Μια φορά και έναν καιρό

Δεν ήταν φυσικά ο άγιος ο αυθεντικός που αναπαύετο εν «κόλποις Αβραάμ», αλλά ο αντ’ αυτού, το alter ego του να πούμε, που ήταν επιφορτισμένος άπαξ του έτους, και συγκεκριμένα τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, να σκαρφαλώνει στις στέγες των σπιτιών και μέσω καμινάδας να κατεβαίνει και ν’ απιθώνει τους μποναμάδες του δίπλα στο τζάκι, να τους βρούνε οι πιτσιρικάδες μόλις ξυπνήσουν το πρωί, και πεταχτούνε απ’ το κρεβάτι, για να τρέξουν ανυπόμονοι προς τα δώρα που με τόση λαχτάρα καρτερούσαν.

Και ήτανε ο Άη Βασίλης ασκητικός και λιπόσαρκος, γιατί ήταν, βλέπεις, άγιος των Ελλήνων, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους. Μόνον οι ζωγράφοι τον απαθανάτιζαν κάπως παχουλούτσικο, επειδή κι εκείνοι, καλλιτέχνες βλέπεις, πεινάλες ήσανε, και βγάζαν τ’ απωθημένα τους ζωγραφίζοντάς τον με προγούλια και σκεμπέδες. Εκεί στα βάθη της Ανατολής η ζωή του ήτανε λιτή και σαν βέρος ανατολίτης ακολουθούσε τη διατροφή των ντόπιων. Την έβγαζε με λίγο παστουρμά, κανένα σουτζούκι με τηγανητά αβγά ή και με ιμάμ μπαϊλντί. Τα πιλάφια, τα ροσόλια και τ’ άλλα τα… πικάντικα ήταν για τους αλλόθρησκους. Το ξέραν οι μηχανικοί που χτίζανε σπίτια Ρωμιών και φρόντιζαν οι καμινάδες να ‘ναι ευρύχωρες, γι’ αυτό ποτέ του δεν σφηνώθηκε. Καθότανε εκεί στη μακρινή Καισαρεία σαν το φίλεργο μερμήγκι κι έφτιαχνε καταλόγους με τις επιθυμίες των μικρών του φίλων. Επιθυμίες που άλλοτε τις μάντευε μπαίνοντας μες στις ψυχές τους, άλλοτε του τις έφερνε ένας παράξενος αντίλαλος, όταν γονατιστοί τις λέγανε στη βραδινή τους προσευχή μπροστά στο εικονοστάσι, με το καντήλι που τρεμόσβηνε, και σπανιότερα όταν κάποιο θρασύτατο μικρό έπιανε το χαρτί και το κοντύλι και του έγραφε ολόκληρη επιστολή. Αλλά όσο κι αν ήθελε να τους κάνει το χατίρι, υπεισήρχοντο και εξωγενείς παράγοντες και δεν το πραγματοποιούσε. Η χαρά όμως που ένιωθε φέρνοντας ένα παιχνίδι, έστω φτωχικό κι ασήμαντο, έναν ταπεινό φασουλή, ας πούμε, άλλη τόση θλίψη βάραινε την ψυχή του αν ο μποναμάς που κουβάλαγε ήταν ένα «χρήσιμο δώρο» για να καλύψει μια καθημερινή ανάγκη, όπως ένα πουκάμισο, ένα πλεκτό, ή παπουτσάκια… Σκεφτόταν τότε την απογοήτευση του παιδιού το πρωί που πρωτοχρονιάτικα θ’ άνοιγε τα ματάκια του κι αντί για το αυτοκινητάκι ή το τρενάκι που καρτερούσε, θ’ αντίκριζε ένα… πουλόβερ. Τα θυμάται τώρα τα περασμένα κι αναπολεί μια κατάσταση που επί αιώνες δούλευε ρολόι. Η καθεστηκυία τάξις ανατράπηκε όταν οι Σουηδοί κατελήφθησαν από μια κρίση γενναιοδωρίας και έστειλαν άνευ αποχρώντος λόγου ρεγάλο στην Αθήνα ένα πελώριο ολόφρεσκο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ενθουσιάστηκε ο δήμαρχος Αθηναίων και το έστησε στην πλατεία κατάφατσα στο δημαρχείο, να το κοιτά απ’ το παράθυρο, να το καμαρώνει και να χαίρεται…
Δεν είχε βέβαια ποτέ του ακουστά ο Άη Βασίλης το ρητό «πενία τέχνας κατεργάζεται» και απονήρευτος, καθότι άγιος, δεν φανταζόταν πως στην Αθήνα ένας φτωχοδιάβολος θα μεταμφιεζόταν σε Άγιο Βασίλη, πως θα στηνότανε δίπλα στο δένδρο κι ένας συνεταίρος του θα φωτογράφιζε μαζί του πιτσιρίκια με τσουχτερό αντίτιμο. Έπαιρνε το παιδάκι αγκαλιά, το ρώταγε τι δώρο θέλει να του φέρει το βράδυ, ζούσε στη μαγεία το παιδόπουλο και ο φωτογράφος τράβαγε αβέρτα.
