Ο συναγωνιστής Ακέλας

Η ελληνική δημοσιογραφία έχασε πριν από μια βδομάδα έναν από τους τελευταίους ζωντανούς τίτλους τιμής που θα μπορούσε να επικαλεσθεί, απέναντι στην υφέρπουσα κατακραυγή για μετοχή -ή και συμβολή της- στην εθνική παρακμιακή κατολίσθηση.
Ο Γιάννης Βούλτεψης, ο αντιστασιακός πρόσκοπος της Κεφαλονιάς, ο ηρωικός «Συναγωνιστής Ακέλας» στα βουνά της αντίστασης, ο άκαμπτος αγωνιστής μιας ασυμβίβαστης δημοσιογραφίας, ο ιχνηλάτης των δολοφόνων του αθλητή της δημοκρατίας και της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη, ο μόνιμος κάποτε ακατάβλητος στόχος αστυνόμευσης και διώξεων, ο οξυδερκής, γλαφυρός και διαβρωτικός συγγραφέας, ο ατίθασος και εικονοκλάστης των όποιων πολιτικών τοτέμ, ένας άνδρας-σύμβολο μιας άλλης, φωτεινής γενιάς Ελλήνων, έσβησε στην απαρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, σε ηλικία 87 χρόνων.
Μια ζωή ασυνήθιστης πυκνότητας σε μάχες, σε τραύματα, σε εξορίες, σε οικογενειακές δοκιμασίες και στερήσεις. Μια ζωή συνεχούς ηρωισμού απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής καταπίεση, μια απαρέγκλιτη πορεία θυσιαστικής προσφοράς στην πατρίδα, στην ελευθερία, στην ανόθευτη δημοκρατία, στην πλήρη αλήθεια.
Κεφάλαια αυτού του επικού βίου ψηλάφισαν με τις προσωπικές μαρτυρίες τους, μπροστά στη σορό του, στους αγαπημένους του και σ’ ένα μεγάλο, πολυσύνθετο πλήθος, τη Δευτέρα, στο νεκροταφείο Παλαιού Φαλήρου, ο Μανώλης Γλέζος και ο Χρήστος Πασαλάρης, σεπτοί φίλοι και σύντροφοί του στην αντίσταση και στη δημοσιογραφία, και η κόρη του Σοφία – οι εξέχοντες ανάμεσα και σε άλλους ομιλητές. Φορείς υψηλών τίτλων δόξας, αλλά εκπρόσωποι της οπισθοφυλακής ενός πολιτισμού που παραμέριζε το «εγώ» στη δράση και στον λόγο, μίλησαν για τους αγώνες και τις αρετές του νεκρού συντρόφου, έμμεσα ξεδιπλώνοντας την εικόνα ενός όρθιου και αγωνιζόμενου λαού, στη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα, από τον πόλεμο μέχρι την πτώση της χούντας, σε μια περίοδο εθνικής ανάτασης και ακμής…
Έφεραν έτσι σε καρδιές και σε υγρά μάτια τη νοσταλγία για μια Ελλάδα της αντρειοσύνης, της περηφάνιας και της πίστης στο μέλλον, όπου οι πατρογονικές αξίες ήταν ο χρυσός οδηγός στον ατομικό και κοινωνικό βίο, όπου η αυταπάρνηση στην υπεράσπιση των εθνικών και κοινωνικών ιδανικών κρινόταν αυτονόητο χρέος και όπου οι δειλοί, οι κερδοσκόποι και οι εθελόδουλοι εξετίθεντο στον κοινωνικό στιγματισμό.
