ΓΙΑΤΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΜΑΥΡΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ;
Αρχίζοντας μέ παλαβές
κι άχρηστες ερωτήσεις
φτάνεις εις τό συμπέρασμα
πώς έχεις παραισθήσεις.
Πού είδες τήν μαυρίλα μας
τά λάβαρα πού είδες;
Όλα είναι κατάλευκα
λευκές κι οι κατσαρίδες.
Στήν χώρα τών αγγελικών
καί άλλων πτερυγίων,
πού είδες απροσκύνητα
τά σώματα αγίων;
Λευκότης καί λευκότητα
κι άσπρο πάνω στό άσπρο
Αρβανιτιά μάς πλάκωσε
στού Δημουλά τό κάστρο.
Τό Έλλην είναι ασαφές
γιατί μελαχρινίζει,
τού λείπει η λευκότητα
γι’ αυτό καί δέν αξίζει.
Η όλως καθαρότητα
έγκειται στήν χλωμάδα,
είναι ένα χρώμα εθνικό
κάτι σάν τήν Ελλάδα.
Παντού τό άσπρο κατοικεί
ως εθνικό στοιχείο
γι’ αυτό καί ο περίγυρος
μοιάζει νεκροταφείο.
Λευκό λοιπόν καί τό κρασί
λευκή κι η λευχαιμία
νά διατί στήν τσέπη μας
δέν βρίσκετ’ ούτε μία.
Λευκές σερβιέτες πανταχού
κι η εμμηνορρυσία
αρχίζει απ’ τά δώδεκα
κι ύστερα… απουσία.
Ω! απαλή λευκότητα
σημάδι παρθενίας,
πόσο μ’ αρέσουν τ’ άσματα
τά εκ τής Αρμενίας.
Αρμένιζε βαρκούλα μου
στ’ απέραντα πελάγη
μέ τό λευκό σου τό πανί
από Βρυξέλλες Χάγη.
Καί τό λευκό τής κεφαλής
είναι σημάδι κύρους,
καί η χιών στά ορεινά
κι η Γή μέ πέντε ηπείρους.
Είμαι λευκός στά άνωθι
στά κάτωθι επίσης,
μία αγνότης συνεχής
μία σταγόνα βρύσης.
Παραληρώ στό συνεχές
διότι όλως προσφάτως
δραπέτευσα απ’ τό Δαφνί
ως τής Αγκύρας γάτος.
Ζουρλομανδύα φόραγα
λευκόν πενήντα έτη
έτσι κατέστην πάναγνος
κι αρνήθηκα μιά Μπέτυ.
Διότι ο ερωτισμός
έχει γιά χρώμα ένα,
ολοσχερή λευκότητα
καί μιά κοιλιά παρθένα.
Έτσι μόλις μάς μαύρισαν
τών Βρυξελλών τά τέκνα
έδωσα μιά καί φούνταρα
εις τήν φλογάτη Αίτνα.
Τώρα μέ κλαίει τό Δαφνί
διότι ποιός θά άδει
περί λευκού στήν άβυσσο
πού λέγεται σκοτάδι;
Στήν αγορά ποιός θά βοά
διά λευκά μητρώα,
ποιός θά διώκει τούς αισχρούς
πού βάφουν τά ηρώα;
Ο τάφος μου θά ‘ναι λευκός
καί ο σταυρός επίσης,
κι άν λυπηθεί εις Έλληνας
θά ‘χει τών νεύρων κρίσεις.
Ω! πάλλευκη Πατρίδα μου
ανίατη καί σκάρτη,
ζουρλομανδύα φόρεσε
γιατί άρχισε τό πάρτι.
……………………………………………
……………………………………………
Ο γιατρός πού μέ εξέτασε διέγνωσε
μία ειδικής μορφής αχρωματοψία,
(δαλτωνισμό).
Γι’ αυτό προτιμώ τό λευκό.
Καί συνεχώς τραγουδώ
μέ υβριστική διάθεση:
«Οι πράσινες,
οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου
οι χάντρες…»
Μετά αηδιασμένος φτύνω
στόν κόρφο μου.