Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, της μεγαλύτερης απειλής για τον πλανήτη, η Σύνοδος της Κοπεγχάγης του περασμένου Δεκεμβρίου αναμενόταν ως σταθμός.
Τούτο διότι το Πρωτόκολλο του Κιότο λήγει στο τέλος του 2012 και σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που υπάρχουν θα έπρεπε έως το τέλος του 2009 να έχουν καταλήξει όλες οι χώρες του πλανήτη σε μια παγκόσμια συμφωνία για τη μετα-Κιότο εποχή, δηλαδή για την περίοδο 2013 – 2020.
Η παγκόσμια συμφωνία αφορά: δεσμευτική μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία είναι υπεύθυνα για την υπερθέρμανση του πλανήτη, που προκαλεί την αλλαγή του κλίματος, τον προσδιορισμό του ύψους της αναγκαίας χρηματοδότησης που θα έπρεπε να παρέχουν οι αναπτυγμένες χώρες για την προσαρμογή των αναπτυσσόμενων χωρών στην κλιματική αλλαγή.
Η μόνη νομικά κατοχυρωμένη δέσμευση σήμερα για το κλίμα υπάρχει από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αφορά: μείωση των εκπομπών κατά 20% μέχρι το 2020, σε σύγκριση με τις εκπομπές του 1990, κυρίως μέσω της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών και δράσεων στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης της ΕΕ κατά 20% έως το 2020, αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε 20% έως το 2020.
Δυστυχώς στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης δεν κατέστη εφικτό να καταλήξει η παγκόσμια κοινότητα σε συμφωνία, παρά την προεργασία που είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια και το κλίμα αισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί. Αναγνωρίζει κανείς ότι μια παγκόσμια συμφωνία για ένα μείζον περιβαλλοντικό ζήτημα, όπως η κλιματική αλλαγή, το οποίο έχει έντονες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, δεν είναι εύκολη.
Εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τηρεί ηγετική στάση στον τομέα του περιβάλλοντος, οι υπόλοιπες χώρες αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή με εντελώς διαφορετικό τρόπο και αυτό φάνηκε στην Κοπεγχάγη:
Οι λιγότερο αναπτυσσόμενες χώρες (Less developed countries – LDCs), όπως οι χώρες της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, δυσαρεστημένα από τις εξελίξεις της Συνόδου, διέκοψαν προσωρινά τις διαπραγματεύσεις.
Τα μικρά αναπτυσσόμενα νησιωτικά κράτη (Small island developing states – SIDS) της Καραϊβικής και του Νότιου Ειρηνικού βγάζουν κραυγή αγωνίας γιατί διακυβεύεται ευθέως η ίδια τους η ύπαρξη. Δυστυχώς όμως η φωνή τους είναι πολύ μικρή για να ακουστεί από τις μεγάλες χώρες του πλανήτη.
Οι μεγάλες πληθυσμιακά και ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Κίνα, η οποία αποτελεί πλέον τον μεγαλύτερο ρυπαντή παγκοσμίως, δεν επιθυμούν να βάλουν φρένο στους πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής τους των τελευταίων ετών, μέσω επιβολής περιορισμών στις εκπομπές τους.
Αναπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες όμως αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δυστυχώς δεν συνέβαλαν στην εξεύρεση λύσης. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι ο πλούσιος Καναδάς έχει θέσει στόχο τη μείωση εκπομπών CO2 κατά 20% έως το 2020, λαμβάνοντας όμως ως έτος βάσης το 2006 και όχι το 1990, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, εγκαταλείποντας οριστικά τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο.
Υπό τα δεδομένα αυτά στην Κοπεγχάγη δεν υπήρξε δεσμευτική συμφωνία, βήμα προς τα εμπρός δεν έγινε.
Βεβαίως η συγκυρία κατά την οποία έγινε η Σύνοδος συνέβαλε αρνητικά: Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ, εξαπλώθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρασύροντας κράτη ολόκληρα και οικονομικούς κολοσσούς που απεδείχθη όμως ότι στηρίζονταν σε πήλινα πόδια.
Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Η Συμφωνία της Κοπεγχάγης αναγνωρίζει την ανάγκη μείωσης των εκπομπών κατά 50% μέχρι το 2050, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, χωρίς όμως να θέτει συγκεκριμένα ποσοστά μείωσης μέχρι το 2020 ή να επιβάλλει συγκεκριμένες χρονικές προθεσμίες. Απλώς καλεί τα κράτη να υιοθετήσουν μια νομικά δεσμευτική συνθήκη εντός του τρέχοντος έτους.
Άλλα χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν πλέον. Οφείλουν οι αναπτυγμένες χώρες και οι μεγάλοι ρυπαντές να καταλήξουν σε συμφωνία εντός του 2010, διότι αυτές έχουν και τις μεγαλύτερες ευθύνες για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Άλλωστε, σύμφωνα με την ανασκόπηση Stern, το κόστος της απραξίας το οποίο εκτιμάται σε 5% έως το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ, θα επιβαρύνει δυσανάλογα τους φτωχούς που διαθέτουν τη μικρότερη ικανότητα προσαρμογής, επιδεινώνοντας τις κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ολόκληρο τον πλανήτη.


Σχολιάστε εδώ