ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΘΗΚΕ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Αν παρά ταύτα εκδηλωθεί αυτή θα πρέπει να είναι σύντομη, διαφορετικά θα απαιτήσει επέμβαση της ίδιας της συμμαχίας. (Γι’ αυτό και οι δικαιούμενοι συντάξεως συγγενείς των ελλήνων στρατιωτικών που έπεσαν στην Κύπρο το 1974 συνταξιοδοτούνται ωσάν οι δικοί τους άνθρωποι να έχουν πέσει στον πόλεμο της Κορέας ή στο αλβανικό μέτωπο!)

Το πρόβλημα λοιπόν το θερμό εκείνο καλοκαίρι ήταν πώς τα γεγονότα δεν θα εξελίσσονταν προς μια ελληνοτουρκική στρατιωτική αναμέτρηση. Τα διαδοθέντα τότε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήταν εντελώς διαλυμένες και η εσπευσμένη επιστράτευση σκέτη αποτυχία ελέγχεται από πλευράς αξιοπιστίας. Άλλωστε και στην Κύπρο η όποια αντίσταση έγινε κυρίως από την πρωτοβουλία και φιλοπατρία των αξιωματικών (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Δ. Αλευρομάγειρο, ο ηρωισμός του οποίου έσωσε τη Λευκωσία) ή το αντίστροφο: με εντολή του ΑΓΕΝ ανεκλήθησαν τα γερμανικής προέλευσης υποβρύχια από την περιοχή της Κερύνειας, τα οποία ήταν σε θέση να επιφέρουν θανάσιμο πλήγμα στις εκεί συγκεντρωμένες αποβατικές τουρκικές δυνάμεις. Κάτι που αποτελεί και τον πυρήνα του ενταφιασθέντος «φακέλου της Κύπρου». Γιατί λέγεται μετ’ επιτάσεως και δεν έχει διαψευσθεί πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη συγκέντρωση των πολιτικών υπό τον Γκιζίκη
(όταν δεν είχε τεθεί θέμα επιστροφής του Κ. Καραμανλή, αλλά συγκρότησης εκ των ενόντων μιας πολιτικής κυβέρνησης) εξέταζε το ενδεχόμενο στρατιωτικής αναμέτρησης στη Θράκη ή στο Αιγαίο. Δεν επάγεται δηλαδή ότι η ελληνική απάντηση στην τουρκική προσβολή θα γινόταν σώνει και καλά στην Κύπρο. Ενδεχόμενο που είχε καταταράξει την Άγκυρα.
Το 1976, με πρωτοβουλία που προήλθε από την πλευρά του ΚΚΕεσ, αποφασίσθηκε η αποστολή μου στην Άγκυρα για βολιδοσκόπηση της πολιτικής ηγεσίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχα πολύ συχνές φιλικές συναναστροφές με τον εξέχοντα δημοσιογράφο και διευθυντή της «Αυγής» Θανάση Τσουπαρόπουλο και μεταξύ άλλων συζητούσαμε τα θέματα της Τουρκίας. Με πρότασή του και προς τον Λεωνίδα Κύρκο μου προτάθηκε να μεταβώ στην Άγκυρα. Τελικά υπήρξε μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση, γιατί υιοθέτησε την πρόταση ο τότε πρόεδρος της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος, που ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε συνεργασία με τον υπουργό των Εξωτερικών που ήταν ο Δ. Μπίτσιος. Και αυτό γιατί συμπτωματικά δεν είχα μπορέσει να συμμετάσχω στις διασκέψεις της Γενεύης ακριβώς μετά τη μεταπολίτευση. Επειδή είχα φιλική σχέση με τους τότε κρατούντες στην Άγκυρα, δηλαδή τον πρωθυπουργό, τον υπουργό των Εξωτερικών κ.ά. και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχα συναντήσεις μαζί τους, πίστευα (πολύ αφελώς) ότι θα ήταν δυνατόν με δική μου μεσολάβηση να είχε αποτραπεί η δεύτερη (και οδυνηρότερη) φάση του «Αττίλα». Η αλήθεια πάντως είναι ότι και από την τουρκική πλευρά, όπως μου είπαν, με αναζητούσαν για τυχόν μεσολάβησή μου. Όπως να έχει το πράγμα, τα σχέδια που είχε υποβάλει η τουρκική πλευρά στη δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης ήταν πολύ πιο ανώδυνα από τα σχέδια Ανάν (και, επιπλέον, τυχόν αποδοχή τους θα είχε αποτρέψει φόνους χιλιάδων Ελληνοκυπρίων από τους εγκάθετους του «Αττίλα»). Πριν αναχωρήσω, οι αείμνηστοι Ελένη Βλάχου και Γεώργιος Δρόσος, όταν με κατατόπιζαν για την κατάσταση που επικρατούσε μεταξύ των δύο χωρών, μου ανέφεραν ότι ο Καραμανλής είχε ζητήσει από τον στρατηγό Καραγιάννη να κάνει ένα σχέδιο ένοπλης αντίστασης κατά των εισβολέων και πως αυτός είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τελικά θα επικρατούσαν οι Τούρκοι και υπήρχε μια πιθανότητα για μια βάση αντίστασης στην ορεινή περιοχή Τρώοδος. Οπότε και ο Καραμανλής παραιτήθηκε από την προσπάθεια, όπως άλλωστε λέγεται και από την ιδέα που είχε να είναι ο ίδιος επικεφαλής δυνάμεως που θα μετέβαινε διά θαλάσσης στην Κύπρο.

