ΘΡΙΛΕΡ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ!

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», η ισχυρή πίεση των κοινοτικών για τεκμηρίωση των προγραμματισμένων περικοπών εντοπίσθηκε κατά κύριο λόγο στο κονδύλι μισθών και συντάξεων του Δημοσίου, το οποίο αποτελεί και το πλέον ευαίσθητο σε πολιτικό επίπεδο σημείο του νέου προϋπολογισμού και του ΠΣΑ, μετά τη θύελλα που είχε εκδηλωθεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, όταν είχε «διαρρεύσει» από το υπουργείο Οικονομικών το «σκληρό» σενάριο για μισθούς και συντάξεις.

Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, το υπουργείο Οικονομικών θα έθετε όριο 2.000 ευρώ στις μεικτές μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων, πέραν του οποίου δεν θα δίνονταν οι αυξήσεις της εισοδηματικής πολιτικής (1,5%). Αυτό θα σήμαινε ότι θα «πάγωναν» οι μισθοί και οι συντάξεις πέραν ενός ορίου καθαρών αποδοχών 1.400 – 1.500 ευρώ και η απαγόρευση θα κάλυπτε την πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων, σε αντίθεση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ.

Η «διαρροή» αυτού του σχεδίου είχε προκαλέσει θυελλώδεις αντιδράσεις, με σοβαρότερη πολιτικά τη γνωστή δήλωση του κ. Χρήστου Παπουτσή στη Βουλή, μετά την οποία το οικονομικό επιτελείο υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση. Έκτοτε, για το θέμα αυτό η απάντηση που δίνεται μονότονα σε κάθε σχετική ερώτηση είναι ότι το όριο των 2.000 ευρώ ισχύει, αλλά μόνο όταν δοθεί στη δημοσιότητα το νομοσχέδιο της εισοδηματικής πολιτικής θα ξεκαθαρίσει πώς ακριβώς θα εφαρμοσθεί – στις μεικτές ή τις καθαρές αποδοχές.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών δεν κατάφεραν να πείσουν αυτήν την εβδομάδα τους κοινοτικούς «ελεγκτές» ότι έχουν καταφέρει να λύσουν το δύσκολο «σταυρόλεξο» της εισοδηματικής πολιτικής. Δεν έχουν καταφέρει, δηλαδή, να εξηγήσουν με αριθμούς και στοιχεία πώς ακριβώς θα επιτευχθεί η μείωση των συνολικών μισθολογικών κονδυλίων που έχει προγραμματισθεί για το 2010.

Οι «ελεγκτές», από την πλευρά τους, δεν μπορούν να μείνουν ικανοποιημένοι με μια γενική δέσμευση της κυβέρνησης για περικοπή κατά κάποιο ποσοστό, καθώς και το 2009 είχαν ανάλογες δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά τελικά οι μισθολογικές δαπάνες «εκτροχιάστηκαν» πέραν πάσης προσδοκίας, ενώ τα τελευταία έξι χρόνια το κονδύλι μισθών και συντάξεων του προϋπολογισμού έχει αυξηθεί δραματικά, σε ποσοστό 80%, και «ενοχοποιείται» σε μεγάλο βαθμό από τους κοινοτικούς για τη δημοσιονομική εκτροπή.

Άσκηση… ακριβείας

Έτσι, τις επόμενες ημέρες και μέχρι να σταλεί στις 20 Ιανουαρίου το σχέδιο του ΠΣΑ, το υπουργείο Οικονομικών καλείται να υπολογίσει με ακρίβεια… χιλιοστού όλες τις επιμέρους εξοικονομήσεις που θα επιφέρουν οι περικοπές επιδομάτων, αφού πρώτα ξεκαθαρίσει ποια από τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων θα τεθούν στο στόχαστρο των περικοπών, ποια έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και θα προστατευθούν και με ποια προοδευτικότητα θα γίνεται το «ψαλίδισμα», αφού τα στελέχη του υπουργείου έχουν δεσμευθεί να στραφούν κυρίως προς τα «ρετιρέ» των υπαλλήλων.

Αν από αυτήν τη δύσκολη οικονομοτεχνική και πολιτική «άσκηση» δεν καταφέρει το υπουργείο να εμφανίσει και να τεκμηριώσει μια σοβαρή εξοικονόμηση μισθολογικών και συνταξιοδοτικών δαπανών, θα είναι αναπόφευκτη η προσφυγή στο «σκληρό» σενάριο της επιβολής ορίου 2.000 ευρώ στις μεικτές αποδοχές, ουσιαστικά δηλαδή του «παγώματος» των αποδοχών για την πλειονότητα των υπαλλήλων.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι στη συζήτηση για τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών τόνισαν στους «ελεγκτές» ότι το θέμα δεν πρέπει να εξετάζεται μονοσήμαντα, σαν εκροή δαπάνης, αλλά θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η φορολογική πλευρά της εξίσωσης, δηλαδή η κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης, που θα επιβαρύνει κυρίως τους υπαλλήλους με υψηλά επιδόματα και ουσιαστικά ισοδυναμεί με περικοπή μισθού (η αύξηση της παρακράτησης φόρου μειώνει τις αποδοχές).

Και στην περίπτωση αυτή, όμως, το υπουργείο δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία για το ακριβές περιεχόμενο της φορολογικής μεταρρύθμισης και την προσδοκώμενη εξοικονόμηση, ούτε πολύ περισσότερο να αναλύσει στους κοινοτικούς τις εξοικονομήσεις που θα υπάρξουν από τη φορολόγηση των επιδομάτων, αλλά παρουσίασε μόνο κάποιες γενικές εκτιμήσεις για τα υψηλά προσδοκώμενα έσοδα από την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης. Με αυτά τα ελλιπή στοιχεία είναι προφανές ότι οι κοινοτικοί δήλωσαν αδυναμία να αξιολογήσουν το μέτρο και τις επιπτώσεις του και θα περιμένουν περισσότερη τεκμηρίωση.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι και ο κ. Παπακωνσταντίνου, μιλώντας στο Mega την Παρασκευή, επέλεξε και πάλι τη γραμμή της «εποικοδομητικής ασάφειας», μιλώντας μόνο σε επίπεδο γενικών προθέσεων για την εισοδηματική πολιτική και τις περικοπές επιδομάτων: «Εμείς έχουμε πει ότι πάνω από έναν αριθμό, που έχουμε ορίσει στις 2.000 ευρώ –και θα εξειδικευθεί το πώς αυτό είναι ακριβώς στο εισοδηματικό νομοσχέδιο– δεν θα υπάρξει αύξηση φέτος, πέραν της μισθολογικής ωρίμανσης και ότι θα κοπεί συνολικά το κονδύλι για τα επιδόματα κατά 10%, και αυτό θα το κάνουμε προοδευτικά. Δηλαδή κάποιος ο οποίος έχει πολύ χαμηλά επιδόματα δεν θα δει μείωση. Αλλά κάποιος, ο οποίος έχει πολύ υψηλά επιδόματα θα δει μείωση μεγαλύτερη από 10%».


Σχολιάστε εδώ