Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΡΩΤΗΣΕ ΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ ΕΝΑΝ ΚΑΝΑΛΑΡΧΗ
Φυσούσε ο άνεμος δριμύς
τά νέφη μέ σκεπάζαν
ασφυκτιούσα μοναχός
κι οι λύκοι μέ σπαράζαν.
Η νύχτα στριφογύριζε
ως βουερός κυκλώνας,
είχε πεθάνει η Άνοιξη
κι ούρλιαζε ο Χειμώνας.
Άνθρωπος δέν φαινότανε
στό θλιβερό τοπίο
κι ο κόσμος άλλαζε μορφή
γινόταν μαστροπείο.
Σεισμοί ταράζανε τήν Γή
κι ο φόβος τραγουδούσε.
Πουλί αθώο πουθενά
μόνο η ζωή βογγούσε.
Μαύρα τά πέπλα σκέπαζαν
πάσαν τήν οικουμένη
κι αιμορραγούσε η αυγή
βαριά τραυματισμένη.
Κάποιες οθόνες έδειχναν
τό μέλλον κομματάκια
κι η λαοθάλασσα σαθρή
μέθαγε στά μπαράκια.
Η πανοπλία τού θεού
στήν άκρη ξεχασμένη
ελπίδα ανεφάρμοστη
βαριά καί σκουριασμένη.
Δεν ήξερα πού νά σταθώ
καί πού νά λημεριάσω
μέ κυνηγούσαν τράπεζες
καί ήμουνα στόν άσσο.
Όμως τό σκότος τής νυκτός
φώτιζαν οι οθόνες
κι έκαναν πλέον θλιβερές
τίς δυστυχείς κοκόνες.
Τό ένδοξο τό παρελθόν
βρωμούσε γεροντίλα
καί βύθισα στήν μοναξιά
καί στήν πολλή σαπίλα.
Ουραγκοτάγκοι, ποντικοί
έχιδνες καί κοράκια
μέ κύκλωσαν στίς ατραπούς
καί στά στενά σοκάκια.
Είτε σ’ ερείπια μένανε
είτε στό Κολωνάκι
είχαν στά μάτια φονικό
καί σάλιο από φαρμάκι
Καί οι οθόνες δίνανε
μές στήν πολυχρωμία
πώς όλα είναι φυσικά
ακόμη κι αηδία.
Καί περπατούσα μοναχός
μήπως καί ξημερώσει
ο ήλιος νά μέ λυπηθεί
καί ‘ρθεί νά μέ γλιτώσει.
Αλλού όμως τά όνειρα
κι αλλού τρέχει η βοήθεια,
ο θάνατος εφάνταζε
ως μιά καί μόνη αλήθεια.
Σήκωσα τό κεφάλι μου
ψηλά, πάνω στά νέφη,
άγιοι κι αγγέλοι γιόρταζαν
μέ ταμπουρά καί ντέφι.
Βλαστήμησα καί τήν μαμή
τήν μάνα πού με ‘γέννα,
στόν τόπο πού σεργιάνιζα
τό Χάος εκυβέρνα.
…………………………………………
«Στά παλιά λιμάνια
γίνονται γιορτές,
έρχονται παλιάτσοι
σωματέμποροι καί μπάτσοι
καί πολλοί προσκυνητές.
[…]
Μές στήν υστερία
καί στά ξαφνικά
γίναν’ όλα σκόνη
καί στά σύννεφα απλώνει
μιά πατρόνα νυφικά».
Από τόν Δίσκο:
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΔΕΙΑΝΟΣ»,
πού κυκλοφορεί όπου νά ‘ναι.