Η εναλλακτική λύση
και γιατί δεν προτιμήθηκε

Η αδυναμία ένοπλης αντίστασης στην Τουρκία όμως δεν ήταν το μόνο ζητούμενο, γιατί υπήρχε πασιφανής εναλλακτική λύση. Θα μπορούσε δηλαδή η Ελλάδα να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τουρκία ή να κηρύξει τη χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση με αυτήν, αναθέτοντας την εκπροσώπηση των συμφερόντων της από μια άλλη χώρα, αρνούμενη να έλθει σε επαφή με την Άγκυρα αν δεν απέσυρε τα στρατεύματά της από την Κύπρο ή έστω αν δεν δεχόταν να αντικατασταθούν από μια ισχυρή ειρηνευτική δύναμη. Άλλωστε την ίδια εποχή η Ελλάδα τελούσε σε εμπόλεμη κατάσταση με… την Αλβανία! Αντί τούτου, ο Κ. Καραμανλής έκαμε κάποιες θετικές και αρνητικές κινήσεις. Αρνητική αναμφίβολα ήταν η απομάκρυνση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (κατ’ απομίμηση παρόμοιας χειρονομίας του στρατηγού Ντε Γκολ, τον οποίο ως γνωστόν θαύμαζε). Την επομένη ακριβώς ο Ετζεβίτ δήλωνε ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να καλύψει το αμυντικό κενό της συμμαχίας που προκαλούσε η αποχώρηση της Ελλάδας. Έτσι η χώρα εισήλθε σε μια περιπέτεια δεδομένου ότι η επάνοδός της συναρτούνταν από την έγκριση της Τουρκίας, με τις γνωστές συνέπειες. Ίσως περισσότερο αποτελεσματική θα ήταν μια δήλωση έξωσης ή/και εθνικοποίησης των αμερικανικών βάσεων που την εποχή εκείνη ήταν ζωτικής σημασίας για την υπερατλαντική συμμαχία.

Αναμφίβολα θετική υπήρξε η πρωτοβουλία για άμεση ένταξη της χώρας στους κόλπους της τότε ΕΟΚ (ΕΕ). Αλλά και εδώ υπερεκτιμήθηκε η δυνατότητα που είχαν οι Βρυξέλλες στην αντιμετώπιση ή εξουδετέρωση της τουρκικής απειλής. Αυτό φαίνεται από το ακόλουθο γεγονός: Το 1975, ανεξάρτητα από την ελληνική κυβέρνηση -η οποία καν δεν είχε ερωτηθεί- μια ομάδα από νέα την ηλικία, δραστήρια και άκρως καλλιεργημένα άτομα από τον Ελληνισμό της Αμερικής που κινούνταν με άνεση στα πολιτικά παρασκήνια της Ουάσινγκτον είχαν τη μεγαλοφυή έμπνευση να ερωτήσουν τηλεφωνικά τον Ευγένιο Ρωσσίδη, μεγαλοδικηγόρο και πολύ σημαντικό στέλεχος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στη Νέα Υόρκη ο οποίος μόλις είχε παραιτηθεί από υφυπουργός Εμπορίου, εάν υπήρχαν δεσμεύσεις στη στρατιωτική βοήθεια την οποία λάμβανε η Τουρκία από τις ΗΠΑ. Πίστευαν δε ότι ο πολυάσχολος Ρωσσίδης θα αργούσε κάποιες εβδομάδες να απαντήσει. Έτσι εξεπλάγησαν όταν σε λίγη ώρα τους αναζήτησε αναφέροντάς τους τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της Τουρκίας που την απέτρεπαν να χρησιμοποιήσει τα όπλα που λάμβανε σε εκτός της χώρας πολεμικές επιχειρήσεις δίχως άδεια της συμμαχίας. Έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια επιβολής εμπάργκο όπλων στην Τουρκία από το Κογκρέσο. Η ανταπόκριση των αμερικανών κοινοβουλευτικών δεν είχε μόνο «φιλελληνικά» κίνητρα, αλλά ήταν μέρος του ανταγωνισμού εξουσίας με τον Πρόεδρο. Όπως και να έχει το πράγμα, η επιβολή του εμπάργκο είχε ολέθρια αποτελέσματα για την Τουρκία. Κυριολεκτικά δεν μπορούσε να πετάξει όχι πολεμικό αεροσκάφος πάνω από το Αιγαίο (λόγω ελλείψεως ανταλλακτικών) αλλά ούτε κουνούπι. Θυμάμαι, όταν ήμουν στην Άγκυρα το 1976, ο Κιαμουράν Ινάν, πρόεδρος της επί των Εξωτερικών επιτροπής της τουρκικής Γερουσίας και από τα βασικά στελέχη της συντηρητικής παράταξης, κατά τη συνάντησή μας αναφερόταν στο εμπάργκο και στον Ρωσσίδη με έντονα στοιχεία νευρικής κρίσης!

