Η Ελλάδα των αντιθέσεων
Υπό την πίεση των έντονων δημοσιονομικών προβλημάτων, η κυβέρνηση αναγκάστηκε σε σημαντική αύξηση των τελών κυκλοφορίας, εντελώς άδικη σύμφωνα και με τον χαρακτηρισμό του πρωθυπουργού και εις βάρος των ιδιοκτητών παλαιών ΙΧ, που είναι και οι φτωχότεροι. Και το κράτος τούς εξανάγκασε στην παράδοση των πινακίδων και στην ακινητοποίηση των αυτοκινήτων τους. Κι αυτό βέβαια είναι ένα μέτρο που μας δίνει τη γεύση της φορολογικής λαίλαπας που θα ξεσπάσει σύντομα σε βάρος ολόκληρου του ελληνικού λαού.
Συγχρόνως βλέπουμε την προκλητική στάση ορισμένων μεγιστάνων του πλούτου που η οικονομική κρίση και τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης δεν αγγίζουν τα παραφουσκωμένα πορτοφόλια τους. Για παράδειγμα, γνωστό κανάλι παρουσίασε τις μέρες αυτές τον πολυτελή γάμο ενός εφοπλιστή, που και μόνο το νυφικό άξιζε 700.000 ευρώ. Σκεφτείτε πόσο θα κόστισε συνολικά ο γάμος αυτός.
Κι αυτό είναι ένα μεμονωμένο παράδειγμα αντιθέσεων που παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Όταν το κράτος αναγκάζει τους μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος πολίτες του σε στερήσεις για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα κατώτερο επίπεδο διαβίωσης, είναι εντελώς απαράδεκτη πρόκληση να πραγματοποιούνται υπέρογκες πολυτελείς δαπάνες από ορισμένους που είτε δίκαια είτε άδικα βρίσκονται στην οικονομική ελίτ.
Η Ελλάδα δεν στερείται πλούτου. Απλώς είναι χώρα αντιθέσεων. Από τη μια «οι έχοντες και κατέχοντες», που με μεγάλη ευκολία ξοδεύουν χρήμα αφειδώς για την προβολή τους, για τις διασκεδάσεις τους και για την ικανοποίηση των πολυτελών επιδιώξεών τους. Κι αυτοί ασφαλώς είναι μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοδημοσιογράφοι, τηλεπαρουσιαστές, τραγουδιστές, μεγαλοεργολάβοι, τραπεζίτες, ανώτατα στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, είναι αυτοί που έχουν συγκεντρώσει τον πλούτο και παρά ταύτα η συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη είναι μηδαμινή.
Ακόμη και οι πλούσιοι έλληνες επιχειρηματίες και εφοπλιστές, που άλλοτε ήσαν εθνικοί ευεργέτες και δημιουργούσαν στην Ελλάδα επιχειρήσεις ισχυρές για την απασχόληση εργατικού δυναμικού, σήμερα έχουν εκλείψει. Και ασχολούνται με αγορά ποδοσφαιρικών ομάδων ή ομάδων μπάσκετ, για την προσωπική τους προβολή και μόνον. Βέβαια και ο αθλητισμός είναι απαραίτητος και θέλει τους ανθρώπους που θα τον στηρίζουν οικονομικά, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τα πολιτιστικά έργα.
Αυτό όμως δεν αγκαλιάζει το σύνολο των αναγκών μιας κοινωνίας. Και για τον λόγο αυτόν απαιτείται η συμμετοχή στα δημόσια βάρη όλων αυτών που παρουσιάζουν υπέρμετρο βαθμό φοροδοτικής ικανότητας. Άλλωστε αυτή είναι και η προσταγή του ελληνικού Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες συμμετέχουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με το εύρος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Όταν το κράτος αναγκάζεται να περικόψει μισθούς, επιδόματα και συντάξεις από φτωχούς βιοπαλαιστές και προσπαθεί να φορολογήσει κάθε κινητό και ακίνητο (αυτοκίνητο ή σπίτι), θα πρέπει ασφαλώς να μελετήσει και τον τρόπο φορολόγησης αυτών των υπερπολυτελών δαπανών.
Θεωρούμε αναγκαίο να επανέλθει και πάλι σε ισχύ ο ειδικός φόρος πολυτέλειας που ίσχυε επί χρόνια στο παρελθόν. Και να συμπεριληφθούν σ’ αυτόν πολυτελή αγαθά και υπηρεσίες. Όπως για παράδειγμα η αγορά σκάφους, πολύτιμων κοσμημάτων μεγάλης αξίας, η αγορά πολυτελών αυτοκινήτων και μικρών αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης. Να επιβαρυνθούν με φόρο πολυτέλειας τα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης και κάθε είδους δαπάνη που προδίδει πολυτέλεια.
Και ας μη μας πουν ότι οι δαπάνες αυτές θα αποτελέσουν τεκμήριο. Γιατί το τεκμήριο δεν σημαίνει και φορολόγηση.
Η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να φορολογεί τόσο σκληρά τους χαμηλού εισοδήματος πολίτες του και να αφήνει στο φορολογικό απυρόβλητο τις προκλητικές δαπάνες των οικονομικά ισχυρών. Επιτέλους πρέπει να καταπολεμηθεί η άδικη κατανομή του εισοδήματος που προκαλεί τη φτώχεια των πολλών και τον υπερπλουτισμό των ολίγων.
Η Ελλάδα από χρόνια βρίσκεται σε άσχημη οικονομική κατάσταση, όχι συνεπεία της τωρινής οικονομικής κρίσης, αλλά λόγω της κακής διαχείρισης των οικονομικών της πόρων και της άνισης κατανομής του παραγόμενου εισοδήματος. Η παραπάνω πρότασή μας ας θεωρηθεί μια ελάχιστη συμβολή στον διάλογο για τη φορολογική μεταρρύθμιση.