Μια φορά και έναν καιρό

Και πώς είναι δυνατόν να συμφωνήσω πως οι καλικάντζαροι
θʼ αναρριχηθούν από τα έγκατα της γης, όπου ποιούν τις διατριβές τους το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, αρχίζοντας να κάνουν κάθε μορφής παλιανθρωπιές επί δώδεκα συναπτές ημέρες, και ότι μετά
θʼ αποχωρήσουν κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Μπορεί οι ισχυρισμοί τους να εμπεριέχουν ρομαντισμό, αλλά είναι τελείως ξένοι με την πραγματικότητα. Διότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το βράδυ της παραμονής ξεφυτρώνουν απλώς τα μπουλούκια, ο χύδην όχλος, η πλέμπα συν γυναιξί και τέκνοις, λες και τους μεταφέρουν με πούλμαν σε πολιτική συγκέντρωση, ενώ η άρχουσα τάξις τους, η ιντελιγκέντσια και η ελίτ, δηλαδή η αφρόκρεμα της κοινωνίας τους, βρίσκεται ανάμεσά μας ινκόγκνιτο ολοχρονίς. Συστήνουν επιτροπές και επιδίδονται, ύστερʼ από διάλογο φυσικά, σε ανωτάτης ποιότητας εκλεπτυσμένες ζημίες. Ούτε το βάζουν στα πόδια ανήμερα των Φώτων κι εξαφανίζονται. Πείρα αιώνων αποδεικνύει πως αφήνουν πίσω τους πάνω στη γη κλιμάκιο από μοχθηρούς και άριστα εκπαιδευμένους, οι οποίοι, όπως ο ελεύθερος σκοπευτής στήνεται σε μια σοφίτα και σε ξαπλώνει φαρδύ-πλατύ χωρίς να το καταλάβεις, έτσι και δαύτοι κάνουν τη ζημιά, και συ τα βάζεις με τη γυναίκα σου που φυσικά πάντοτε φταίει, ενώ σε κοιτά το παλιοτόμαρο και χαχανίζει με το στριγγό του γέλιο, το απαράλλαχτο με του θείου σου όταν σε αποκλήρωνε. Οι απόψεις μου αυτές δεν είναι «μπούρδες», όπως θα έλεγε ξανθωπός βουλευτής, αλλά απόσταγμα σοφίας με άπειρες αποδείξεις, όπως π.χ. το καλοριφέρ που θα χαλάσει τη μέρα που ο βοριάς τʼ αρνάκια παγώνει, το δε χιόνι καλύπτει τους δρόμους και τα δελτία της τηλεόρασης. Οι σωλήνες θα τρυπίσουν και το νερό θα τρέχει ποτάμι κάποιο «τριήμερο», τότε που οι υδραυλικοί όλης της γης βρίσκονται στο εξοχικό τους. Και όταν ερημώνει η υφήλιος με τις καλοκαιρινές διακοπές του Δεκαπενταύγουστου, τότε θα σε τρελάνει ένας τρομερός πονόδοντος, να σου ʼρχεται να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Και θα σε πιάσει λάστιχο καθώς τρέχεις να προλάβεις το τελευταίο φεριμπότ. Αν όλʼ αυτά δεν είναι σαμποτάζ των ελεύθερων σκοπευτών καλικαντζάρων που δρουν ανενόχλητοι κρίσιμες στιγμές και ημέρες, τότε τι είναι; Και μη μου πουν πως είναι απλώς συμπτώσεις, διότι ουδέποτε κατά σύμπτωση κέρδισα έστω τον πρώτο αριθμό του λαχείου, ενώ γκαντεμιές από τέτοιες… «συμπτώσεις» μού συμβαίνουν κατά συρροήν. Άρα;
Βέβαια κοντά σʼ αυτούς, για να θολώνουν τα νερά, υπάρχει και το λιανοτάρι, αυτοί που ξεχύνονται το δωδεκαήμερο και προκαλούν ανωμαλίες στην εύρυθμη λειτουργία των σπιτιών, πότε μαγαρίζοντας τους κουραμπιέδες, πότε καίγοντας την ασφάλεια
όταν ψήνεται η γαλοπούλα, και άλλοτε χύνεται το κρασί σαν από απροσεξία πάνω στο καλό μουαρέ της κυρίας συμπεθέρας, τη μέρα ακριβώς που την έφεραν με το ζόρι να συμφιλιωθείτε επειδή την αποκαλέσατε «κανκάγια». Αυτά και άλλα τόσα παρόμοια είναι ασήμαντες σκανδαλιές, απλά πταίσματα, ενώ αυτοί μεθοδευμένα σου στήνουν τη φτιάξη, που το φυσάς μετά και να μην κρυώνει. Είναι και μερικά πονόψυχα γραΐδια που τους λυπούνται, επειδή τους κυνηγάει, λένε, ο παπάς με την «αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του» και τους αποκαλούν «κακόμοιρους», ενώ δαύτοι θριαμβολογούν στα τάρταρα επιδεικνύοντας τα παράσημά τους.
