Κατώτεροι των περιστάσεων

«Είμαστε σαν τους ναυτικούς σε ένα καράβι μεσοπέλαγα οι οποίοι πρέπει να το διορθώσουν αλλά δεν μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή… Χρησιμοποιούν τα ξύλα και τα μαδέρια της παλιάς δομής για να τροποποιήσουν τον σκελετό και το σκαρί του καραβιού τους. Όμως δεν μπορούν να το φέρουν στο λιμάνι για να αρχίσουν και πάλι από την αρχή. Μένουν πάνω στο σκαρί και παλεύουν με τα κύματα και την τρικυμία… Αυτή είναι η μοίρα μας» (Οtto Neurath, Anti-Spengler,
Foundations of the
Social Sciences, 1921)

Αυτές οι τόσο παραστατικές και απλές ταυτόχρονα εικόνες του Οtto Neurath, μιας ιστορικής μορφής της φιλοσοφίας της Επιστήμης του 20ού αιώνα, αποτυπώνουν με ενάργεια την κρίση προσανατολισμού που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, στην «τρικυμία» της διεθνούς κρίσης. Έχουμε όμως συλλάβει ως «κυβερνήτες» και ως «πλήρωμα» το βάθος και την έκταση της κρίσης ή ψάχνουμε απλώς για ένα βολικό «λιμάνι», που δεν υπάρχει στην πράξη, κινδυνεύοντας στην πραγματικότητα να βυθιστούμε στην πρώτη «ξέρα»;
Εδώ και δώδεκα τουλάχιστον χρόνια, η χώρα μας προχώρησε σε μια στρατηγική επιλογή. Η τότε πολιτική εξουσία θεώρησε ως πρωταρχικής σημασίας ζήτημα την ένταξη στην ΟΝΕ, στην «πρώτη ταχύτητα» μάλιστα, και στην υπηρεσία αυτού του κεντρικού στόχου (ο κ. Σημίτης άλλωστε υπήρξε ένθερμος οπαδός του βεμπεριανού «εξορθολογισμού») προσανατόλισε τις κεντρικές μακροοικονομικές της επιλογές (ως και σε μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ προέβη προκειμένου να «πέσει» το κόστος παραγωγής).
Όμως οι μακροοικονομικοί δείκτες (των οποίων εκ των υστέρων αμφισβητήθηκε η γνησιότητα) δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικές παραγωγικές-αναπτυξιακές δυνατότητες και προοπτικές της χώρας. Γιατί η επίσημη «είσοδος» σʼ ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου η νεοφιλελεύθερη αντίληψη βίωνε τον θρίαμβό της μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, απαιτούσε μια σύγχρονη παραγωγική δομή με υψηλή προστιθέμενη αξία, ικανότητα ανταγωνισμού και εξαγωγικό προσανατολισμό των προϊόντων μας. Βασικές προϋποθέσεις για μια τέτοια πορεία ο θεσμικός εκσυγχρονισμός, ένα δίκαιο και αποδοτικό φορολογικό σύστημα και η μετατροπή του πελατειακού κράτους σε επιτελικό-στρατηγικό κέντρο.
Τίποτα σχεδόν από αυτά δεν προωθήθηκε. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη δεκαετία του 1970, όταν ρωτήθηκε πώς θα τα βγάλουμε πέρα αν μας δεχθούν στην τότε ΕΟΚ, είχε απαντήσει ότι «τους Έλληνες θα τους ρίξουμε στη θάλασσα και θα κολυμπήσουν»… Σήμερα, όπως φαίνεται, αρχίζουμε να μετράμε τους «πνιγμένους»…
Μετά από 10 χρόνια, αρχίζουμε τώρα μόλις να συνειδητοποιούμε ότι η ευημερία, η καταναλωτική δραστηριότητα, τα χαμηλότοκα δάνεια δεν αποτελούσαν παρά μια ψεύτικη πραγματικότητα, που δεν αντιστοιχούσε στις χαμηλές παραγωγικές επιδόσεις της χώρας και στη θεσμική της υπολειτουργία.
