Το πάρε δώσε και τα όρια των υποχωρήσεων
Καθώς η ώρα της αλήθειας για το Κυπριακό πλησιάζει με επιταχυνόμενο ρυθμό, είναι ανάγκη να επισημανθούν με σοβαρότητα και κυρίως να συνειδητοποιηθούν κάποιες θεμελιώδεις παράμετροι όσων θα μας προκύψουν είτε ως εξ ανάγκης νέες υποχωρήσεις για επίτευξη του επιδιωκόμενου ιστορικού συμβιβασμού, είτε ως επιβαλλόμενες αντιστάσεις σε περίπτωση που βρεθούμε υπό εκβιασμό. Αλλά και να προσδιορίσουμε τα όρια των εσχάτων εκχωρήσεών μας και αυτών που θεωρούμε γραμμές ασφαλείας.
Εκείνο που πρέπει πρωταρχικά να πούμε είναι ότι αυτό που ακούγεται για το επικείμενο πάρε δώσε ως περίπου ένοχη πρακτική (και περίπου έγκλημα καθοσιώσεως) είναι απλώς και εκ των πραγμάτων φυσιολογικό μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Εάν στόχος είναι ο μείζων συμβιβασμός, τότε το πάρε δώσε είναι μονόδρομος, αφού προκύπτει από τον ίδιο στόχο και χωρίς αυτό δεν νοείται διαπραγμάτευση.
Το θέμα δεν είναι αν θα δώσουμε. Αυτό το έχουμε ήδη πράξει με τις κατʼ επανάληψιν διολισθήσεις θέσεων και την προσυπογραφή συμφωνιών για λύση στη βάση των γεωπολιτικών παραγώγων της εισβολής και των τετελεσμένων της κατοχής. Γιατί –εάν δεν θέλουμε να εμπαίζουμε εαυτούς και αλλήλους– τι άλλο από λύση με βάση τα τετελεσμένα είναι η αποδοχή διζωνικής ομοσπονδίας; Και όχι μόνον αυτή αλλά και όσα σχετίζονται τόσο με τη δομή όσο και με τη νομή των ομοσπονδιακών εξουσιών…
Επομένως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι τι άλλο απέμεινε να δοθεί. Εάν απέμεινε. Και ποιους κινδύνους αναπαράγουν αυτές ή οποιεσδήποτε άλλες εκχωρήσεις της πλευράς μας. Γιατί το μείζον για μας δεν είναι πλέον οι λεπτομέρειες του πολιτειακού σχήματος, αλλά η ασφάλεια που προσπορίζεται και οι βεβαιότητες που απορρέουν για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Για την εθνική του επιβίωση. Και για την ιστορική του συνέχεια σε αυτήν τη γεωγραφία που βαναύσως εκρεουργήθη από ανομολόγητα συμφέροντα και με στυγνές μεθοδεύσεις, αλλά, για να είμεθα και αυτοκριτικώς ειλικρινέστεροι, λόγω δικών μας εγκληματικών παραπτωμάτων έως και αχαρακτήριστων αθλιοτήτων.
Εάν όντως πλησιάζει για μας η ώρα της αλήθειας (κι αυτή επέρχεται είτε ως λύση του προβλήματος είτε ως αδιέξοδο, που θα μεταβληθεί δυνάμει το ίδιο σε λύση της μη λύσεως), τότε η πλευρά μας:
1. Πρέπει να αφήσει κατά μέρος τις εσωτερικές διελκυστίνδες και τα μικροκομματικά καμώματα και επιστρατεύοντας λογικές εθνικής ενότητας και πρακτικές ενεργού ομοψυχίας, να προχωρήσει από τώρα στις αναγκαίες οριοθετήσεις για το μείζον που μπορεί να δεχθεί ως συμβιβασμό και για το ήσσον που είναι δυνατόν να δεχθεί προκειμένου να συναινέσει.
2. Επιβάλλεται να προαποφασίσει όχι απλώς τι δέχεται και τι απορρίπτει αλλά και το δέον γενέσθαι σε περίπτωση οριστικού αδιεξόδου, και που αυτήν τη φορά –να μην έχουμε αμφιβολίες– θα είναι καταληκτικό. Να προσδιορίσουμε δηλαδή το «σχέδιο Β» και τις εναλλακτικές επιλογές σε περίπτωση απευκταίας γεωπολιτικής διαιρέσεως, με την έννοια της de jure
οριστικοποιήσεως της ήδη de facto διχοτομήσεως.
Σε διαφορετική περίπτωση τα δεινά μας δεν θα συμμαζεύονται και οι αυριανές προοπτικές θα αποβούν πικρότερες των σημερινών. Μην αυταπατώμεθα, η Τουρκία δεν παίζει. Και δεν θα μείνει σε όσα έωλα βλέπουμε σήμερα χωρίς να διακρίνουμε τα δυνάμει αναπόδραστα παράγωγά τους.
Αυτό που εμείς ονομάζουμε (και είναι) «ψευδοκράτος» αποτελεί το στρατηγικό προγεφύρωμα όσων οι τουρκικοί σχεδιασμοί προάγουν στην ευρύτερη γεωγραφία, όπου κάποια κέντρα υπερισχύος την προσδιόρισαν ήδη τοποτηρητή του ατλαντισμού με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά, τα οποία μας υπερβαίνουν.
Αυτή τελικά είναι η αλήθεια. Και σε αυτήν πρέπει να αποβαίνει ο γνώμονας των δικών μας πολιτικών. Με την έννοια των στρατηγικών (και όχι των ρητορικών) αντιστάσεων…