Έπαιρνε τις φωτογραφίες η ευτυχής μαμά, τις έβαζε σε κορνίζα, και τις μόστραρε πάνω στον μπουφέ σαν ντοκουμέντο, να βλέπουν οι γειτόνισσες πως συναναστρέφονται με αγίους…
Όπως έδειξε το πράμα, η δουλειά είχε ψωμί. Έτσι ο ένας Άη Βασίλης πλάι στο δένδρο γίναν δύο, ύστερα τρεις, και μήτε παλαβού το πεις, να σου τους τέσσερις, φορώντας από μια στολή κουρελέ, μια μπαμπακούρα στη μούρη για γενειάδα και παπούτσια σαραβαλιασμένα, κάθονταν καλοσυνάτοι και σκόρπαγαν αγκαλιές.
Άστραφταν τα φλας από ένα σμήνος φωτογράφων και μπουλούκια έρχονταν οι γονείς με τα παιδιά τους απ’ όλες τις γειτονιές για την περιπόθητη φωτογραφία με τον… άγιο. Αυτομάτως άρχισε ο ανταγωνισμός και οι καυγάδες μεταξύ τους, ποιος θα πρωταρπάξει τον πελάτη. Πιάνονταν στα χέρια και αντάλλασαν κλωτσιές, μπουνιές και ανήκουστες βρισιές, που τις άκουγαν να μαθαίνουνε τ’ ανήλικα. Στην ανάπαυλα της δουλειάς τα μεσημέρια, τράβαγαν σ’ ένα τρισάθλιο μαγέρικο, βγάζανε τη γενειάδα και τρώγανε μια αχνιστή φασολάδα να στυλωθούνε…
Έφτασαν τα νέα στη μακρινή Καισαρεία από διάφορους καλοθελητάδες και ο διασυρόμενος αγιούλης βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που τον μπλέξαν στο σινάφι. Σκέφτηκε προς στιγμήν να επέμβει κυρίως για λόγους γοήτρου, αλλ’ ανεξίκακος ex officio τους συχώρεσε, εξάλλου δεν είχε πια την προηγούμενή του αίγλη, ούτε και ζήτηση είχε. Τα παιδιά μάθανε απ’ το σχολείο πως Άη Βασίλης δεν υπάρχει. Το όνειρο που ζούσανε προσμένοντάς τον από την καμινάδα να τους φέρει μποναμάδες απομυθοποιήθηκε, και τίποτα πια δεν προσδοκούνε. Όλες αυτές τις αηδίες τις ανακάλυψαν «έμποροι δουλικοί» για να τα κονομάνε.
