ΛΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΧΤΕΣ…
Τι να ευχηθεί κανένας για τον καινούργιο χρόνο, που δεν βλέπω να τον υποδεχόμαστε ούτε και με ένα ελάχιστο δείγμα τυπικής αισιοδοξίας; Το μαρτυράει άλλωστε και η συνοφρυωμένη και βαρυπενθούσα οικονομική μας ατμόσφαιρα, έτσι όπως αγρίως μαστιγώνεται και από τα τέσσερα σημεία του ευρωπαϊκού μας ορίζοντα, χωρίς ούτε καθ’ υποψίαν να χωράει ηλιαχτίδα, χλωμή έστω και κάποιου ήλιου από εκείνους με τα δόντια του άγριου χειμώνα.
Το ίδιο όπως και το ξεπαραδιασμένο μας μπατίρημα. Ίδιο και απαράλλακτο όπως και προχθές και αντί προχτές και αντί προ-προ-προχτές, που αυτό ειδικά το τελευταίο δεν παίζεται. Το πνίξανε τα πανωτόκια. Γι’ αυτό ξεχάστε τα χαμόγελα λοιπόν, μας τέλειωσαν οι ηλιοφάνειες στα ταμεία και ανοίξτε τις ομπρέλες γιατί έξω από την πόρτα μας περιμένει ο κ. Αλμαμούνιας έτοιμος να μας ρίξει καινούργια αστροπελέκια και πού να τρέξουμε να βρούμε αλεξικέραυνα για να τα αποφύγουμε;
Κουράγιο όμως, αδελφοί. Με όμικρον γιώτα το αδελφοί. Πληθυντικός. Μην παρεξηγηθούμε αν και το τοιούτον δεν είναι πια παρεξηγήσιμο, απόδειξη ο τηλεοπτικός πληθωρισμός τους, που όπως κάποτε για ένα λαχείο λέγαμε «ο ένας στους δύο κερδίζει», τώρα λέμε «και οι δύο το πνίγουν και ένας τρίτος το ψιλοπνίγει»!
Κουράγιο λέω! Αφού εδώ δεν χαθήκαμε επί κ. Παραλογοσκούφη, που άμα του έλεγες «πεινάω, κύριε υπουργέ, θα γίνω φοροφυγάς, θα κλέψω», το πρώτο που σου έλεγε ήταν «μάθε πρώτα να κρύβεις και ύστερα ξεκίνα το άθλημα»! Αμ πώς; Άδικα τον κάνανε και καθηγητή σε κάποιο Σκούλ οφ Εκονόμικς του Λονδίνου τον κύριο Χόρσχουντ;
(Το «Χορς» εκ του αλόγου και εκ του σκούφου το «χουντ», όπως λέμε και Ρόμπεν Χουντ… ). Και πάμε στα δικά μας…
ΤΥΧΕΡΟΙ ΟΣΟΙ ΤΑ ΖΗΣΑΤΕ!
Είναι μια κουβέντα που την ακούω κάθε φορά που γίνεται λόγος για τα χρόνια της δεκαετίας του «εξήντα» και ιδιαίτερα αυτό τον χειμώνα που σε δύο κεντρικά μας θέατρα γίνεται συγκεκριμένη αναφορά για εκείνη την εποχή.
«Τυχεροί που τα ζήσατε», μας λένε, χωρίς να λογαριάζουν βέβαια και τις λαχτάρες τους και που τώρα που τα θυμόμαστε, αναγνωρίζουμε την τύχη μας, γιατί βλέπεις όταν ζεις κάτι σπουδαίο, δεν μπορείς να μετρήσεις τη σημασία του επειδή είσαι μέσα στο καζάνι που βράζει και που μόνο άμα το αναθυμάσαι καμαρώνεις και ρίχνεις ενδεχομένως και ένα δάκρυ, μια και έπαιξες κι εσύ κάποιο ρολάκι, ακόμα και κομπάρσου που μετράει κι αυτό, το πόσο δεν μετράει, το ότι ήσουν εκεί, αυτό μετράει. Ο Ζεσίλ ντε Μιλ έλεγε «χωρίς να πρωταγωνιστούν οι κομπάρσοι δεν θα είχαν γίνει οι “Δέκα εντολές”». Ε μία από τις δύο αναφορές, είναι του Σταμάτη Φασουλή, με τη «θεατροποίηση» που έκανε με τον Θανάση Νιάρχο στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Και είναι πολύ μεγάλη δουλειά, άθλος πραγματικός, έχοντας μάλιστα στην πλάτη σου να κουβαλάς και ένα πέρα για πέρα αντιφατικό «Κλουβί με τις τρελές», και μια τετράωρη παράσταση, που από λίγο ως και πολύ να είναι και το πανόραμα μιας κάθε άλλο μακρινής εποχής και που γι’ αυτό το λόγο η αυθαιρεσία, η παράβαση και η εκτροπή είναι απαγορευτικές και όλα αυτά σε μια θεατρική σκηνή που λειτουργεί με όρους δημόσιας υπηρεσίας και όσοι έχουν δουλέψει με τέτοιες συνθήκες, καταλαβαίνουν τι εννοώ, για να τα λέμε όλα και με το όνομά τους και με το παρατσούκλι τους.