Αντί, λοιπόν, να επωφεληθεί η ελληνική πλευρά και να ασκήσει πιέσεις στην τουρκική, το εγχείρημα προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της ελληνικής πρεσβείας, με το δικαιολογητικό ότι δυσχέρανε τις σχέσεις της με κυβερνητικούς παράγοντες, ώστε το 1976 με έγγραφό του ο έλληνας πρεσβευτής Μενέλαος Αλεξανδράκης ουσιαστικά τάχθηκε αντίθετος στο μέτρο. Στην ενέργειά του αυτή υπήρχε και ο φόβος της Αθήνας μήπως το Πεντάγωνο οργισθεί και βάλει τους Άγγλους να φέρουν προσκόμματα στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Γιατί ο Καραμανλής πίστευε ότι τυχόν είσοδος της χώρας στην Κοινότητα θα έλυε σε μέγιστο βαθμό τις ελληνοτουρκικές διαφορές, κάτι βέβαια που δεν συνέβη. Έτσι φτάσαμε στις μέρες μας η Ελλάδα να είναι ο διαπρύσιος κήρυκας της «ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας» και της πλήρους ένταξής της εκτός μέτρου και κατά αυτόχρημα κωμικό τρόπο.

Όχι μόνο η Ελλάδα δεν διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με την Τουρκία, αλλά εγκαινίασε και επαφές υψηλού επιπέδου όπως για παράδειγμα τον Μάρτιο του 1976, όταν ο Καραμανλής συναντήθηκε με τον Ετζεβίτ στο Μοντρέ και οι σχετικές επαφές κατέληξαν αργότερα στη συμφωνία της Βέρνης με τις οποίες ουσιαστικά η Ελλάδα στερείται του δικαιώματός της να διεξάγει έρευνες στο Αιγαίο πέραν των 6 μιλίων. Το ίδιο όμως που επισημαίνεται σχετικά με τον Κ. Καραμανλή, πέρα από φραστικά σχήματα, παρατηρείται και στον Ανδρέα Παπανδρέου.

Τέλος Οκτωβρίου 1983 από αξιόπιστη πηγή είχα την πληροφορία ότι ο Ραούφ Ντενκτάς θα ανακήρυσσε στα κατεχόμενα την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Ενημέρωσα αμέσως τον Γιάννη Ζίγδη, ο οποίος με τη σειρά του επικοινώνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος το διέψευσε προσθέτοντας ότι «όποιος σου το είπε Γιάννη είναι… προβοκάτορας». Δεν πέρασαν μερικές μέρες και στις 15 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη. Είναι προφανές ότι ο Ανδρέας ήταν έγκαιρα πληροφορημένος, αλλά σκόπιμα έκαμε τον ανήξερο. Αυτό φάνηκε από το ότι τους επόμενους μήνες, όταν ήλθε στην Αθήνα ο Χριστόδουλος Βενιαμίν και ζήτησε να συναντηθούμε. Με πληροφόρησε λοιπόν ότι η είδηση ήταν γνωστή στην Κύπρο, η δε ανακήρυξη του «ψευδοκράτους» είχε αναβληθεί για κάποιες μέρες δεδομένου ότι εκκρεμούσε ένα νομοσχέδιο στο αμερικανικό Κογκρέσο για οικονομική και άλλη βοήθεια προς την Τουρκία και οι Τούρκοι περίμεναν την ψήφισή του.