Έχω αφηγηθεί παλαιότερα για κάποια Χριστούγεννα που μια καταχθόνια δύναμη μας προέτρεψε αντί για τα καθιερωμένα να τα γιορτάσουμε στο εξωτερικό. Δεν ξέρω πώς έπεσε στα χέρια μας μια εφημερίδα που ουδέποτε αγοράζαμε, και η οποία έγχρωμο ολοσέλιδο διαφήμιζε Χριστούγεννα στη Βιέννη. Ήταν μια δελεαστική καταχώρηση, με παιχνιδιάρικα σκιουράκια σκαρφαλωμένα στα χιονισμένα έλατα, τον Γιόχαν Στράους υιό και το βιολί του, κι αγγελάκια με κόκκινες μυτούλες να τραγουδούν πλάι στο εκκλησιαστικό όργανο την «Άγια Νύχτα». Δεν δώσαμε σημασία και πετάξαμε την εφημερίδα. Τη νύχτα όμως τα σατανικά αυτά όντα, που με δεξιοτεχνία εφαρμόζουν την «υπνοπαιδεία», άρχισαν να μας πιλατεύουν στα όνειρά μας με παραμυθένιες εικόνες και προτροπές στο αυτί να πάμε ταξίδι. Καθισμένοι –λέει– στο Cafe Mozart, στον καναπέ με τη φέλπα, θα πίναμε την καυτή σοκολάτα που μας σέρβιρε η γκαρσόνα, με τα γαλαζοπράσινα ματάκια, το τετράγωνο ντεκολτέ και την πιτσιλωτή ποδίτσα, και θα σκουπίζαμε, λέει, με τα δάχτυλα το αχνισμένο τζάμι, για να δούμε έξω τα παιδόπουλα να φτιάχνουν χιονάνθρωπους με το χιόνι που πέφτει αργά αργά φλαπ, φλαπ… Ξυπνήσαμε ώριμοι να παραδοθούμε στη σατανική παγίδα που μας ετοίμαζαν. Στήσαμε καβγά με τη γυναίκα μου επειδή είχε πετάξει την καλή εφημερίδα, την οποία μαζέψαμε τελικά από τα σκουπίδια και σημειώσαμε τη διεύθυνση του πρακτορείου…
Και οι μεν καλικάντζαροι μείνανε στην Αθήνα, εμείς δε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» τριγυρνάγαμε χριστουγεννιάτικα σε μια νεκρή, παγωμένη και αφιλόξενη Βιέννη, να μας ραντίζει το ψιλοβρόχι τσιφ τσιφ και να ʼναι κλειστό το Cafe Mozart, όπως και όλα τα άλλα, λόγω της ημέρας…
Ύστερα από την κατσικανιά τους αυτή, φρονίμως ποιούντες, υποδύονται πως έπαψαν νʼ ασχολούνται μαζί μας, με την πονηρή σκέψη για μας πως «σε δέκα χρόνια δεν θα θυμούνται το συμβάν» και επομένως θα είμαστε ευάλωτοι σε καινούργιες διαολιές τους. Έτσι λοιπόν, παραμονές Χριστουγέννων μιαν άλλη χρονιά, είχαμε αρχίσει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με την ελληνικότητα της γαλοπούλας που καθιερώθηκε να τρώμε γεμιστή το μεσημέρι των Χριστουγέννων μαζί με καυτερά ραπανάκια και πατάτες του φούρνου. Η κουβέντα έπαιρνε οξύτητα καθώς ισχυρίζοντο πως ελληνοπρεπές είναι μόνον το γουρούνι και όχι η γαλοπούλα που την τρώνε οι Αγγλοσάξωνες και την ονοματίζουν «διάνο», σύντμηση