Κραυγές και γόοι από τον ερειπιώνα
Hτραγική «συζήτηση» στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό –παράλληλοι μονόλογοι που αποθέωναν την κοινοτοπία και την κομματική ιδιοτέλεια– υπενθύμισε τα παθογενή του πολιτικού και του κοινοβουλευτικού μας βίου. Η αυστηρή και γόνιμη κριτική εκτοπίζεται χάριν της ισοπεδωτικής καταγγελίας και συνοψίζεται –όταν αφορά ανταλλαγή πυρών μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων– στη μονότονη μετάθεση ευθυνών για το «χάος» που το καθένα από αυτά εκ περιτροπής παραλαμβάνει… Η αυτοκριτική σπανίζει. Και όταν κάνει δειλά την εμφάνισή της, επιστρατεύεται συνήθως ως άλλοθι, για να προσδώσει κύρος και αξιοπιστία στον ομιλούντα. Και, βέβαια, όταν ασκείται εκ των έσω κριτική (π.χ. Βάσω Παπανδρέου και Κώστας Σκανδαλίδης, προχθές στη Βουλή) πιστοποιεί ότι αφετηρία είναι οι προσωπικές πικρίες και όχι η άδολη, ειλικρινής κριτική διάθεση…
Όμως το αγεληδόν και οι ανούσιες ρητορείες συνοδεύτηκαν από ένα στοιχείο εξόχως ανησυχητικό: Κανένας από τους αγορητές δεν στάθηκε σοβαρά στο μείζον πρόβλημα της χώρας – την παραγωγική δομή της και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών της.
Ακόμη και όταν ευστοχούσαν οι επισημάνσεις για φλέγοντα, αλλά διαχειριστικής φύσεως θέματα, αγνοούσαν οι επισημάνσεις αυτές την ουσία του προβλήματος και τους λόγους που το δημιουργούν. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Παραλάβαμε χάος», είπε η υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κατερίνα Μπατζελή, αναφέροντας ως μείζον πρόβλημα το ότι «δεν ολοκληρώθηκε η ψηφιοποίηση για την καταβολή της ενιαίας ενίσχυσης στους αγρότες». Πρόβλημα η μη ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης, αλλά προς Θεού: Όταν μια γεωργική χώρα όπως η Ελλάδα βλέπει τη γεωργία της να συρρικνώνεται, να καταρρέει και να μην έχει προοπτική, η απαραίτητη ψηφιοποίηση και άλλα ομοειδή ζητήματα περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το μείζον είναι τι παράγει πια η ελληνική γεωργία και πώς μπορεί να επέλθει κάποια στοιχειώδης ανάταξη. Περί αυτού ουδέν. Ούτε από την αρμόδια υπουργό ούτε από τους ιθύνοντες της οικονομίας ούτε –έστω μια λεξούλα, μια πρόταση– από την αξιωματική αντιπολίτευση…
Να, λοιπόν, το μέγεθος του προβλήματος φωταγωγημένο και από τις πρόσφατες «καταθέσεις» του πολιτικού προσωπικού: Ούτε τα δύο μεγάλα κόμματα ασχολούνται προγραμματικά με το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας ούτε τα στελέχη τους κατʼ ιδίαν ενδιαφέρονται και ανησυχούν για το θέμα. Και αν κάποιο από αυτά εκφράζει ρητορικά τον προβληματισμό του (π.χ. Μίμης Ανδρουλάκης) είτε μιλάει ερήμην είτε παρακάμπτεται και επικαλύπτεται από τον πυρφόρο κομματικό λόγο.
Υπάρχουν, όμως, και χειρότερα: Ενίοτε επισημαίνεται η φύση του προβλήματος και καταδεικνύεται η ανάγκη να αντιμετωπιστεί, αλλά πέραν ου… Ιδού κραυγαλέο παράδειγμα από το πρόσφατο παρελθόν: Επείγει να αλλάξετε την ποικιλία των ροδάκινων σε λευκόσαρκα, είπε προς τους αγρότες της Ημαθίας ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, μιλώντας σε ανοιχτή συγκέντρωση στη Βέροια. Και είχε δίκιο.
Αλλά δεν σκέφτηκε ότι η δραστική αυτή αλλαγή είναι αδύνατον να γίνει δίχως στοιχειώδη βοήθεια από το κράτος. Δηλαδή, χωρίς συστηματική προετοιμασία, ενημέρωση και, ακολούθως, έμπρακτη αρωγή (με γεωπόνους, επιδοτήσεις, πιλοτικές καλλιέργειες κ.λπ.). Πήγε, είπε –αυτό που του είπαν οι σύμβουλοί του ως πρόβλημα της περιοχής– και απήλθε. Προς δόξαν του… εκσυγχρονισμού!
Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Και αποκαλύπτουν την ολέθρια έλλειψη σχεδίου αλλά και την αδιαφορία του κράτους έναντι εκείνων που αναλαμβάνουν με προσωπικό ρίσκο να επενδύσουν σε νέα προϊόντα (π.χ. βιολογικά).
Έτσι, ολόκληρες περιοχές της χώρας –κραταιές το πάλαι, αλλά χειμαζόμενες σήμερα, όπως π.χ. η Αιτωλοακαρνανία λόγω καπνού (σταμάτησε η καλλιέργεια)– μένουν στο έλεος της μοίρας τους, καθώς το κράτος παρακολουθεί αμέτοχο τις δραματικές εξελίξεις και δεν μελετά κατά περίπτωσιν τις παραγωγικές δυνατότητες και την προοπτική τους…
Αντιθέτως, σε άλλες χώρες η κεντρική κυβέρνηση αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση κινούνται δραστήρια, εξετάζουν ενδελεχώς το πρόβλημα, συγκροτούν ομάδες εργασίας, καταστρώνουν σχέδια και αποδύονται σε σοβαρές προσπάθειες εξόδου από την κρίση. Πέρα από το παράδειγμα της Βαρκελώνης, η οποία εκτοξεύτηκε λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, μπορεί κανείς να αναφέρει ακόμη μια περίπτωση –από πολλές που υπάρχουν– δραστικού αναπροσανατολισμού και αποτελεσματικής παρέμβασης. Είναι το Μπιλμπάο, πόλη βιομηχανική, παραγωγικός πυλώνας στην περιοχή των Βάσκων και στη βόρεια Ισπανία γενικότερα, που περιήλθε σταδιακά σε μαρασμό.
Η παραγωγή μηδενίστηκε, η ανεργία φούντωσε και η πόλη βρισκόταν επί ξυρού ακμής. Τότε, λοιπόν, οι τοπικές αρχές –αφού μελέτησαν τις κρατούσες συνθήκες– αποφάσισαν να μετατρέψουν την πόλη σε πολιτιστικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας, καταστρώνοντας ένα σοβαρό σχέδιο με σημείο αναφοράς το περίφημο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ. Κατασκευάστηκε το μουσείο, έγιναν δομικές αλλαγές στον χαρακτήρα της πόλης (πεζόδρομοι, ξενοδοχεία κ.λπ.) και ταυτόχρονα –πάντα με φόντο το επεξεργασμένο σχέδιο– προγραμματίστηκαν εξαιρετικές εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα, με διεθνή απήχηση. Σοβαρά πράγματα, μελετημένα, και όχι αρπαχτές και φιοριτούρες… Ε, σήμερα το Μπιλμπάο «βουλιάζει» από τουρίστες που συρρέουν απʼ όλα τα μέρη του κόσμου…
Κάποτε, κάποιοι φίλοι Γερμανοί έλεγαν σε ομήγυρη Ελλήνων ότι είναι σπάνιο να βρεθεί χώρα με τόσα πλεονεκτήματα όπως η Ελλάδα. Με τέτοιο φυσικό κάλλος και τόσα τιμαλφή του παρελθόντος (Παρθενώνας, Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος, Δωδώνη, Κνωσός κ.ά.) θα μπορούσε να ζει πλουσιοπάροχα, έλεγαν οι ξένοι φίλοι… Αλλά σε ποιους να το πεις; Στους ανθρώπους που δεν έχουν φροντίσει ούτε για έναν δρόμο της προκοπής που να συνδέει την Αθήνα με τους Δελφούς και την Ολυμπία;
Στους εκάστοτε κυβερνώντες, που σκορπάνε μυθώδη ποσά για δήθεν «πολιτιστικές εκδηλώσεις», αλλά κρατούν στοιβαγμένους σε υπόγεια τους θησαυρούς του παρελθόντος;
Σʼ εκείνους που γέμισαν με τσιμέντο και αλουμίνιο ακόμη και τις γειτονιές του Παρθενώνα ή σʼ αυτούς που άφησαν ασύδοτη την «τουριστική βιομηχανία» να προσφέρει άθλια rooms to let, πανάκριβες υπηρεσίες, επικίνδυνο οδικό δίκτυο κ.ά.
Για όλα αυτά και για άλλα παρεμφερή δεν ακούστηκε τίποτα κατά την τραγική συζήτηση στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό. Ούτε υπάρχει κάποια ένδειξη για γόνιμο προβληματισμό, δραστικές αναθεωρήσεις και ευφάνταστες προτάσεις. Μονάχα καταγγελίες και κραυγές ακούγονται από τον ερειπιώνα…