kkk
Γνωριστήκαμε με τον Γιάννη στα κράσπεδα των διαδηλώσεων και στα δημοσιογραφικά έδρανα στις δίκες του ’50 και του ’60, συνδεθήκαμε μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Απεσταλμένος στη Θεσσαλονίκη της τότε «Αυγής», στενά παρακολουθούμενος από χωροφυλακή και χαφιέδες, αυτός, ο δαιμόνιος ρεπόρτερ, εξιχνίασε, κρίκο μετά τον κρίκο, την ιεραρχία του δολοφονικού παρακράτους, από τον Γκοτζαμάνη του δίκυκλου μέχρι τον στρατηγό Μήτσου, αλλά γνωστοποιούσε τα ευρήματά του στους απεσταλμένους του «Βήματος» και της «Ελευθερίας», εφημερίδων ανώτερων υποψίας για «κομμουνιστική προπαγάνδα». Θυσίαζε έτσι την προσωπική επαγγελματική επιτυχία στην υπηρεσία της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης και μολονότι εμφανιζόταν ουραγός, υφίστατο και την κομματική κριτική ότι υπερέβη τα εσκαμμένα με τις δικές του ανταποκρίσεις…
Αυτός συγκρότησε τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο Χρήστος Σαρτζετάκης. Το δικό του βιβλίο «Υπόθεση Λαμπράκη» -που ο Βασίλης Βασιλικός έτρεχε στο τυπογραφείο να πάρει κάθε νεοτυπωμένο δεκαεξασέλιδο- ήταν το πρόπλασμα του περίφημου «Ζ» και της μετέπειτα ταινίας. Το βιβλίο του Γιάννη Βούλτεψη κυκλοφόρησε τέλη 1966 και αποτέλεσε το εγκόλπιο του εξαίρετου δικαστή Δελαπόρτα.
Πάντα στα πρόσω των αγώνων και εκτιθέμενος στους κινδύνους, πάντα σεμνός και αθέατος στη συνέχεια, με άλλους να δρέπουν τις δάφνες. Δεν τον άκουγαν ποτέ να κομπάζει, να χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ». Στις γοητευτικές αφηγήσεις του είχε μια ειρωνική στάση τρίτου. Με στενή φιλία μας έδεσε στα χρόνια της χούντας η κοινή πικρή εμπειρία (αυτοεξόριστος αυτός στη Ρώμη, ο υπογραφόμενος στο Παρίσι) και η βαθειά μου εκτίμηση στο οξύ αναλυτικό πνεύμα και την αλάνθαστη πολιτική κρίση που αναδείκνυαν τα γράμματά του. Στενοί φίλοι γίναμε εξ αποστάσεως, δι’ αλληλογραφίας, που ήταν πυκνή και συνεχής.
Κέρδιζε τότε τα προς το ζην με μεταφράσεις, και με τη δουλειά του στο τυπογραφείο μιας ελληνικής εφημερίδας της Αριστεράς, της σοβαρότερης αντιστασιακής εφημερίδας του ελληνισμού της διασποράς. Έμαθε τέλεια την ιταλική γλώσσα, μελετούσε τους ιταλούς θεωρητικούς και συμμετείχε στους προβληματισμούς της εκεί Αριστεράς. Βρισκόταν σε στενή επαφή με διεθνείς προσωπικότητες και οργανώσεις που εκινούντο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την ενότητα όλων των αντιδικτατορικών στο εξωτερικό -χωρίς πολιτικές παρωπίδες, χωρίς εξαιρέσεις- και των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούσαν. Η αποτυχία της προσπάθειας για ενότητα του άφησε μιαν άσβεστη γεύση πικρίας.
Αυτός που είχε δοκιμάσει στις σάρκες του και στις δοκιμασίες της οικογένειάς του τις οδύνες του εθνικού διχασμού, δεν διατηρούσε το ελάχιστο ίχνος εμπάθειας. Υπήρξε άλλωστε πάντοτε ξένος σε κάθε είδος φανατισμού, πάντοτε προτάσσοντας το κυρίαρχο ιδεώδες της Πατρίδας και της Δημοκρατίας. Τέτοιοι ήταν άλλωστε οι κορυφαίοι -κοινοβουλευτικοί και διανοούμενοι- της Αριστεράς προ της χούντας: Ο Πασαλίδης, ο Ηλιού, ο Κιτσίκης, πόσοι άλλοι. Η αγόρευση του αείμνηστου Ηλία Ηλιού στη Βουλή ήταν, θυμάμαι, η οξύτερη και πιο καταλυτική καταδίκη των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου για το Κυπριακό το 1959, προφητική για τα δεινά που κυοφορούσε. Η τότε Αριστερά και το όργανό της, η «Αυγή», μιλούσε και πάσχιζε τότε για πρόοδο του έθνους – δεν θεωρούσε «προοδευτική» την οπισθοδρόμηση στον εθνομηδενισμό, την αλλοτρίωση και την βαρβαρότητα μιας παγκοσμιοποιημένης δικτατορίας.
