Ο χαμένος χρόνος των «100 ημερών»

Με το συμβολικό-επικοινωνιακό όριο των «100 πρώτων ημερών» η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να διαμορφώσει μια περίοδο προσδοκίας, συναίνεσης ή και ανοχής, προκειμένου να θέσει τα θεμέλια της «νέας διακυβέρνησης».
Στην επιδίωξή της αυτή είχε ως ισχυρό πολιτικό επιχείρημα το ευνοϊκό εκλογικό αποτέλεσμα, που δεν υπήρξε έκφραση μιας συνήθους εναλλαγής εξουσίας, αλλά καθορίστηκε σ’ έναν μεγάλο βαθμό από την παραίτηση / αποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας από την εξουσία. Αυτή η «αποχώρηση», με τα όσα επακολούθησαν στο εσωτερικό της παράταξης αυτής, αλλά και με τη συνεχιζόμενη «απόσυρση» της ΝΔ και της νέας ηγετικής της ομάδας (πλην του Πάνου Παναγιωτόπουλου) από το πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού και της αντιπαράθεσης, διαμόρφωσαν ένα πεδίο πλήρους ελευθερίας κινήσεων για τη νέα κυβέρνηση.
Όμως η κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ και ο πρωθυπουργός αυτοεγκλωβίστηκαν σύντομα στις δικές τους αδυναμίες και ανεπάρκειες.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κήρυξε από τις πρώτες εβδομάδες τη χώρα σε «κατάσταση χρεοκοπίας» και παρέσχε ένα ανοικτό πεδίο για την ανάπτυξη μιας υπονομευτικής και επιθετικής στρατηγικής, τόσο από τις κερδοσκοπικές δυνάμεις των διεθνών αγορών όσο και από τα πολιτικά και οικονομικά κέντρα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τόσο ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου όσο και, ιδιαίτερα, ο πρωθυπουργός δεν κατανόησαν ότι δεν μπορούν να απευθύνονται στους ευρωπαίους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες με τους όρους και τις περιγραφές που χρησιμοποιούν όταν αντιπαρατίθενται με τη ΝΔ στο εσωτερικό της χώρας.
Είναι διαφορετικό να κατηγορείς στο εσωτερικό της χώρας σου το αντίπαλο κόμμα για αναξιοπιστία και διαφθορά και εντελώς διαφορετικό να αποδέχεσαι και να αναπαράγεις στα διεθνή φόρουμ την άποψη ότι η χώρα σου είναι αναξιόπιστη… Οι ευρωπαίοι παράγοντες όμως δεν δίδουν σημασία ποιο κόμμα κυβερνά… Έτσι η αναξιοπιστία αρχίζει να περιλαμβάνει και την παρούσα πολιτική-κυβερνητική εξουσία, και τις συνέπειές της θα τις εισπράττει στο άμεσο μέλλον και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όσο ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν «πειθαρχούν» στο ακέραιο στις εντολές των αγορών και στους ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ο πρωθυπουργός και η νέα κυβέρνηση δεν συνειδητοποιούν το γεγονός ότι έχουν υποστεί μια σοβαρή πολιτική μείωση, στην ουσία μια πρώτη πολιτική ήττα, σε διεθνές επίπεδο. Ότι οι λοιδορίες και οι εκβιασμοί, τους οποίους κατήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αφορούν πλέον την πολιτική ηγεσία της χώρας, την κυβέρνησή της, που δεν δείχνει ότι κατανοεί το μέγεθος του προβλήματος και, το χειρότερο, ότι δεν γνωρίζει με σαφήνεια πώς θα το αντιμετωπίσει…
Ήδη πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, η χώρα μας δανείστηκε μικρά σχετικώς ποσά, για μικρό χρονικό διάστημα, με επιτόκια που έφτασαν σε ύψος ρεκόρ. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα δανειστούν από το Δημόσιο με υψηλότερα επιτόκια και, φυσικά, θα μετακυλίσουν τη διαφορά στους δανειολήπτες… Οι συνέπειες είναι άμεσες και δυσμενέστατες. Οι επιχειρήσεις θα έχουν αύξηση του κόστους του τρέχοντος δανεισμού τους από 1,5% έως 2,5%, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται στασιμότητα ή και πτώση στις περισσότερες περιπτώσεις των πωλήσεων. Η κρίση και η ανεργία είναι οι άμεσες, επόμενες επιπτώσεις, ενώ ήδη η πτώση της κατανάλωσης και των πωλήσεων συνδέεται πλέον με άνοδο του πληθωρισμού…