Και η άλλη είναι η «επετειακή» για τη συμπλήρωση των 40 χρόνων της δεκαετίας του «εξήντα», όπως τη γιορτάζει πολυσχηματικά με το χαρισματικό προσωπικό του τρόπο ο Διονύσης Σαββόπουλος, αλλά -με την ευκαιρία- γιατί «σίξτις»; Στην Οκλαχόμα γεννηθήκατε και μας το κρύβατε, κύριε Σαββόπουλε;
Τελείως διαφορετικοί οι τρόποι, «ομόκεντροι» όμως θα τους έλεγα, γιατί και οι δύο έχουν κοινό τους παρονομαστή το άρωμα και τη γεύση μιας εποχής που χάραζε την πορεία της χώρας, βγάζοντάς την κατά έναν τρόπο από τη μιζέρια, τον επαρχιωτισμό και τη βλαχουριά στην ποικίλη της έννοια αυτή την τελευταία, ύστερα από την πολύχρονη περιπέτεια ενός εμφύλιου σπαραγμού με όλες τις γνωστές του συνέπειες. Μιας μεταμόρφωσης με ξεκίνημα τις πρωτοβουλίες Παπανούτσου σε μια λειψή, καπελωμένη και πάσχουσα εκπαίδευση, χωρίς ακόμα να έχει βρει το αντιβιοτικό της θεραπείας της, μέχρι την απόλυτη εξουσία του χωροφύλακα και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, απαραίτητου εφοδίου για να πιάσεις δουλειά για το μεροκάματο του τρόμου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν ένα πρώτο χαμόγελο, παρά τα παρατράγουδα των Ιουλιανών, το ξυλοφόρτωμα των Λαμπράκηδων χωρίς όμως να σπάσουν ούτε το μισό τζάμι, τις αποστασίες του Μητσοτακισμού, τους «γαργάλατους», τις καμαρίλες του παλατιού, τις όσες και πάντα υπονομευμένες ψιλοελευθερίες, για να καταλήξουμε όμως στην ολέθρια 21η Απριλίου, που με μια κλοτσιά χύθηκε όλο το γάλα από τη βεδούρα και που όλα αυτά, από λίγο ως πολύ, άθελα ή και προγραμματισμένα έθρεφαν το «αυγό του φιδιού» της «Ελλάδας των Ελλήνων χριστιανών»…
Θα θυμηθώ εδώ κάτι σχετικό. Στις αρχές της δεκαετίας του ʼ60, ήμουν και παραγωγός ελληνικών ταινιών, από αυτές που ακόμα παίζονται και ξαναπαίζονται στην τηλεόραση με τον χαρακτηρισμό «αγαπημένες ελληνικές ταινίες», όπως και είναι. Σκηνοθετημένες από τον Βασίλη Γεωργιάδη, τον Γιάννη Δαλιανίδη, τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Ορέστη Λάσκο, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Σωκράτη Καψάσκη, τον Κώστα Ανδρίτσο και τον Ερρίκο Θαλασσινό, οι περισσότερες και με δικά μου σενάρια. «Χειροποίητες» όλες, με την έννοια της «αυτοδυναμίας» τους, χωρίς την παραμικρή κρατική στήριξη, χωρίς χορηγίες, χωρίς δάνεια από Τράπεζες που δεν μας είχαν καμιά εμπιστοσύνη και που μας χαρακτήριζαν επιπλέον και «επαγγελματικούς τεντιμπόηδες» με διάθεση και να μας… κουρέψουν με τον νόμο 4.000 και που το έκαναν περίπου σπεύδοντας από τα ξημερώματα να διαμαρτυρήσουν κάποιο γραμμάτιο που δεν ήταν εμπρόθεσμα εξοφλημένο και που αντί για φοροαπαλλαγές, ο Φόρος Δημοσίων Θεαμάτων μας χαράτσωνε καταληστεύοντας το 50% της τιμής του εισιτηρίου και από πάνω με μια αδιάλλακτη λογοκρισία και με το μόνιμο αποκλεισμό που μας έκαναν οι αμερικανικές εταιρείες έχοντας τον απόλυτο έλεγχο των κεντρικών κινηματογράφων (με μοναδική εξαίρεση τον Σπύρο Σκούρα), φτιαγμένες όλες με μοναδικό τους κεφάλαιο το «μεράκι μας». Θυμίζω μερικές: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα», «Λαός και Κολωνάκι», «Η 7η ημέρα της δημιουργίας», «Οργή», «Έξω οι κλέφτες», «Αυτό το κάτι άλλο», «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» (1η σκηνοθετική εμφάνιση του Γιώργου Κωνσταντίνου), «Ευτυχώς τρελάθηκα», «Δίψα για ζωή», «Υιέ μου-υιέ μου», «Όταν λείπει η γάτα», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», στο σύνολό τους 40 ταινίες, μέχρι την 21η Απριλίου, που κάτω από τον έλεγχο της Χούντας, ήταν αδύνατον να συνεχίσω και σταμάτησα κάθε δραστηριότητα παραγωγής ταινιών.
