Δύσκολες εποχές για τις τράπεζες
Πρότεινε σοβαρές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με στόχο:
α) Τον περιορισμό του μεγέθους, ή καλύτερα τη μη παραπέρα μεγέθυνση, των τραπεζών.
β) Τον περιορισμό των εργασιών αποκλειστικά σε εκείνες που εξυπηρετούν και ωφελούν τους πελάτες, αποκλείοντας άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε hedge ή private funds ή κερδοσκοπικές πρακτικές (proprietary trading) με τα λεφτά των πελατών για λογαριασμό τους.
Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η πρόταση:
«Η απόφασή μου να προχωρήσω σε αλλαγές στηρίχθηκε στο ότι πολλές τράπεζες, αν και επέζησαν και δημιούργησαν ξανά τεράστια κέρδη, με τη στήριξη του αμερικανού φορολογούμενου, δεν άλλαξαν νοοτροπία και συνεχίζουν να μη χρηματοδοτούν ικανοποιητικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να διατηρούν υψηλά επιτόκια στις πιστωτικές κάρτες και να μη συμμετέχουν στον βαθμό που θα έπρεπε στα φορολογικά βάρη σε σχέση με τον αμερικανό πολίτη». Και καταλήγει ο Πρόεδρος Ομπάμα: «Είναι αυτή ακριβώς η ανευθυνότητα που κάνει αναγκαίες τις αλλαγές».
Η ομιλία του είχε άμεσο αντίκτυπο στα χρηματιστήρια. Έτσι την επόμενη μέρα οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν μια πτώση της τάξεως του 5%.
Είναι φανερό ότι μετά το νομοσχέδιο για την υγεία ο Ομπάμα ανοίγει ένα άλλο σημαντικό μέτωπο πέρα από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το μέτωπο των τραπεζιτών και της Wall Street. Βασικός εμπνευστής των αλλαγών ο Paul Volcker, παλαιό αφεντικό της FED.
Όπως αναμενόταν, αντιδράσεις
υπήρξαν πολλές και από διάφορες πλευρές. Από θετικές, όπως εκείνες του γάλλου Προέδρου Σαρκοζί στο Νταβός, μέχρι απόλυτα αρνητικές των επικεφαλής των χρηματοοικονομικών ομίλων. Οι πιο δηλητηριώδεις όμως κριτικές και σχόλια προήλθαν από δημοσιογράφους του οικονομικού ρεπορτάζ με ρεμπουμπλικανικές διασυνδέσεις. Έτσι η πρόταση για τις τράπεζες συνδέθηκε άμεσα με την απώλεια της έδρας της Μασαχουσέτης από τους Δημοκρατικούς.
Δεν υπάρχει άλλο θέμα που να ενώνει τόσο Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς όσο η κοινή αντιπάθεια για τις τράπεζες, για τα υψηλά μπόνους των στελεχών τους και για τα κεφάλαια που διατέθηκαν και από τα δύο κόμματα για τη διάσωση (bailout) πριν από έναν χρόνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Wall Street.
Είναι σημαντικό πάντως να επισημανθεί ότι ο Πρόεδρος Σαρκοζί υποστήριξε τις αλλαγές, όπως αναφέρθηκε, σε διαφορετικό όμως μήκος κύματος και με μεγαλύτερη εμβέλεια.
«Πρέπει να προσπαθήσουμε να βάλουμε κάποιους κανόνες ηθικής στο σύστημα. Υπήρξαν υπερβολές σε θέματα κερδοσκοπίας, αμοιβών και παραπληροφόρησης». Καταλήγοντας, ανεφέρθη στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο συντονισμός των κυβερνήσεων στη διάσωση του συστήματος και συνέστησε να μην αποσυρθούν βιαστικά τα μέτρα διάσωσης του συστήματος.
