφων, που οι προβολές των περισσότερων άρχιζαν από τις 10 το πρωί, ή σύχναζαν στα ζαχαροπλαστεία-στέκια όπου με μια πάστα, ένα βερμούτ με πάγο, ή τυρόπιτα και μπύρα –που ήσαν και οι πιο συχνές παραγγελίες– πέρναγαν ευχάριστα τις εσπερινές τους ώρες. Θαμώνες τους ήταν πρωτίστως ζευγαράκια στις πρώτες τους ερωτικές αψιμαχίες, κυνηγοί γυναικείων… κεφαλών, παρέες διανοουμένων και γενικά ένα πλήθος καθημερινών ανθρώπων που μοιράζονταν χαρές, καλλιεργούσανε ελπίδες, και ξεχνούσαν λύπες και βάσανα ανάμεσα σε πρόσωπα με τον ίδιο ψυχισμό..
Ήταν κάτι μαγικές βραδιές στη βαρυχειμωνιά που πότε μια μπόρα κι άλλοτε πάλιν εκείνο το εκνευριστικό «τσουρ τσουρ» που αρχίζει να ψιλοβρέχει και δεν λέει να σταματήσει, τότε που οι περίπατοι Σταδίου – Πανεπιστημίου γίνονταν ανέφικτοι, εφορμούσαν σαν μπουλούκια στις αίθουσες και κατελάμβαναν εξ εφόδου τους βελουτέ καναπέδες. Τα χνώτα, οι καπνοί των τσιγάρων μαζί με την υγρασία δημιουργούσαν μιαν αχλή και μιαν ονειρική ατμόσφαιρα, μέχρι να πούμε στις εννέα, εννέα και μισή που το πανηγύρι των πολλών τελείωνε κι επέστρεφαν οίκαδε. Τα ζαχαροπλαστεία έκλειναν στις 10 και άρχιζε η ώρα του καμπαρέ, των νυκτερινών κέντρων και της λαμπερής μεγάλης ζωής… Κι όπως δογμάτιζε ένα γκαρσόνι του «Πέτρογκραντ» με φιλοσοφικές διαθέσεις: «Η ιστορία γράφεται τη νύχτα…».