Τότε λοιπόν, έχοντας την ανάγκη ενός ικανού υπαλλήλου για την εκμετάλλευση και τη διανομή των ταινιών στους κινηματογράφους, είχαμε δημοσιεύσει στις εφημερίδες μια αγγελία, ότι ζητούσαμε υπάλληλο με κάποια προσόντα. Είχαν έρθει αρκετοί, μέσα στους οποίους και ένας που από την πρώτη στιγμή ξεχώρισε. Σαραντάρης, θετικός στην ομιλία του, μετρημένος, με μια έκφραση που χωρίς να σημαίνει φόβο, δεν έκρυβε μια ανησυχία και ένα βάσανο.
Σε κάποια στιγμή και ενώ είχαμε προχωρήσει στην κουβέντα και μάλλον είχε ξεθαρρευτεί, αφού μου ομολόγησε ότι περί τα κινηματογραφικά ήταν μάλλον ακατατόπιστος, επειδή τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν τις συχνές επισκέψεις στους κινηματογράφους, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε:
«Κύριε Λαζαρίδη, πρέπει να σας πω ότι δεν διαθέτω πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και έχω μείνει τέσσερα χρόνια στη Μακρόνησο, επειδή…». Εδώ είχε κομπιάσει λίγο και συμπλήρωσε «…αρνήθηκα να υπογράψω».
Τον ρώτησα αν είχε άλλη προϋπηρεσία και «ναι», μου απάντησε, «εργάστηκα μερικούς μήνες στο λογιστήριο της Ριζαρείου Σχολής» και όταν τον ρώτησα γιατί έφυγε, η απάντηση ήταν:
«Με απέλυσαν επειδή δεν είχα πιστοποιητικό».
Λεγόταν Αλέκος Δάλμας. Έμεινε κοντά μου πολλά χρόνια, αξέχαστος συνεργάτης όσο ασχολήθηκα με την παραγωγή στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Τιμώ με ειλικρινή συγκίνηση τη μνήμη του.
Ήταν κι αυτός ένας πολύτιμος ανώνυμος «κομπάρσος» στις δικές μας «δέκα εντολές» γενικά της Ψωροκώσταινας στη δεκαετία του εξήντα και όχι των «σίξτις» και των «ριάλιτις» και των «κουίζ σόου» και των «κόνσεπτς» και των «ντιμπέιτς» και των «λάιφ στάιλ» και των «εξτρίμ μέικ-όβερ» και των «Σάντεϊ μούβις» και των «Άλτερ κιντς» και των «Νεξτ τοπ μόντελ» και των «τουέντις» και των «Σαχλίτσιους» και «Μεγκαλίτσιους» και της κάθε επιμένουσας «Βλαχοκατινιάς» ή της «Βλαχοκάθριν» αν επιμένετε. Και άιντε, μπρε! «Χάπι νιου γίαρ» και «Πουτ δη κοτ ντάουν»!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
****
Η ΜΑΡΘΑ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΚΑΙΡΩΝ!
(Τη λέω έτσι, επειδή και η Μάρθα αποτελεί μια σελίδα εκείνων των καιρών, όχι γιατί ήταν τόοοσο ωραία τα σημεία των καιρών, όσο γιατί οι καιροί ήξεραν να εκτιμούν τα σημεία τους…)
Με 5 ταινίες, ένα θεατρικό έργο, την «Οδό Ευκαιρίας» και καμιά δεκαπενταριά επιθεωρήσεις, μετράει η συνεργασία μου με το πιο λαχταριστό κορίτσι του δικού μας θεάτρου και του ντόπιου κινηματογράφου, τη Μάρθα Καραγιάννη, και όταν λέω «κορίτσι λαχταριστό» το λέω και το εννοώ, γιατί η γοητεία και η ομορφιά μπορεί να μην έλειψε από πολλές μας πρωταγωνίστριες και μάλιστα σε εποχές που οι «αισθητικές παρεμβάσεις» ήταν ανύπαρκτες, αλλά επειδή η Μάρθα, εκτός από τις πολλαπλές της ικανότητες και σαν χορεύτρια και σαν σουμπρέτα και σαν βαμπ και σαν δραματικιά, ήταν και ένα πλάσμα (και παραμένει δηλαδή) που δικαιώνει τη θηλυκή του ταυτότητα. Ήταν μια τέλεια «Εύα», που μόνο ο όφις απουσίαζε από δίπλα της, τουλάχιστον φανερός! Και βέβαια αποτελεί μια ζεστή σελίδα εκείνης της ευλογημένης δεκαετίας του «εξήντα», που δικαιολογημένα με επιτυχία ζωντανεύει ο Διονύσης Σαββόπουλος, όπως και αλλού το αναφέρω, και τυχεροί όσοι τη ζήσαμε. Θυμάμαι τον Νίκο Τσιφόρο, όταν σκηνοθετούσε την πρώτη ταινία που κάναμε μαζί της, τις «Τρεις κούκλες κι εγώ», για τον τρόπο που την έστησε για φωτογραφία δίπλα στον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ύστερα από το «κλικ» της φωτογραφικής μηχανής, γύρισε και μου είπε «αυτή η φωτογραφία από μόνη της θα μας φέρει 100.000 εισιτήρια» και μάλλον φτηνά την κοστολόγησε, γιατί μας έφερε πολλά περισσότερα, απαραίτητα μάλιστα επειδή εκείνη την εποχή ούτε το «ναυαγοσωστικό» Κέντρον Κινηματογράφου υπήρχε διά να πετάει τα λεφτά από το παράθυρο χωρίς ποτέ να βρίσκουν την πόρτα ανοιχτή για να γυρίζουν πίσω, ούτε «ομιχλώδεις σκηνοθέτες» έτρεχαν πίσω από τους υπουργούς για να τσοντάρουν με νομοσχέδια και χορηγίες στις χασούρες από τα ψώνια τους. Και το σημειώνω αυτό, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή οι περισσότερες που γίνονται τώρα και έχουν επιτυχία οφείλονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς να χρειάζεται να βάζει το κράτος το χέρι βαθιά στην τσέπη του. Η κάθε ταινία, ΤΟΤΕ, έπρεπε με το σπαθί της να βγάλει το ψωμί της και η Μάρθα ήταν γερό «σπαθί» και από την όψη και από την κόψη. Από τις πρώτες ταινίες της είχα σκεφτεί να την έχω μέσα στα πρώτα ονόματα για μια σειρά μουσικοχορευτικών ταινιών που σχεδιάζαμε να κάνουμε, με πρόλαβε όμως ο καλός μου φίλος ο Γιάννης Δαλιανίδης, που από τα πρώτα χρόνια και της δικής μας συνεργασίας είχαμε συγγενεύουσες κινηματογραφικές «βίδες» και την πήγε στον Φίνο. Χαλάλι του όμως και για το «χαλάλι του» τον Δαλιανίδη εννοώ, επειδή οι φιλίες δεν κρίνονται από τις επαγγελματικές διολισθήσεις, αλλά από την αντοχή τους στο χρόνο.
Αυτό τον μήνα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ορφέας» ένα βιβλίο-λεύκωμα, αφιερωμένο στη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της Μάρθας Καραγιάννη, που το επιμελήθηκε, όπως και πολλά παρόμοια, ο ειδικευμένος «ηθοποιογράφος» Μάκης Δελαπόρτας. Πρόκειται για καλαίσθητη έκδοση με ειδικευμένη ύλη για το πείσμα και τον αγώνα πραγματοποίησης ενός «ονείρου ζωής», χωρίς καμιά ανόητη κουτσομπολίστικη διάθεση, όπως συνηθίζεται και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό που αξίζει να το βάλετε στη βιβλιοθήκη σας, γιατί ταιριάζει και… με όλα τα χρώματα, επειδή είναι και μερικοί «βιβλιόφιλοι» που πρώτα ελέγχουν αν ταιριάζει το χρώμα του βιβλίου με το χρώμα της βιβλιοθήκης και ύστερα ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο!
Όπως όλες αυτές οι εκδόσεις του Μάκη Δελαπόρτα, πέραν του «αναμνησιακού» τους ενδιαφέροντος, αποτελούν και πολύτιμα στοιχεία για το ιστορικό του θεάτρου και του κινηματογράφου μας για μια ενημέρωση και τεκμηρίωση, μακριά από αντιφατικές απόψεις, προσωπικές προκαταλήψεις και γενικώς «περί κουλτούρας να φύγουμε»!
Γ. Λ.