Δυστυχώς οι «100 πρώτες ημέρες» αφήνουν δυσοίωνα δείγματα. Έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού, προχειρότητες, παλινωδίες και, το χειρότερο, απουσία αντίληψης και πρόβλεψης για τις επιπτώσεις (οικονομικές και κοινωνικές) που θα έχουν τα μέτρα που αποφασίζονται τόσο σε άμεσο όσο και σε μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Η απόφαση για την «απόσυρση» των παλαιών αυτοκινήτων και τα αυξημένα τέλη οδήγησε, κυριολεκτικώς, σε πολιτική τραγωδία και ανάγκασε τον ίδιο τον πρωθυπουργό να παραδεχτεί το πρώτο «λάθος». Το πόθεν έσχες για τις τραπεζικές καταθέσεις και οι «διευκολύνσεις» των μη δυνάμενων να πληρώσουν τα τραπεζικά τους δάνεια επέφεραν «απόσυρση» 4,5 δισ. ευρώ καταθέσεων και περιορισμό του δανεισμού από τις τράπεζες. Η πρωτοφανής ενέργεια της «νύκτωρ» κατάθεσης άσχετων, σε νομοσχέδιο για τα καμένα δάση, τροπολογιών για την απηνή φορολόγηση των γονικών παροχών και κληρονομιών (της οποίας το τελικό ύψος θα παραμείνει άγνωστο μέχρις ότου καθοριστούν οι νέες αντικειμενικές αξίες) αποκαλύπτει τον πανικό και την προχειρότητα με την οποία λαμβάνονται κρίσιμες κυβερνητικές αποφάσεις και αποδομεί καθολικώς το «προφίλ» της νέας κυβερνητικής εξουσίας.
Όλες αυτές οι σοβαρές αδυναμίες και η προφανής απουσία «πολιτικού βάρους» της κυβέρνησης, που αναδεικνύονται κάθε φορά που λαμβάνει συγκεκριμένες αποφάσεις, δεν μπορούν να καλυφθούν με τη μετάθεση της πολιτικής ατζέντας σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις και δομικές αλλαγές που και χρόνο χρειάζονται για να εδραιωθούν και θα αντιμετωπίσουν (όχι αδικαιολόγητα) σοβαρές αντιδράσεις, που θα εμφανιστούν και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος (τα δείγματα ήδη είναι σαφή).
Τις «πρώτες 100 ημέρες» η κυβέρνηση αρχίζει να χάνει ένα βασικό πολιτικό της πλεονέκτημα. Την εμπιστοσύνη της κοινωνίας ότι γνωρίζει τι πρέπει να πράξει, ότι έχει τις πολιτικές και οργανωτικές δυνατότητες για να προχωρήσει σε αλλαγές. Κι αυτή η εμπιστοσύνη αρχίζει να κλονίζεται επικίνδυνα.
Στις ημέρες μας η πίστη και η πεποίθηση στα κόμματα συναντάται σ’ ένα μειοψηφικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Η πολιτική και η κοινωνική νομιμοποίηση των κομμάτων εξουσίας είναι ήδη περιορισμένη. Οι πολίτες έχουν συνείδηση των δυσκολιών, είναι διατεθειμένοι να δεχθούν θυσίες, όμως απαιτούν σοβαρότητα, προγραμματισμό και κυρίως απόδοση στην πράξη των αποφάσεων και των μέτρων που λαμβάνονται.
Όταν συνεπώς το κυρίαρχο κριτήριο είναι η ορθολογική διαχείριση, το συγκεκριμένο πρακτικό αποτέλεσμα, όταν δηλαδή κυριαρχούν ο ρεαλισμός και σε πολλές περιπτώσεις ο πολιτικός κυνισμός, τότε οι κοινωνικοί και οι πολιτικοί συσχετισμοί γίνονται ρευστοί και ευμετάβλητοι.
Αν μάλιστα υπολογίσουμε ότι ένα σοβαρό ποσοστό του εκλογικού σώματος, της τάξεως του 25% – 30%, έχει ψηφίσει κατά τις τρεις τελευταίες αναμετρήσεις και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, τότε αντιλαμβανόμεθα ότι μετά τη λήξη της «περιόδου χάριτος», όταν τα μέτρα και τα νομοσχέδια μετατραπούν σε συγκεκριμένους φόρους και εισφορές, όταν θα οδηγήσουν τους πολίτες στα ταμεία πληρωμής και αρκετούς από αυτούς στο ταμείο ανεργίας, τότε θα αξιολογηθούν και θα κριθούν η επάρκεια και η βιωσιμότητα της σημερινής κυβερνητικής εξουσίας.
Και τα μέχρι σήμερα δείγματα δημιουργούν το σοβαρό ενδεχόμενο τις «100 πρώτες ημέρες» του θριάμβου και της ευωχίας να τις ακολουθήσουν «100 εβδομάδες» και «μήνες» μοναξιάς…


Σχολιάστε εδώ