Θυμόμαστε ότι ο Παπανδρέου είχε αντιδράσει άμεσα, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα θα διέκοπτε τις διπλωματικές της σχέσεις με όποια χώρα θα αναγνώριζε το «ψευδοκράτος». Τότε το Μπαγκλαντές είχε προς στιγμήν ανακοινώσει την αναγνώρισή του, την οποία ανακάλεσε μόλις η Ελλάδα του είχε επισείσει τη σχετική. Και όμως η ίδια η Ελλάδα δεν διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τουρκία, η οποία εκτός του ότι ήταν η μόνη χώρα που είχε αναγνωρίσει το «κράτος» αυτό, ήταν και δημιουργός του. Αντί αυτού, τον Ιανουάριο του 1988 ο Ανδρέας Παπανδρέου συναντά τον Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός (και στις Βρυξέλλες). Κατά τη συνάντηση συμφωνήθηκε η προώθηση της συνεργασίας των δύο χωρών σε οικονομικά και πολιτιστικά θέματα. Παράλληλα αποφασίστηκε να καταγραφούν από επιτροπή εργασίας τα προβλήματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, αλλά και η έλευση του Οζάλ στην Αθήνα που πραγματοποιείται τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου και ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών και κλυδωνισμούς στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Tα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο υπήρξε παρεμφερής συνάντηση του Μακαρίου με τον Ντενκτάς (Φεβρουάριος 1977 στη Βιέννη υπό την εποπτεία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ) και του Κληρίδη με τον Ντενκτάς (Μάιος 1979). Μολονότι, όπως λέγεται, ο Μακάριος είχε μετανοήσει πριν από τον θάνατό του για τα συμφωνηθέντα, μια μικρή σύγκριση αυτών με τα διαλαμβανόμενα στο Σχέδιο Ανάν και κυρίως στα όσα φαίνεται να έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Χριστόφια – Ταλάτ στις μέρες μας (κατόπιν των 42 γύρων διαχρονικών διαπραγματεύσεων!) αφήνει μια διαφορά μεταξύ μέρας και νύχτας (όπως πάλι η απόσταση που χωρίζει τα συμφωνηθέντα το 1977 με τις τουρκικές προτάσεις που υπεβλήθησαν το 1974 στη Γενεύη και απορρίφθηκαν από την ελληνική πλευρά είναι και πάλι όση μεταξύ μέρας και νύχτας). Φτάσαμε στο σημείο να καταπατάται από ελληνικής πλευράς σειρά αποφάσεων του ΟΗΕ, μεταξύ αυτών και το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που καταδικάζει την ανακήρυξη του «ψευδοκράτους», καλεί όλα τα κράτη μέλη του Οργανισμού να μην αναγνωρίσουν το «ψευδοκράτος» και επαναβεβαιώνει ότι νόμιμος εκπρόσωπος όλου του κυπριακού λαού είναι η κυπριακή κυβέρνηση.

Όταν με την πρόσφατα γενόμενη αποδεκτή διαδικασία οι συζητήσεις του λοιπού θα γίνονται εναλλάξ στο σπίτι του Ταλάτ στην Κερύνεια και στο σπίτι του Χριστόφια στο Κελλάκι είναι φανερό ότι έχει ήδη συντελεστεί από την ελληνική πλευρά η αναγνώριση του «ψευδοκράτους», εξ ου και ο ανεκδιήγητος πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αναστασιάδης προσφωνεί τον Ταλάτ, γνωστό ενεργούμενο του «Αττίλα»… «εξοχώτατο»!

Προκειμένου όμως να γίνει κατανοητό πώς και γιατί διανύσαμε αυτήν την απόσταση, θα χρειαστεί να αναφερθώ στις συζητήσεις που είχα στην Άγκυρα με την τουρκική πολιτική ηγεσία το 1976 και 1977. Επιπλέον έτσι θα νοηματοδοτηθούν και οι μεθοδεύσεις αμφισβήτησης της εθνικής μας ταυτότητας.

Το έκτο μέρος θα δημοσιευτεί στο επόμενο φύλλο.

* Ο Νεοκλής Σαρρής είναι ομότιμος
καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
και πρόεδρος της ΕΔΗΚ.


Σχολιάστε εδώ