kkk
Ο Χρήστος Πασαλάρης, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, μίλησε και για τον Βούλτεψη επιτελικό δημοσιογράφο της μεταπολίτευσης. Αφηγήθηκε μεταξύ άλλων ένα επεισόδιο χαρακτηριστικό του ανδρός και της αντίληψης που εξέφραζε για το χρέος του λειτουργού ενημέρωσης. Τον είχε καλέσει ο πανίσχυρος τότε εκδότης της εφημερίδας όπου ήταν διευθυντής ύλης, του έκανε παρατήρηση για τη «γραμμή» κάποιου κειμένου και του είπε σε υψηλούς τόνους: «Αυτή η εφημερίδα είναι δική μου και θα γράφετε όπως θέλω εγώ». Ο Βούλτεψης και ο διευθυντής Πασαλάρης απάντησαν με την παραίτησή τους και ο πρώτος αποσύρθηκε μάλιστα σε πρόωρη (και μειωμένη) σύνταξη.
Έγραψε έκτοτε 11 βιβλία πάνω σε πολιτικά θέματα. Προσωπικά διατηρώ με ιδιαίτερη στοργή εκείνο που είχε γράψει πριν από τη δικτατορία, από τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής του στην αντίσταση κατά του ξένου κατακτητή -από τον προσκοπισμό στην Κεφαλονιά, στα βουνά της Στερεάς, σε φυλακές, δικαστήρια και στα ξερονήσια- «Ο συναγωνιστής Ακέλας». Μου το έστειλε στο Παρίσι και με κράτησε άγρυπνο ολόκληρη νύχτα..
Η Σοφία Βούλτεψη μίλησε για τον πατέρα της, τη ζωή του και τους αγώνες του, με τρόπο που συγκλόνισε. Παιδάκι ακόμα, είχε μοιραστεί μαζί του την πικρή εμπειρία της εξορίας. Μίλησε για τις ιδέες που υπηρέτησε με πάθος.
Και για την πικρία των τελευταίων ημερών της ζωής του λόγω της έκπτωσης των θεσμών, της πολιτικής, της «ενημέρωσης» -την κατάντια του χώρου της δράσης του και του τόπου. Δεν μπορεί να άρεσαν όσα είπε, σ’ αυτήν την αποστροφή της, στους πολιτικούς των μεγάλων και άλλων κομμάτων, που είχαν συρρεύσει στο κοιμητήριο. Αλλ’ ασφαλώς θα γαλήνεψαν κάπως την ψυχή του πατέρα της.
Όσοι δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν ας αναζητήσουν τον «Ακέλα» του (Εκδόσεις Γλάρος), ένα βιβλίο πιο συναρπαστικό από συναρπαστικό μυθιστόρημα. Όσοι τον ζήσαμε θα θυμόμαστε πάντοτε αυτόν τον συνάδελφο, τον σύντροφο, τον αδελφικό φίλο: τον Γιάννη Βούλτεψη. Τον ατίθασο, τον πεισματικό, τον ξεροκέφαλο, αλλά άκακο και σαγηνευτικό, τον ισόβιο αντάρτη. Ήταν ανάστημα και προσωποποίηση μιας μεγάλης γενιάς, πρότυπο Έλληνα, ελεύθερος άνθρωπος.


Σχολιάστε εδώ