δηλαδή του ρατσιστικού «Ινδιάνο», σαν μιας μορφής εκδίκηση λόγω των ντράβαλων με τις Ινδίες. Τότε μια καθαρά ανεξιχνίαστη δύναμη μου σφύριξε στʼ αυτί πως αφού τότε στη Βιέννη δεν φάγαμε χήνα, γιατί δεν τρώμε εφέτος χήνα εδώ αντί για κούρκο; Ο κύβος ερρίφθη. Σε λίγες μέρες θα πήγαινα στη Λάρισα για κάποια δουλειά, κι όπως είναι γνωστό, οι χήνες ενδημούν στον Θεσσαλικό Κάμπο. Τηλεφώνησα λοιπόν σε αυτόχθονα Λαρισαίο ότι τον παρακαλώ να μου εξασφαλίσει μια παχουλούτσικη χήνα για ψητή. Ο φίλος μου ο Τάκης, που φοβόταν αιωνίως μήπως πιαστεί κορόιδο και μείνει απʼ έξω, είπε «θέλω και εγώ». Ξανατηλεφώνησα και η παραγγελία διπλασιάστηκε. Το δράμα άρχισε την επομένη, 22α Δεκεμβρίου, που έφτασα στη Λάρισα. Πήγα στο γραφείο του φίλου, όπου με υποδέχθηκε η τσιλιμπιρδόνα γραμματέας του και με πληροφόρησε πως «δυο μέρες τώρα ο κύριος Γιώργος τρέχει για να βρει τις χήνες που παραγγείλατε», ενώ λαμπύριζε ειρωνικά το βλέμμα της. Σε λίγη ώρα πράγματι ο κύριος Γιώργος κατέφθασε στο γραφείο του, κρατώντας ανάποδα δεμένες από τα πόδια δυο ζωντανές κατάλευκες χήνες που διαμαρτύρονταν τσιριχτά για την ταλαιπωρία τους. Φαινόταν μουτρωμένος, αντίθετα μʼ εμένα που ήμουν φιλομειδής και πρόσχαρος. Είχε τσαλακωμένο και λασπωμένο το κοστούμι και έδειχνε σαν από μέσα του να βλαστήμαγε. Ο άλλοτε λαλίστατος Γιώργος, που η κάθε του φράση ήτανε σκέτη τσιριμόνια, χωρίς να με καλωσορίσει μου πάσαρε τα πτηνά λακωνικότατος, με ένα ξερό «πάρʼ τες»…
Στο ξενοδοχείο που θα έμενα αρνήθηκαν να τις κρατήσουν για διανυκτέρευση. Πήρα τα πουλερικά υπό μάλης και πήγα να βρω
έναν χασάπη, όπερ και εγένετο. Διαπραγματεύτηκα μαζί του και αντί ενός ποσού όχι και τόσον ευκαταφρόνητου, συμφώνησε να τις κρατήσει, να τις σφάξει, να τις ξεπουπουλιάσει και να μου τις παραδώσει έτοιμες για φούρνο την παραμονή που θα έφευγα για την Αθήνα. Ο επίλογος του δράματος γράφτηκε το πρωί της 24ης όταν πήγα σιγοσφυρίζοντας στο χασάπικο να τις παραλάβω. Λες και χιόνιζε μέσα στο μαγαζί, εκατομμύρια πούπουλα παντός μεγέθους αιωρούνταν στο κατάστημα σαν χιονοθύελλα, και ο χασάπης, ολόασπρος από τα φτερά τα κολλημένα πάνω του, έμοιαζε ολόιδιος με τον χιονάνθρωπο των… Ιμαλαΐων. Μου πέταξε τις μισομαδημένες χήνες στο αυτοκίνητο κραυγάζοντας έξαλλος με το στόμα γεμάτο πούπουλα:
«Βούτα τες και εξαφανίσου πριν αρπάξω το χασαπομάχαιρο…».


Σχολιάστε εδώ