Από την άλλη πλευρά: «Δεν βλέπω κανέναν λόγο για περιορισμό των τραπεζών. Εάν υιοθετήσουμε την άποψη ότι το μεγάλο είναι κακό και κινηθούμε σε περιορισμό των εργασιών, οι επιπτώσεις θα είναι αρνητικές όχι μόνο στις τράπεζες αλλά και στο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία». Bob Diamond, πρόεδρος της Barclays Bank.
Φεύγοντας από το σκηνικό των αμερικανικών τραπεζών και εστιάζοντας στο τι συμβαίνει στον χώρο των ελληνικών τραπεζών, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική.
Οι ελληνικές τράπεζες αποτέλεσαν κατά τη δεκαετία του ’90 την αιχμή του δόρατος του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας. Υπήρξε ο κλάδος που μακράν των άλλων παρακολούθησε τις εξελίξεις της αγοράς, αναβαθμίζοντας ουσιαστικά το τεχνικό και επαγγελματικό του επίπεδο. Το γεγονός αυτό δεν τους το συγχώρεσαν πολλοί που παρέμειναν αγκυλωμένοι στο παρελθόν.
Έτσι προβάλλοντας πάντα την υψηλή και προκλητική ενίοτε κερδοφορία των τραπεζών, τις καθιστούσαν τον εύκολο στόχο στην κοινωνία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση έχουν και οι τράπεζες, όχι όμως γιατί τη δημιούργησαν. Η παγκόσμια κρίση, οι ανεπαρκείς και ατελέσφορες κυβερνητικές πολιτικές και κυρίως η απουσία διαρθρωτικών αλλαγών υπήρξαν οι αιτίες. Οι τράπεζες ευθύνονται γιατί με χαλαρά οικονομικά κριτήρια έπεισαν και σχεδόν έσυραν δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά στον καταναλωτικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Όμως η ουσία παραμένει και είναι ότι και οι ίδιες εισπράττουν σήμερα τα αποτελέσματα των λανθασμένων ή ήπιων δημοσιονομικών πολιτικών.
Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι το σημαντικότερο μέρος των καθυστερημένων δανείων τους προέρχεται από ανθρώπους που έχασαν τη δουλειά τους και όχι μόνο εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης; Ποιος δεν συνειδητοποιεί ότι η πτώση των χορηγούμενων δανείων τους οφείλεται στη συρρίκνωση των εισοδημάτων;
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δεν μπορούν να κατηγορηθούν ότι δημιούργησαν ή διέθεσαν τοξικά προϊόντα στην αγορά ούτε ότι επένδυσαν κεφάλαια των πελατών τους όπως πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες με καθαρά κερδοσκοπικά κριτήρια υψηλού κινδύνου.
Αν υπάρχει πεδίο κριτικής, αυτό είναι η συντηρητική τους πολιτική, που για την περίοδο αυτή τυχαία ή όχι απεδείχθη σωτήρια.
Απλουστεύοντας την εικόνα και προχωρώντας σε σύγκριση, θα μπορούσε να λεχθεί ότι στις ΗΠΑ η κυβέρνηση στήριξε ουσιαστικά την ώρα της κρίσης τις μεγάλες τράπεζες και δικαιολογημένα ως ένα σημείο έχει τώρα κάποιες απαιτήσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει η επιφύλαξη ότι μετά το αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πακέτο στήριξης των 28 δισ. ευρώ η βοήθεια που θα ζητηθεί ή θα απαιτηθεί από αυτές, είτε υπό μορφή «κοινωνικής πολιτικής» με το νομοσχέδιο Κατσέλη είτε προστασίας των μη συνεπών με τη χαλάρωση έως ξεχείλωμα του Τειρεσία είτε τέλος με τη στήριξη των ομολόγων, θα πρέπει να κινηθεί σε επίπεδο που να μη δημιουργήσει μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Πράγματι είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για πρίγκιπες και πολύ περισσότερο για διοικητές μεγάλων τραπεζών.
Γιάννης Φίλος
τ. Γενικός Διευθυντής της ΕΤΕ