Το πολιτικό σύστημα, άλλωστε, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτής της στρεβλής πραγματικότητας, αφού το ίδιο μεταβλήθηκε σταδιακά σε συμπληρωματικό στοιχείο των οικονομικών συμφερόντων και των «δικτύων» της διαπλοκής και της διαφθοράς. Αντί η ΠΟΛΙΤΙΚΗ και οι φορείς της να αποτελούν πόλους προσανατολισμού της κοινωνίας, εκφραστές των αναγκών, των προοπτικών και των οραμάτων της θεωρούνται σήμερα υπεύθυνοι για την πορεία της συνολικής υποβάθμισης της χώρας.
Οι σημερινοί διαχειριστές του συστήματος προσπαθούν με εμπειρικές, τεχνικού χαρακτήρα, κινήσεις να αντιμετωπίσουν μια κρίση που έχει δομικό χαρακτήρα. Αναλώνονται σε διαμάχες ή σε πισωγυρίσματα για «σκληρές» ή «ήπιες» οικονομικές επιλογές για να αντιμετωπίσουν τα τεράστια ελλείμματα. Από τη μια καθησυχάζουν και υπόσχονται και από την άλλη «τρομοκρατούν» και κινδυνολογούν ακόμα και για την ίδια την εθνική μας κυριαρχία…
Δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα και οι φορείς του περιορίζονται σε ομφαλοσκοπήσεις γιατί είναι στην πραγματικότητα στοιχεία και φορείς αναπαραγωγής της γενικότερης πολιτισμικής κρίσης. Δεν διαθέτουν τις πνευματικές πολιτικοϊδεολογικές δυνάμεις για να κατανοήσουν την εποχή μας και να διαμορφώσουν μια στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους, με προοπτική, με όραμα και αξίες.
Μια υπεύθυνη και εμπνευσμένη ηγεσία θα έθετε το θεμελιώδες ερώτημα: Πώς θα ζήσει αυτή η κοινωνία και αυτή η πατρίδα έπειτα από 10 ή 15 χρόνια; Τι θα παράγει, πώς θα οργανωθεί θεσμικά, σε ποιες κοινές κοινωνικές αξίες θα μπορέσει να ενοποιηθεί; Ποιος άραγε είναι ο ρόλος των κομμάτων σʼ αυτήν τη στρατηγική πορεία; Πώς αυτά θα καταστούν αυτόνομα από το πλέγμα των οικονομικών συμφερόντων και των πελατειακών σχέσεων;
Οι άρχουσες ελίτ της χώρας δεν χρησιμοποιούν όμως «τηλεσκόπια» αλλά «γυαλιά πρεσβυωπίας»… Οι σύγχρονες κυβερνήσεις (σʼ ολόκληρο σχεδόν τον δυτικό κόσμο) τεμαχίζουν τον πολιτικό χρόνο επιβίωσής τους σε μήνες και σε ένα με δύο χρόνια. Η διαδικασία της ανασφάλειας, της συνεχούς διακινδύνευσης, που συνδέεται με το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, έχει ευθεία αντιστοίχηση με το μετανεωτερικό πολιτικό υπόδειγμα…
Γιʼ αυτό και περιοριζόμεθα στην περιοχή των «μειωμένων προσδοκιών». Η σημερινή κυβέρνηση ελπίζει ότι θα επιβιώσει με μικρότερους ή μεγαλύτερους κλυδωνισμούς το 2010 και μετά ελπίζει ότι θα έρθουν «καλύτερες ημέρες» μέσα από τη βελτίωση των δεικτών…
Ακόμα όμως κι αν δεν εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, μπορούν να ενεργοποιηθούν εναλλακτικά σενάρια, τα οποία σήμερα κυκλοφορούν υπογείως στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς «κύκλους». Όπως κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» ή ακόμα και σύμπραξη του «μητσοτακικού στρατοπέδου» με το ΠΑΣΟΚ… Το «έργο» έχει πολλές «βερσιόν», όμως το ιστορικό ερώτημα είναι κατά πόσο θα παραμένουμε θεατές.


Σχολιάστε εδώ