Παροπλισμένος και πεταμένος θαρρείς στ’ αζήτητα, εκεί στη μακρινή Καισαρεία, «κρατάει πένα και χαρτί / χαρτί και καλαμάρι» και γράφει τ’ απομνημονεύματά του. Καθώς όμως οι αναμνήσεις του γίνονται βραχνάς, το παίρνει απόφαση και μια παραμονή έρχεται στην Αθήνα. Πηγαίνει κατευθείαν στα λημέρια του, στην οδό Αιόλου, στους πάγκους με τα παιχνίδια απ’ όπου έκανε τις προμήθειές του. Τίποτα. Έρημος δρόμος. Πηγαίνει προς του Τσοκά, αλλά Τσοκάς δεν υπάρχει, ούτε απέναντι οι Μενεΐδης και Καστρινάκης με τις δυο βιτρίνες που σχημάτιζαν στοά υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει ο Μαγγιώρος, ο Σίδνεϋ Νόελ, η Πανελλήνιος Αγορά και τόσα άλλα καταστήματα που ήταν ένας αληθινός παράδεισος με ονειρευτά παιχνίδια. Αντίθετα, βλέπει απομιμήσεις του από καλοζωισμένους Άη Βασίληδες να κυκλοφορούν στους δρόμους για να δώσουν εορταστική ατμόσφαιρα. Βλέπει χριστουγεννιάτικα δένδρα φτιαγμένα από σιδεριές φωτισμένες με ηλεκτρικά λαμπιόνια κινεζικής κατασκευής και προελεύσεως να στολίζουν τις πλατείες, και ακούει δημοτικά μεγάφωνα στις κολόνες να σκορπούν μουσική ραπ και ροκ. Παραλίγο όμως να του ‘ρθει αποπληξία όταν είδε εικόνες μ’ έλκηθρο που το σέρναν τάρανδοι, και πάνω του έναν γέρο χοντρομπαλά με κατακόκκινη μύτη και πρόσωπο ροδαλό, με πίεση τουλάχιστον 25 και βάλε, να λέει συνέχεια σαν ηλίθιος «Χο, χο, χο, χο…». Μοίραζε ευχές Merry Christmas και Happy New Year, κι απόρησε. Ρώτησε:
«Ποιος είν’ αυτός;».
«Ο Άη Βασίλης», του αποκρίθηκαν.
Νόμισε πως δεν άκουσε καλά, αλλά τον θυμήθηκε. «Αυτός είναι ο Σάντα Κλάους». Τι γυρεύει ο Φράγκος στα χωράφια μου; μουρμούρισε. Ένα τσούρμο παιδιά, με σκούφια στο κεφάλι και φωτάκια που αναβόσβηναν, σαν τον σκούφο εκείνου είχαν βγει στο μεϊντάνι και λέγανε με δόση ειρωνείας τα κάλαντα παραποιημένα, κουτσά και παράταιρα. Όλα μοιάζαν με κακό αντίγραφο όσων συνέβαιναν όταν ήταν εκείνος στα πράματα. Έτσι έμαθε πως ο πραγματικός Άγιος Βασίλης έρχεται από την αριστοκρατική Φινλανδία κι όχι από την πολύ μπανάλ Καισαρεία που είναι σκέτη μπασκλασαρία. Έρχεται νύχτα με το έλκηθρό του που το σέρνουν έξι μαργιόλοι τάρανδοι που είναι πολύ καθωσπρέπει ζώα. Πολλοί έλληνες κάθε χρόνο παίρνουν το αεροπλάνο και πετιούνται μέχρι το χωριό του, να υποβάλουν τα σέβη τους και να τον θερμοπαρακαλέσουν να μας επισκεφθεί και φέτος με το καλοσυνάτο του «χο, χο, χο, χο» που το γράφουν στις πόρτες τους, να το δει στο πέρασμά του και να βεβαιωθεί πως είναι δικοί του άνθρωποι.
Παιχνίδια δεν φέρνει, επειδή τα παιδιά δεν παίζουν με τρενάκια, αλλά με «πλέι-στέισον», όπου κάτι θηριώδεις άνθρωποι, εξοπλισμένοι με… θηριώδη όπλα, εξοντώνουν άλλους θηριώδεις ανθρώπους πριν τους εξοντώσουν εκείνοι. Όσο πιο πολλούς σκοτώσει ο μικρός, τόσο πιο πολλούς πόντους κερδίζει.
Γεμάτος κατάθλιψη παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Φαντάζεται στη μακρινή Καισαρεία παιδάκια με τρίγωνα στο χέρι να τραγουδάνε, λέει: « Άγιος Βασίλης έρχεται από την… Αθήνα…» Και μόνο που το σκέφτεται ξεραίνεται στα γέλια.


Σχολιάστε εδώ